Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το τέλος της Φεουδαρχίας και η ανάπτυξη των πόλεων

Εισαγωγή

Η κρίση του 14ου αιώνα προκλήθηκε από μία σειρά οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στον μεσαιωνικό κόσμο. Το τέλος της φεουδαρχίας σημαδεύεται από οικονομικούς μετασχηματισμούς στην ύπαιθρο, από μετακινήσεις πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα και από αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία. Στην εργασία αυτή γίνεται μία προσπάθεια παρουσίασης των βασικών στοιχείων που οδήγησαν στην οικονομική και κοινωνική κρίση του 14ου αιώνα. Παρουσιάζονται οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία που προκλήθηκαν με την υποχώρηση του φεουδαρχικού συστήματος, το οποίο είχε ως οικονομική βάση την ιδιοκτησία γης και την εξαρτημένη αγροτική εργασία, την δημιουργία των πρώτων συντεχνιών, ενώ γίνεται και εκτενής αναφορά στις αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής του εμπορίου, στην διαμόρφωση των πρώτων αλληλεξαρτώμενων εμπορικών δικτύων, της εισαγωγής του χρήματος στις συναλλαγές καθώς και της διαμόρφωσης των αγορών και των νέων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που δημιούργησαν με αιχμή αλλά και βάση τους τις πόλεις. «Οι οικονομικές αλλαγές βελτίωσαν το επίπεδο ζωής στην ύπαιθρο και στις πόλεις και επέτρεψαν την κυκλοφορία μίας ευρύτερη ποικιλίας αγαθών στην Ευρώπη».

Η οικονομική και κοινωνική κρίση του μεσαιωνικού κόσμου.

Ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζει το τέλος του Μεσαίωνα αλλά και του κοινωνικού συστήματος που τον στήριζε, της Φεουδαρχίας. Ο βασικός παράγοντας που σημάδευσε το τέλος του φεουδαλικού συστήματος και τη σταδιακή αλλαγή των οικονομικών μηχανισμών είναι και το δομικό στοιχείο του συστήματος αυτού, η χρήση της γης. Η αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη μείωση της αγροτικής παραγωγής είχαν σα συνέπεια να οδηγηθεί ο αγροτικός πληθυσμός σε σιτοδείες που όξυναν το πρόβλημα της διατροφής. Μειώθηκε η φυσική αντοχή των ανθρώπων σε πόλεις και ύπαιθρο με αποτέλεσμα να είναι απροστάτευτοι από αρρώστιες και λιμούς με σημαντικότερη την Μαύρη Πανώλη του 1348. Στους προαναφερθέντες παράγοντες πρέπει να συμπληρωθούν και η καταστροφή των γαιών από τους συνεχείς πολέμους και τις λεηλασίες, η μειούμενη εργατική δύναμη που χανόταν στα πεδία των μαχών και η κακοκαιρία που επέτειναν το πρόβλημα και οδήγησαν α) στη μείωση της αγροτικής παραγωγής, β) στη μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών προς τις πόλεις και τελικά επέτειναν αυτή «τη δομική ανισορροπία, σύμφωνα με τους ιστορικούς των Annales, ανάμεσα στη δημογραφική επέκταση και τις περιορισμένες δυνατότητες διατροφής σε φάσεις συνεχών κάμψεων και ανακάμψεων» που οδήγησε στην κρίση του χωροδεσποτικού συστήματος.

Πέρα όμως από τις καταστροφές που έλαβαν χώρα στον 14ο αιώνα η κρίση του φεουδαλικού συστήματος προήλθε και από τις εν γένει αδυναμίες του.

Η μείωση της γεωργικής παραγωγής αποτέλεσε συνέπεια του τρόπου καλλιέργειας ο οποίος αδυνατούσε να αναβαθμίσει την απόδοση του καλλιεργούμενου εδάφους. Οι φεουδάρχες ενδιαφερόντουσαν πλέον για το πώς θα αυξήσουν την κατανάλωση τους και όχι το πώς θα αυξήσουν την παραγωγικότητα της γης τους. Η απροθυμία της φεουδαλικής αριστοκρατίας να επενδύσει παραγωγικά μέρος των εσόδων της από τις φεουδαλικές προσόδους στην τεχνολογική βελτίωση της γεωργίας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ούτε οι χωρικοί μπορούσαν να δημιουργήσουν τα χρηματικά αποθέματα τα οποία θα μπορούσαν να επενδυθούν για τη βελτίωση των εργαλείων και των μεθόδων της αγροτικής παραγωγής είχε σημαντική επιβάρυνση σε μία ήδη μειούμενη αγροτική παραγωγή.

Στην προσπάθεια να συγκρατήσουν τον κατατρεγμένο αγροτικό πληθυσμό από την μετακίνηση του προς τις πόλεις οι φεουδάρχες άσκησαν πίεση προς τους αγροτικούς πληθυσμούς με μέτρα απαγόρευση των μετακινήσεων γεγονός που οδήγησε σε σειρά εξεγέρσεων στην ύπαιθρο, κλιμακώνοντας την αντιπαλότητα ανάμεσα στους φεουδάρχες και στις κοινότητες των χωρικών. Σε ένα δεύτερο στάδιο παραχώρησαν δικαιώματα γης προς τους υποτελείς τους σε μία προσπάθεια κατευνασμού και αποτροπής της φυγής που όμως δεν έλυσε το πρόβλημα της παραγωγικότητας αντίθετα σε μερικές περιπτώσεις το επέτεινε δεδομένου ότι προκάλεσε την πολλαπλή κατάτμηση της καλλιεργούμενης γης μέσω του πολλαπλασιασμού των κλήρων με συνέπεια την δυσκολία επαρκούς ελέγχου της αγροτικής παραγωγής.

Στις πόλεις κατά κύριο λόγω συνέρεαν πληθυσμοί της υπαίθρου για να προστατευτούν πίσω από τις οχυρώσεις αλλά και για να αναζητήσουν εργασία ως ανειδίκευτοι εργάτες. Όμως η γενικότερη κρίση του 14ου αιώνα στην ύπαιθρο δεν άργησε να επιδράσει και στις πόλεις. Παράγοντες όπως α) η μείωση της εισερχόμενης αγροτικής παραγωγής στις πόλεις λόγω καταστροφών των αγροτικών σοδειών, β) η μείωση του κυκλοφορούντος χρήματος και η συστηματική υποτίμηση του και γ) η δυσκολία εύρεσης εργασίας που αντιμετώπιζαν οι ανειδίκευτοι αγρότες οδήγησαν με τη σειρά τους σε εξεγέρσεις και στις πόλεις στα πλαίσια της ταξικής σύγκρουσης, σύμφωνα με τους μαρξιστές ιστορικούς, εκδηλωμένες κυρίως στην Φλάνδρα και στην Γαλλική επικράτεια.

Η αλλαγή των οικονομικών μηχανισμών στην ύπαιθρο

Η φεουδαρχία σημαδεύτηκε από την παραπάνω κρίση δεδομένης της απώλειας ισχύος που προκλήθηκε στους χωροδεσπότες οι οποίοι συνειδητοποίησαν από μέρους τους ότι η επιβίωση τους προϋπόθετε μεταβολή του συστήματος που διαφέντευαν ως τότε συμβάλλοντας και στη διαμόρφωση νέων δομών που θα μεταβάλλουν το οικονομικό μέλλον της ηπείρου.

Στην αγγλική αγροτική ύπαιθρο άρχισαν να πραγματοποιούνται αλλαγές στις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες κατά τον 15ο αιώνα, αλλαγές οι οποίες σταδιακά επεκτάθηκαν σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο.

Οι φεουδάρχες τον 15ο αιώνα προκειμένου να αναστρέψουν το δυσχερές για τα κέρδη τους οικονομικό κλίμα λόγω της έντονης κινητικότητας των καλλιεργητών και των αγροτικών κινητοποιήσεων, πραγματοποίησαν μετασχηματισμούς παραχωρώντας σημαντικά προνόμια στους καλλιεργητές όπως α) η απαλλαγή από τις παραδοσιακές φεουδαλικές υποχρεώσεις, β) η απάλειψη του θεσμού της δουλοπαροικίας και γ) η αναδιάταξη των αγροτικών κοινοτήτων.

Για να μπορέσουν να ξεπεράσουν την κρίση υιοθέτησαν νέες τεχνικές καλλιέργειας επενδύοντας το κεφάλαιο και διαμορφώνοντας τις αρχές μίας πρωτο καπιταλιστικής οικονομίας, εκμεταλλεύτηκαν την κτηνοτροφία και συστηματοποίησαν τη χρήση του χρήματος ως ανταλλακτικού μέσου στις συναλλαγές τους με τους χωρικούς.

Παράλληλα, παρατηρήθηκε βελτίωση της θέσης των αγροτικών στρωμάτων συνέπεια παραγόντων όπως: α) η εκμετάλλευση των λιγότερο πρόσφορων γαιών για την κτηνοτροφία β) η υιοθέτηση ειδών καλλιέργειας που σχετίζονται και με τις ανάγκες των πόλεων (λινάρι, οπωροκηπευτικά κ.α) ως μέσο αντιμετώπισης της συνεχόμενης μείωσης των τιμών των δημητριακών γ) η μείωση του αριθμού των μικρο-ακτημόνων με ταυτόχρονη αύξηση του μεσαίου μεγέθους κλήρων δ) εισαγωγή τεχνικών μέσων καλλιέργειας (π.χ. άροτρο).

Οι μεταβολές αυτές είχαν θετικές συνέπειες: α)στην βελτίωση της παραγωγικότητας των γαιών μέσω της καλύτερης λίπανσης από τα περιττώματα των βοοειδών , β) στην βελτίωση της διατροφής και της ένδυσης των χωρικών και των κατοίκων των πόλεων μέσω της αύξησης τους διαθέσιμου κρέατος και μαλλιού και στην εν γένη βελτίωση του εισοδήματος των καλλιεργητών που παρέσυρε και μία γενικότερη οικονομική ανάκαμψη.

Παράλληλα όμως προκάλεσε την εξάρτηση των χωρικών πλέον όχι από την γη αλλά από την αγορά τόσο για την διάθεση του προϊόντος τους όσο και για την αγορά τροφίμων.

Οικονομικοί μετασχηματισμοί στο αστικό πλαίσιο.

Η κρίση του 14ου αιώνα προκάλεσε διαφοροποιήσεις και στην κοινωνία και οικονομία των πόλεων.

Η δημογραφική συρρίκνωση του 14ου αιώνα προκάλεσε εξασθένιση του εμπορίου η οποία με την σειρά της προκάλεσε ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των αστικών κέντρων που για να επιβιώσουν αναγκάσθηκαν να εξειδικευτούν στην κατασκευή διαφορετικών ανά πόλη προϊόντων (πολυτελή υφάσματα, έπιπλα, κοσμήματα, ταπητουργία, κατασκευή όπλων, ξυλογλυπτική, επεξεργασία δέρματος κ.α) για τις ανάγκες των αρχουσών τάξεων αλλά και κατασκευαστικών υποδομών των ιδίων. Σε αρκετές πόλεις περιοχών όπως η Φλάνδρα, η Βραβάντη, η Βόρεια Ιταλία η εξειδίκευση των τεχνιτών υπήρξε μεγάλη και η προαγωγή της τεχνολογίας σημαντική.

Μεταβολές παρατηρούνται και στην παραγωγική διαδικασία. Οι εξειδικευμένοι τεχνίτες άρχισαν να οργανώνονται σε συντεχνίες ανάλογα με την ειδικότητα τους προκειμένου να μπορούν να ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και το εργατικό δυναμικό, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο κανόνες παραγωγής και διαμορφώνοντας ένα θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας. Οι κανόνες εργασίας που υιοθετούνται δε διαφέρουν από αυτές των φεουδαρχών με γνωρίσματα όπως εργασιακή και κοινωνική σκλήρυνση, κληρονομική διαδοχή, επαγγελματική στασιμότητα για τους απλούς τεχνίτες.

Πέρα από την διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου με την ίδρυση των συντεχνιών οι τεχνίτες μέσω αυτών των μορφών οργάνωσης καταφέρνουν να μειώσουν τις εξαρτήσεις από τις διακυμάνσεις της αγοράς και τους εμπόρους. Περιορίζουν κατά αυτό τον τρόπο το πλαίσιο δράσης των εμπόρων καθώς διαμόρφωναν οι συντεχνίες πλέον τόσο το ύψος και την ποιότητα παραγωγής όσο και την τελική τιμή του διατιθέμενου προϊόντος.

Οι εκτεταμένες καταστροφές από τους πολέμους και τις λεηλασίες, οι μετακινήσεις πληθυσμών καθώς και η δημιουργία των συντεχνιών επέδρασαν αρνητικά στην τάξη των εμπόρων. Η δυσμενής οικονομική κατάσταση των εμπόρων, τους έστρεψε στην αγροτική ύπαιθρο με απόρροια την εξάπλωση του συστήματος της οικοτεχνίας και τη διαμόρφωση συγκροτημάτων χωριών ως δικτύων παραγωγής. Οι έμποροι είδαν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να απελευθερωθούν από τον σφιχτό εναγκαλισμό των αστικών συντεχνιών Προωθώντας την οικοτεχνία στην ύπαιθρο εξασφάλισαν ότι η παραγωγή των υφασμάτων θα γινόταν σε χαμηλότερο κόστος ενώ η μείωση τόσο της ποιότητας όσο και της τιμής πώλησης δεν τους απασχολούσε αφού πλέον δραστηριοποιούνταν σε μία αγορά η οποία αποτελούνταν από μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα..

Δεδομένου ότι υπήρχε άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό μεταξύ των χωρικών στην αγροτική ύπαιθρο, οι έμποροι άρχισαν να λειτουργούν ως προμηθευτές και εργοδότες με τους χωρικούς να εξαρτώνται ως μισθωτοί από αυτούς. Οι έμποροι λειτουργώντας και αυτοί αυταρχικά (όπως οι φεουδάρχες και οι τεχνίτες αρχιμάστορες) παρέχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό και την πρώτη ύλη στους χωρικούς ρυθμίζοντας την παραγωγή, απορροφώντας το σύνολο της σε χαμηλή τιμή και πολλές φορές μεταφέροντας την δραστηριότητα από περιοχή σε περιοχή.

Με την επικράτηση της οικοτεχνίας οι αγρότες μετατρέπονται σε τεχνίτες της υπαίθρου, χάνουν την οικονομική ανεξαρτησία τους αφού παύουν να είναι παραγωγοί και ιδιοκτήτες των εργαλείων και των πρώτων υλών και συνάπτουν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με τον έμπορο. Διαμορφώνεται μία νέα τάξη αυτή των εργατο-τεχνιτών, την ίδια στιγμή που οι έμποροι – προμηθευτές - εργοδότες διαμορφώνουν μία εμπορική αριστοκρατία.

Η μεταφορά της μαζικής υφαντουργικής παραγωγής στην ύπαιθρο προκάλεσε αντιδράσεις στα αστικά υφαντουργικά κέντρα οδηγώντας αρκετά από αυτά που δεν παρήγαγαν πολυτελή προϊόντα στην παρακμή, και τους τεχνίτες στην ανεργία. Η αδυναμία δε των παρακμασμένων κλάδων τεχνιτών να ενταχθούν στις ακμάζουσες συντεχνίες, αφενός γιατί είχε μεγάλο κόστος εκμάθησης και αφετέρου διότι την απέτρεπαν οι τεχνίτες αυτών των συντεχνιών, οδήγησε σε μία βαθιά πόλωση και σύγκρουση μεταξύ των συντεχνιών. Οι ακμάζουσες κατασκευαστικές συντεχνίες διαμόρφωσαν μία αριστοκρατία που ήλεγχαν την πολιτική και κοινωνική ζωή διαφόρων αστικών κέντρων υποβιβάζοντας τους παρακμάζοντες τεχνίτες σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Πολλοί δε από αυτούς για να επιβιώσουν συγκροτούσαν κατά κανόνα παράνομες αδελφότητες και συντροφιές για να εργαστούν και συχνά έρχονταν σε σύγκρουση με τις συντεχνίες.

Οι οικονομικοί μετασχηματισμοί που άρχισαν να πραγματοποιούνται από τον 15ο αιώνα στις πόλεις με την τεχνολογική πρόοδο και την εισαγωγή της ενχρήματης οικονομίας ευνόησε σε μέγιστο βαθμό την εμπορική δραστηριότητα. Εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές και τεχνολογικές βελτιώσεις όπως: α) την αύξηση της παραγωγής, β) την εισαγωγή του χρήματος ως αποκλειστικού μέσου ανταλλαγής, γ) των ναυπηγικών βελτιώσεων δ) την ασφάλιση των πλοίων ε) την ίδρυση εμπορικών εταιριών στ) την τήρηση βιβλίων ζ) την χρήση της συναλλαγματικής και η) τη διαμόρφωση των χρηματαγορών και αξιοποιώντας την υψηλή αστικοποίηση συγκεκριμένων περιοχών διαμόρφωσαν ένα σημαντικό δίκτυο εμπορικών συναλλαγών σε συνεργασία με τις αστικές ολιγαρχικές κυβερνήσεις και τους φεουδάρχες των αγροτικών περιοχών. Οι αγροτικές περιοχές εντάσσονταν στο «ζωτικό χώρο» των πόλεων και οι φεουδάρχες εντάσσονταν στην αστική ολιγαρχία δεδομένου ότι ο ρόλος της υπαίθρου μετασχηματιζόταν σε ένα ρόλο τροφοδότη τροφίμων των πληθυσμών των πόλεων.

Σταδιακά άρχισαν να θεσμοθετούνται συνεδριάσεις που εξελίχθηκαν σε θεσμοθετημένες εμπορικές ενώσεις μεταξύ αντιπροσώπων των γειτονικών αστικών ζωνών με σκοπό τον έλεγχο, την οργάνωση και την ασφάλεια του όγκου των συναλλαγών και των εμπορευμάτων που διακινούνταν μεταξύ αυτών, οι λεγόμενες «χάνσες». Οι εμπορικές αυτές ενώσεις μετασχημάτισαν και το πλαίσιο διακυβέρνησης των εμπλεκόμενων αστικών κέντρων μέσω της συμμετοχής των μελών τους στη διοίκηση των πόλεων διαμορφώνοντας «περιφερειακά ή υπερ-περιφερειακά αντιπροσωπευτικά σώματα επιφορτισμένα με την εξυπηρέτηση αμιγώς οικονομικών συμφερόντων». Οι εμπορικές αυτές ενώσεις δεν κατάφεραν να εξελιχθούν σε κρατικές οντότητες κυρίως γιατί εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τα οικονομικά και συνήθως αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των ισχυρών συνεταίρων και διότι το εύρος λειτουργίας τους ήταν μεγάλο με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση περιφερειακών συμβουλίων και όχι κεντρικής εξουσίας οδηγώντας σε σταδιακή παρακμή του θεσμού.

Στα πλαίσια της μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού στην ύπαιθρο και της συσσώρευσης στις πόλεις οι αρχές για να συγκρατήσουν το χαμηλόβαθμο εργατικό δυναμικό της υπαίθρου απαγόρευσαν την εσωτερική μετανάστευση και το εξανάγκασαν δια της βίας να δεχτεί χαμηλά ημερομίσθια. Στις πόλεις ο έλεγχος των μισθών πραγματοποιήθηκε ευκολότερα διότι το πλεονάζον εργατικό δυναμικό εύκολα προκαλούσε συμπίεση των μισθών. Σημαντική υπήρξε και η εξέλιξη στην εφαρμογή των πρώτων μέτρων κοινωνικής πολιτικής και πρόνοιας από τις αρχές των πόλεων προς τους αναξιοπαθούντες και ο διαχωρισμός αυτών από τους φτωχούς αλλά ικανούς για εργασία.

Επίλογος

Ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζεται ιστορικά από την πρωτόγνωρη έκταση καταστροφών πολέμων και επιδημιών που προκάλεσαν την κρίση του φεουδαρχικού συστήματος.

Η κρίση συνέβαλε στον μετασχηματισμό της οικονομίας τόσο στον αγροτικό τομέα όσο και στον αστικό κατασκευαστικό κυρίως με τη διαμόρφωση των εμπορικών δικτύων και τη σταδιακή εξάπλωση του χρήματος στις συναλλαγές. Ενισχύθηκαν οι πόλεις και δημιουργήθηκαν οι αγορές ενώ ανεδείχθησαν νέες τάξεις επαγγελματιών που απέκτησαν πλούτο και πολιτική εξουσία, ικανές να συνδιοικούν με την παραδοσιακή τάξη των φεουδαρχών, αυτές των εμπόρων και των τεχνιτών. Θεσμοθετήθηκαν επαγγελματικές ενώσεις, συντεχνίες με σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων των τεχνιτών, ενώ η οικοτεχνία έδωσε νέα ώθηση στην αγροτική οικονομία.

Στα πλαίσια των εμπορικών συνεργασιών ανεπτύχθησαν εμπορικές συνεργασίες μεταξύ αντιπρόσωπων πόλεων διαμορφώνοντας περιφερειακές εμπορικές ενώσεις με σκοπό την επίτευξη κέρδους ενώ επεβλήθησαν πολιτικές συγκράτησης των μισθών των κατώτατων τεχνιτών, εργατών και αγροτών. Παρά το γεγονός ότι κατεβλήθησαν σημαντικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της φτώχιας δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις από την πλευρά των χαμηλότερων τάξεων με αιτήματα για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας.


Βιβλιογραφία

Γαγανάκης Κώστας, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο αιώνα έως και τον 18ο αιώνα, Τόμος Α’, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

Berstein Serge, Milza Piere., Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος Α’, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.

Nicholas David, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε