Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Aίτια της διάλυσης του Δυτικού Τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

1. Εισαγωγή
Στην περίοδο της Ύστερης Ρωμαϊκής Αρχαιότητας (150-750μ.Χ) έλαβαν χώρα σημαντικές εξελίξεις σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο που καθόρισαν την πορεία της Ευρώπης στο μέλλον. Η πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τα αίτια της οποία παρουσιάζονται στο δεύτερο κεφάλαιο, σήμανε και το τέλος του αρχαίου κόσμου. Με την δημιουργία των νέων «βαρβαρικών» βασιλείων, των οποίων τα βασικά γνωρίσματα παρουσιάζονται στο τρίτο κεφάλαιο, διαμορφώθηκε μία νέα κοινωνική πραγματικότητα όπου νέοι κοινωνικοί ρόλοι ανεδείχθησαν (Χριστιανική Εκκλησία, Φεουδάρχες). Υιοθετήθηκαν παλαιοί θεσμοί, διαμορφώθηκαν νέοι, όπως παρουσιάζονται στο τέταρτο κεφάλαιο, και πραγματοποιήθηκε μία προσπάθεια διαμόρφωσης κρατικών οντοτήτων στα πλαίσια της ιδιομορφίας του κάθε λαού.
2. Αίτια διάλυσης του Δυτικού Τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
2.1 Οι μεγάλες μεταναστεύσεις πληθυσμών
Η κύρια αιτία κατάρρευσης του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι η μεγάλη μετακίνηση των «Βαρβαρικών» λαών από τα σύνορα της προς το εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι μεταναστεύσεις αυτές είχαν ω συνέπεια την συγχώνευση των «βαρβαρικών» πληθυσμών με αυτών των Ρωμαίων κατοίκων της. Οι πληθυσμοί αυτοί μετακινήθηκαν κατά δύο τρόπους.
Αρχικά με ειρηνικό τρόπο μέσω της εγκατάστασης καλλιεργητών, οι οποίοι ήδη βρίσκονταν σε διαρκείς μετακινήσεις αναζητώντας καλύτερη γη, στις μεγάλες ακατοίκητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις νότια του Δούναβη και του Ρήνου. Η ύπαρξη των γερμανικών φυλών στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν σαν συνέπεια την δημιουργία εξεγέρσεων με στόχο την αυτοδιάθεση των φυλών που εν δυνάμει επηρέαζαν εκ των έσω την λειτουργία του ρωμαϊκού κράτους. Σταδιακά και λόγω της κυβερνητικής αστάθειας και δυσλειτουργίας του Ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να δημιουργούνται οργανώσεις των φιλοξενούμενων φυλετικών ομάδων και να διεκδικούν μέρος από την διοίκηση των περιοχών στις οποίες έχουν εγκατασταθεί.
Εν συνεχεία οι μετακινήσεις αυτές επιταχύνονταν με βίαιο τρόπο σε περιόδους πείνας ή επελάσεων άλλων νομαδικών φυλών πιο επικίνδυνων όπως οι Ούννοι. Οι Ούννοι ήταν αυτοί που κατά την περίοδο διακυβέρνησης τους από τον Αττίλα (434 – 453 μ.Χ.) προκάλεσαν και την μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και οδήγησαν σε μερική δημογραφική μεταβολή. Η Ρωμαϊκή διοίκηση αναγκαζόταν να υποδεχθεί και να φιλοξενήσει τους μετακινούμενους λαούς, να τους παραχωρήσει εδάφη για καλλιέργεια, να τους αναγνωρίσει ως ομόσπονδους συνάπτοντας συνθήκες ειρήνης ή και να τους χρησιμοποιήσει σαν στρατιώτες ενάντια σε άλλους «βαρβαρικούς» πληθυσμούς.

2.2 Η σύγκρουση Ρώμης και Κωνσταντινούπολης
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη το 330 μ.Χ., ο σταδιακός εξελληνισμός του Ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας καθώς και οι ανατολικές επιρροές, οδήγησαν στην σταδιακή πολιτική και πολιτιστική απομάκρυνση του λατινόφωνου και καθολικού δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την κεντρική διοίκηση. Η καθολική εκκλησία και ο Πάπας άρχισαν σταδιακά να διαπιστώνουν την διαφορετικότητα αυτή και υιοθέτησαν μία αρνητική στάση. Άρχισαν να μην αποδέχονται την αυτοκρατορική διοίκηση και τα πρωτεία της Κωνσταντινούπολης γεγονός που εντάθηκε με την δημιουργία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και την εύνοια που έδειχναν οι αυτοκράτορες στους Πατριάρχες έναντι του Πάπα. Η Εκκλησία σε συνεργασία με την παρηκμασμένη μεν αλλά ενεργή συγκλητική αριστοκρατία της Ρώμης διέβαλαν, από τα μέσα του 3ου αιώνα και ιδιαίτερα την περίοδο 380-410 μ.Χ, το κύρος της αυτοκρατορικής διοίκησης και του ρωμαϊκού στρατού.

2.3 Οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε συνεχείς πολέμους είτε εμφύλιους μεταξύ των διεκδικητών του αυτοκρατορικού αξιώματος είτε με εξωτερικούς εχθρούς, κυρίως «βαρβαρικούς» πληθυσμούς που πραγματοποιούσαν επιδρομές και λυμαίνονταν τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Η Αυτοκρατορία είχε φθορές τόσο οικονομικές και υλικές. Οι Ρωμαίοι υπήκοοι δεν μπορούσαν πλέον να πληρώνουν μέσω τις φορολογίας τα υπέρογκα έξοδα συντήρησης και ζημιών του στρατού και δεν πειθαρχούσαν στους κανόνες και τους νόμους της κρατικής διοίκησης.
2.4 Η διοικητική παρακμή της Αυτοκρατορίας
Από τον 3ο αιώνα η διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρουσίαζε στοιχεία παρακμής, διαφθοράς και αποσύνθεσης. Η διαδοχική άνοδος στο αυτοκρατορικό αξίωμα διοικητών των επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πραγματοποιείτο μέσω εμφύλιων συγκρούσεων που αποδυνάμωναν τον ρωμαϊκό στρατό κάνοντας τον ευάλωτο στις «βαρβαρικές» επιδρομές. Επί προσθέτως, η διαφθορά στην δημόσια διοίκηση, η μείωση των δημοσίων εσόδων από την φορολογία και κατ’ επέκταση η αδυναμία κάλυψης των εκτεταμένων αμυντικών αναγκών, επιβαρημένων δε από τις αδιάκοπες εμφύλιες συγκρούσεις, είχαν σαν συνέπεια την δημιουργία μεικτών στρατευμάτων με την συμμετοχή «βαρβάρων» μισθοφόρων οι οποίοι υπέσκαψαν την ενότητα και την ακεραιότητα του ρωμαϊκού κράτους.

2.5 Η κοινωνική διαφοροποίηση στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας
Σημαντικό αίτιο για την κατάρρευση της Δύσης υπήρξε και η ολοένα και αυξανόμενη πολιτιστική και πολιτισμική διαφοροποίηση ανάμεσα στο κέντρο και στην περιφέρεια σε βάρος της δεύτερης. Ιδιαίτερα οι βορειοδυτικές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στις οποίες εντέλει μετανάστευσαν και τα περισσότερα «βαρβαρικά» φύλα, αποτελούσαν περιοχές οι οποίες δεν επηρεάστηκαν από τον ενιαίο πολιτισμικό χώρο όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στις Μεσογειακές περιοχές. Κατά συνέπεια όντας μακριά από τα οικονομικά, πολιτικά και πνευματικά κέντρα της Αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη και Ρώμη, και όντας αραιοκατοικημένες αποτέλεσαν εύκολη λεία για την αθρόα, βίαιη ή ειρηνική, εισροή «βαρβαρικών» φυλών.
3. Βασικά γνωρίσματα των νέων κοινωνικών συνθηκών
3.1 Η διοικητική οργάνωση των νέων βασιλείων
Οι συνεχείς πόλεμοι και οι πειρατεία στην Μεσόγειο καθιστούν δυσχερές το εμπόριο και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική οργάνωση των νεοσύστατων «βαρβαρικών» βασιλείων. Σταδιακά αρχίζει να υφίσταται μία παρακμή των πόλεων είτε μέσω της πλήρης εξαφάνισης τους (Μεγάλη Βρετανία) είτε μέσω του περιορισμού τους (Γαλατία). Έτσι οδηγούνται σε υιοθέτηση και προσαρμογή του ρωμαϊκού συστήματος villa, όπου στο κέντρο της καλλιεργήσιμης γης βρίσκεται το αρχοντικό του αριστοκράτη και περιφερειακά αυτής οι κατοικίες των χωρικών και των πάροικων ή δούλων. Σαν μορφή οργάνωσης το σύστημα villa υιοθετήθηκε αναπροσαρμοσμένο στις ανάγκες των βασιλείων το οποίο και ταίριαζε με την εξοικείωση των γερμανικών λαών με την ζωή στην ύπαιθρο. Έτσι οργανώνονται σε χαλαρές αγροτικές κοινότητες με κέντρο εξουσίας την έπαυλη του επαρχιώτη αριστοκράτη

3.2 Η οικονομική οργάνωση των «βαρβαρικών» βασιλείων
Τα οικονομικά των βασιλείων εξαρτώνται από την γαιοκτησία του κάθε βασιλιά και των τοπικών αρχόντων και από τα πολεμικά λάφυρα. Δεδομένου του γεγονότος ότι η επαρχιακή αριστοκρατία ιδιαίτερα τον 4ο και 5ο μ.Χ αιώνα συγκέντρωσε μεγάλη οικονομική δύναμη, επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό την εξουσία του βασιλιά και κατ’ επέκταση την οικονομία της χώρας. Με τον πλούτο που διέθεταν καταλάμβαναν θέσεις εξουσίας και έλεγχαν την οικονομία της επικράτειας τους.
Ταυτόχρονα οικονομικές διαδικασίες οι οποίες στο παρελθόν επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εξασφάλιζαν πλούτο έπαψαν να υφίστανται. Το ρωμαϊκό φορολογικό σύστημα ατόνησε, το εμπόριο υποχώρησε λόγω των πολέμων και της πειρατείας, ο κεφαλικός φόρος δεν έγινε αποδεκτός από τους γερμανούς. Η είσπραξη τακτικών φόρων καταργείται και τα μόνα φορολογικό έσοδο είναι τα διόδια.

3.3 Ο μοναχισμός ως προστάτης της πολιτιστικής κληρονομιάς
Η εμφάνιση του οργανωμένου μοναχισμού θεσμοθετεί ένα νέο πολιτισμικό φορέα ικανό να συνεισφέρει στην αναπαραγωγή και διαφύλαξη της πνευματικής κληρονομιάς της αρχαιότητας αλλά και για την εκδήλωση των νέων πνευματικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων που θα διαπλάσουν τον χριστιανικό πολιτισμό της Ευρώπης. Αποτελεί μια ανανέωση στην χριστιανική θρησκεία η οποία εμφανίζεται τον 6ο αιώνα. Ο μοναχισμός διαδεδομένος στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αρχίζει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη στην Δύση με ίδρυση μοναστηριών σε Ιταλία, Γαλατία και Ιρλανδία. Σημαντική υπήρξε η παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων του μοναστικού βίου οι οποίοι επέδρασαν μέσω του ιεραποστολικού τους έργου στον εκχριστιανισμό της Ευρώπης. Οι «Άγιοι» Κουλουμβάνος και Βενέδικτος ίδρυσαν μοναστήρια, μοναστικά τάγματα και κατέγραψαν μοναστικούς κανόνες που υιοθετήθηκαν από πολλούς μοναχούς και ο κανόνας του Αγίου Βενέδικτου υιοθετήθηκε και από την Εκκλησία. Τα μοναστήρια και οι επισκοπές ενισχύθηκαν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά από τους «βάρβαρους» βασιλιάδες τόσο μέσω της παραχώρησης και εκμετάλλευσης καλής ποιότητας καλλιεργήσιμης γης όσο και της σύνθεσης των από μέλη της τοπικής αριστοκρατίας. Από την μεριά τους επηρέασαν σημαντικά την οικονομική, πολιτική, πολιτισμική και θρησκευτική ζωή στα «βαρβαρικά» βασίλεια.
Τα μοναστήρια προστατεύουν την πολιτιστική κληρονομιάς και διαδίδουν τις αρχές του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού μέσω των μεταφράσεων και των αντιγραφών έργων αρχαίων συγγραφέων από κορυφαίους κοσμικούς (Βοήθιος, Κασσιόδωρος) αλλά και εκκλησιαστικούς λόγιους (Αυγουστίνος).
Προσπάθεια καταβλήθηκε από λόγιους της Ύστερης Αρχαιότητας στην διάδοση των ελληνορωμαϊκών κειμένων. Αρχικά στην Ιταλική Χερσόνησο οι Βοήθιος και Κασσιόδωρος ανέλαβαν τον 6ο αιώνα την μετάφραση πολλών ελληνικών φιλοσοφικών κειμένων στα λατινικά διασώζοντας τα και προσφέροντας στις μελλοντικές γενιές όλη την γνώση της αρχαίας επιστήμης και σκέψης. Ο δε Κασσιόδωρος κατήρτισε ένα πρόγραμμα σπουδών διατηρηθέν σε όλο το μεσαίωνα. Στην Ιβηρική Χερσόνησο ο Ισίδωρος συγγράφοντας θεολογικά, ιστορικά και γεωγραφικά κείμενα συνέθεσε την πρώτη εγκυκλοπαίδεια του μεσαιωνικού κόσμου. Αντίστοιχες προσπάθειες διάσωσης των ελληνορωμαϊκών κειμένων και καλλιέργειας των γραμμάτων και των τεχνών πραγματοποιήθηκαν τόσο στο Φραγκικό Βασίλειο κατά τον 6ο αιώνα όσο και στην Αγγλία κατά τον 7ο αιώνα κυρίως από μοναχούς που αποτέλεσαν και τους μόνους θεματοφύλακες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.

3.4 Η ρόλος της λατινικής γλώσσας
Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας οι περισσότεροι κάτοικοι της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είχαν εκλατινιστεί και η λατινική γλώσσα επικράτησε στον γραπτό και προφορικό λόγο σε περιοχές όπως η Ιβηρική και Ιταλική χερσόνησος, η Γαλατία και σε κάποιες περιοχές της βαλκανικής (σημερινή Ρουμανία). Η λατινική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθιερώθηκε και ως γλώσσα της χριστιανικής εκκλησίας κυρίως δε στο δυτικό τμήμα της. Το λατινικό αλφάβητο δε, υιοθετήθηκε από τις γερμανικές φυλές προκειμένού να αποδώσουν τις γλώσσες τους στο γραπτό κείμενο. Με την πτώση του Δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας και την δημιουργία των «βαρβαρικών» βασιλείων η λατινική γλώσσα συνέχισε να έχει ένα σημαντικό ρόλο στην Δυτική Ευρώπη ως βασικό επικοινωνιακό μέσον. Αφενός λόγω της διαμόρφωσης των επιμέρους ρωμανικών – «κοινών» γλωσσών (γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρουμάνικα) και αφετέρου λόγω του ισχυρού ρόλου της καθολικής εκκλησίας που χρησιμοποιούσε ως επίσημη γλώσσα τα λατινικά. Πολλοί δε γερμανικοί νόμοι (Κώδικας του Ευάριχου, σαλικός νόμος) συντάχθηκαν στην λατινική.
4. Βασικά γνωρίσματα των νέων κοινωνικών θεσμών.
4.1 O θεσμός του βασιλείου
Ο βασικός θεσμός διοικητικής οργάνωσης των «βαρβαρικών» βασιλείων υπήρξε το βασίλειο. Ουσιαστικά η έννοια του βασιλείου απείχε κατά πολύ από την έννοια ενός οργανωμένου κράτους όπου με ένα συστηματικό τρόπο θα επέτρεπε την αποτελεσματική διακυβέρνηση μίας χώρας.
Ο βασιλιάς είναι τυπικά ο στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης της χώρας. Ουσιαστικά όμως εξαρτάται από ένα σύνολο τοπικών ηγεμόνων που συγκροτούν ένα είδος πολεμικού συμβουλίου. Οι ηγεμόνες αυτοί συγκροτούν την τοπική αριστοκρατία και αυτοί είναι που κυβερνούν τις χαλαρά οργανωμένες ομάδες του πληθυσμού που συγκροτούν το βασίλειο.
Οι Γερμανοί ηγέτες ενώ την πρώτη μετά-ρωμαϊκή περίοδο υιοθέτησαν κοινωνικά χαρακτηριστικά και δομές της αυτοκρατορίας όπως ο Οστρογότθος Θεοδώριχος Α’ και ο Φράγκος Κλόβις Α’, μετέπειτα υπήρξε μία απόκλιση από τις ρωμαϊκές αρχές. Απέρριψαν την ρωμαϊκή αρχή διοίκησης του res publica, του κράτους πάνω από το άτομο και εγκαθίδρυσαν μία απολυταρχική, πατρογονική και κληρονομική μοναρχία με χαρακτηριστικότερη περίπτωση του βασιλείου των Φράγκων. Ο βασιλιάς δεν είχε σταθερή κατοικία και μετακινούνταν διαρκώς ανά την επικράτεια όπου και φιλοξενούνταν στις villa των τοπικών ηγεμόνων μαζί με την αυλή του

4.2 Διοικητικοί θεσμοί στα «Βαρβαρικά» Βασίλεια
Παρά την οπισθοδρόμηση της κοινωνίας μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πολλοί θεσμοί και κώδικες επιχειρήθηκε να διατηρηθούν. Υπήρξαν «βαρβαρικά» βασίλεια τα οποία υιοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό τον ρωμαϊκό τρόπο διοίκησης (προνόμια της συγκλήτου, προώθηση των τεχνών και διοργάνωση θεαμάτων προς τον ρωμαϊκό λαό, διατήρηση ρωμαϊκών νόμων και δικαστηρίων) όπως το βασίλειο των Οστρογότθων με βασιλιά των Θεοδώριχο Α’. Αλλά βασίλεια όπως το Φραγκικό με βασιλιά τον Κλόβι Α’ διατήρησαν κάποιες δομές της Ρωμαϊκής διοίκησης (νόμισμα, σκρίβες, ρωμαϊκά δικαστήρια). Προχωρώντας δε και στην γραπτή διατύπωση στα λατινικά γερμανικών εθίμων και «βαρβαρικών» νόμων (κώδικας του Ευάριχου Α’, σαλικός νόμος) συνδυάζουν τους γερμανικούς θεσμούς με υιοθετημένους ρωμαϊκούς θεσμούς και νόμους. Τέτοιοι γερμανικοί θεσμοί είναι η απόλυτη δικαιοδοσία του βασιλιά έναντι των υπηκόων του, η συγχώνευση προσωπικής και κρατικής περιουσίας καθώς και η κληρονομική διαδοχή,
Ο θεσμός της κληρονομικής διαδοχής σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο (σαλικό νόμο) οδηγούσε στην διανομή των εδαφών του βασιλείου μεταξύ των κληρονόμων , στην αύξηση από γενιά σε γενιά των διεκδικητών της βασιλικής εξουσίας και σε αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές οδήγησαν στην συνεχή αύξηση της δύναμης της τοπικής αριστοκρατίας και ιδιαίτερα στην ισχυροποίηση θεσμών όπως αυτός του μαγιοδρόμου στο Φραγκικό Βασίλειο του οποίου ο ρόλος επιβλήθηκε έναντι του βασιλιά.

4.3 Ο θεσμός της εξαρτημένης εργασίας
Διατήρηση του θεσμού της εξαρτημένης εργασίας είτε με την μορφή της δουλείας που τείνει να εξαλειφθεί είτε με την μορφή των ελευθέρων πάροικων συνεχίζει να υπάρχει ως βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των εργασιακών σχέσεων. Η ύπαρξη της τάξης των ελευθέρων χωρικών που δεν διαφέρει σε επίπεδο εκμετάλλευσης από αυτή των παροικών μέσω της καταβολής εισφορών και αναγκαστικής εργασίας σε αντάλλαγμα γης μικρών διαστάσεων και προστασίας που τους προσφέρεται αποτελεί ίσως έναν νεωτερισμό σε σχέση με την Ρωμαϊκή Περίοδο.

4.4 Ο θεσμός της Εκκλησίας
Η αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και η υιοθέτηση της από τους ρωμαίους πολίτες του προσέδωσε μία οικουμενικότητα η οποία και επιβλήθηκε στους «βαρβαρικούς» λαούς και εξελίχθηκε στην κυρίαρχη θρησκεία στο δυτικό κόσμο.
Η ευρωπαϊκή ταυτότητα βασίζεται λιγότερο στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, που άλλωστε δεν εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ήπειρο, από ότι στον χριστιανισμό, που αποτέλεσε τον ουσιαστικό ενοποιητικό παράγοντα μετά την κατάρρευση της ρωμαϊκής πολιτικής οντότητας[1].
Η σταδιακή επαφή με τον χριστιανισμό και εν τέλει ο προσηλυτισμός των νέων λαών, μέχρις πρότινος παγανιστικών λαών, που κατακλύζουν τον Ευρωπαϊκό χώρο θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην πνευματική ενότητα που αντιπροσωπεύει για τον μεσαιωνικό ευρωπαϊκό κόσμο η χριστιανική Εκκλησία
Υποκαθιστώντας το Ρωμαϊκό κράτος και διασφαλίζοντας εν μέρει την συνέχεια της κρατικής διοίκησης, απέκτησε τέτοια εξουσία που όχι μόνο κάνουν την Εκκλησία ένα πνευματικό στοιχείο συνοχής των λαών και των κρατών αλλά και το βασικό οικονομικό και κοινωνικό πρωταγωνιστή.
Ο ρόλος δε του επίσκοπου γίνεται πλέον κοσμικός, ηγετικός, διοικητικός μέσω κοινωνικών παροχών, ίδρυσης ιδρυμάτων και απόδοσης της δικαιοσύνης.
Οι βάρβαροι βασιλιάδες ασπάστηκαν γοργά ο ένας μετά τον άλλο τον Χριστιανισμό και τον επέβαλλαν και στους υπηκόους τους. Αναγνωρίζοντας δε την ισχύ και την επιρροή των επισκόπων προσπάθησαν να τους προσεταιριστούν. Σταδιακά τόσο οι βασιλιάδες όσο και οι τοπικοί ηγεμόνες, κυρίως στο φραγκικό βασίλειο, βλέποντας ότι μέσω της εκκλησίας εδραίωναν την εξουσία τους έσπευσαν να ελέγξουν την εκλογή των επισκόπων, επιλέγοντας τους από το κοσμικό περιβάλλον τους, και μέσω αυτής να ικανοποιήσουν τους υποστηρικτές τους.

5. Σύνοψη
Η δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε υπό από την πίεση της εισροής στα εδάφη της των «βαρβαρικών» λαών και την παρακμή της διοικητικής της λειτουργίας. Σταδιακά αποσυντίθεται, διαλύεται και απορροφάται από τα νεοϊδρυθέντα «βαρβαρικά» βασίλεια. Το έτος ορόσημο 476 μ.Χ με την καθαίρεση του τελευταίου αυτοκράτορα του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, του Ρωμύλου Αυγουστίλου σημαίνει το επίσημο τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Παρά την κατάρρευση του Δυτικού Τμήματος της, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επηρέασε σημαντικά τα νέα «βαρβαρικά» βασίλεια. Οι κοινωνικές και οικονομικές δομές της επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την διαμόρφωση θεσμών και δομών στα μετέπειτα «Βαρβαρικά» βασίλεια. Βασικά γνωρίσματα όπως η ρωμαϊκή νοοτροπία, η χριστιανική θρησκεία, τα πολιτισμικά πρότυπα σε παιδεία, τέχνη και αρχιτεκτονική – ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός - , η δημόσια διοίκηση, το δίκαιο, αποτέλεσαν θεμέλιους λίθους πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η περαιτέρω ανάπτυξη των βασιλείων στην Ευρώπη. Συνέπεια των παραπάνω επιδράσεων υπήρξε η συγχώνευση των Ρωμαίων με τους «βαρβαρικούς» λαούς στις κατά τόπους περιοχές και η διαμόρφωση του μελλοντικού πληθυσμού της Ευρώπης.
Βιβλιογραφία
ΡΑΠΤΗΣ, Κ. (1999), Γενική Ιστορία της Ευρώπης, 2 τόμοι, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
BERSTEIN, Serge. και MILZA, Pierre. (1997), Ιστορία της Ευρώπης, 3 τόμοι, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
[1] Βλ. Berstein και Milza, 1997, τομ. 1, σ. 26.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε