Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιχειρηματικότητα: Μία ιστορική προσέγγιση σε μία αντι-κοινωνική δραστηριότητα

Η βιομηχανική επανάσταση άρχισε από την Βρετανία και εξελίχθηκε σε δύο φάσεις την Α’ Βιομηχανική Επανάσταση (1780-1800) και την Β’ Βιομηχανική Επανάσταση (1850- 1870) φέρνοντας αλλαγές και ριζικές ανακατατάξεις στην οικονομία και κοινωνία της Ευρωπαϊκής Ηπείρου μέσω της εκμηχάνισης της παραγωγής, διαμορφώνοντας μία κοινωνία του κεφαλαίου, εδραιώνοντας την πλουτοκρατία και οδηγώντας τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από την αγροτική στη βιομηχανική μορφή τους.
Αν και ο όρος βιομηχανική επανάσταση παραπέμπει σε μία απότομη και γρήγορη αλλαγή, στην πραγματικότητα αφορά μία διαδικασία τεχνολογικής ανάπτυξης συνεχή στον χρόνο, αργή τους προηγούμενους αιώνες αλλά ραγδαία και επαναστατική τον 19ο αιώνα. Η εφαρμογή καινοτομιών στην παραγωγή (ατμός), η διαμόρφωση ενός ευνοικού πολιτικού πλαισίου, οι αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής την συγκεκριμένη χρονική περίοδο επέτυχαν τον πολλαπλασιασμό της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τον Church η εκβιομηχάνιση είναι αποτέλεσμα αποφάσεων που έλαβαν άτομα συνδιάζοντας πόρους, τρόπους, μορφές χρήσης σε τομείς που αφορούσαν την παραγωγή, το εμπόριο, την αστική ανάπτυξη. Αυτό το επιχειρηματικό πνεύμα συνοψίζει τον ρόλο του επιχειρηματία.[1]
Σε κοινωνικό επίπεδο η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε την διαμόρφωση της αριστοκρατίας του πλούτου. Σε πολιτικό επίπεδο επικράτησε ο φιλελευθερισμός, η διαμόρφωση του εργατικού συνδικαλισμού ενώ παράλληλα έγινε δυνατή η επίτευξη κοινωνικών διεκδικήσεων όπως η δημόσια και δωρεάν παιδεία και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας.
Σε επιχειρηματικό επίπεδο η περίοδος από την έναρξη της Β’ Βιομηχανικής Επανάστασης και μέχρι την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου διαμορφώνονται οι κατάλληλες οικονομικές συνθήκες για να εμφανιστεί η έννοια της επιχειρηματικότητας ως οικονομική δραστηριότητα. «Η περίοδος 1850-1914 γνώρισε την πρωτοφανή εισροή με την συγκρότηση μετοχικών εταιρειών και συνασπισμών, όπως τα καρτέλ και τα τραστ, υπό την πίεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος[2]».
Στα πλαίσια της συγκεκριμένης εργασίας θα γίνει μία προσπάθεια με συνοπτικό τρόπο να παρουσιαστεί η επιχειρηματική δραστηριότητα των κατεξοχήν υποκειμένων της οικονομίας τα οποία και ώθησαν την βιομηχανική επανάσταση δηλ. των βιομηχάνων, των εμπόρων και των τραπεζιτών. Δεδομένου δε του γεγονότος ότι η βιομηχανική επανάσταση αλλά και η επιχειρηματικότητα ορίσθηκε για πρώτη φορά στην Βρετανία συχνή θα είναι η αναφορά παραδειγμάτων από την χώρα αυτή.

Η Ευρωπαϊκή αστική τάξη του τέλους του 18ου αιώνα γνώρισε σημαντικές ανακατατάξεις «με κυριότερη εξελιξη το σταδιακό μετασχηματισμό και την εντινόμενη εσωτερική οικονομικο- κοινωνική διαφοροποίηση[3]» της. Από τα τέλη του 18ου αιώνα η αστική τάξη έπαψε να αποτελεί μία συμπαγή κοινωνική τάξη δεδομένου ότι οι επαγγελματικές διαφοροποιήσεις των μελών της τόσο ως προς τον προσανατολισμό όσο και ως προς τον πλούτο προκάλεσαν και αντίστοιχες κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Το πιο δυναμικό τμήμα της αστικής τάξης το αποτελούσαν οι επιχειρηματίες αστοί με προεξέχοντες τους μεγαλέμπορους, τραπεζίτες και εφοπλιστές. Κατά την διάρκεια των δύο φάσεων της βιομηχανικής επανάστασης, και κυρίως την τελευταία, αν και ολιγομελείς και διεσπαρμένοι σε κάποιες σε κάποιες μεγαλουπόλεις – βιομηχανικά και εφοπλιστικά κέντρα (Γενεύη, Παρίσι, Λονδίνο, Άμστερνταμ, Μασσαλία, Μπορντό, Νάντη) οι επιχειρηματίες κατάφεραν να αποκτήσουν μεγάλη οικονομική ισχύ και να φέρουν τον κύριο έλεγχο του κατασκευαστικού τομέα.
Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή γίνεται διακριτό ότι στις παραμονές της βιομηχανικής επανάστασης η κύρια «βιομηχανική» δραστηριότητα στον Ευρωπαϊκό χώρο ήταν το οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής (ορισθέν από τους ιστορικούς ώς και περίοδος πρωτο-βιομηχάνισης) το οποίο λειτουργούσε σε στενή συνεργασία με την διαμόρφωση των δικτύων του ευρωπαϊκού εμπόριου. Δεδομένου δε ότι την κατοχή των βιοτεχνικών μέσων παραγωγής κατείχαν οι ίδιοι οι έμποροι είναι εμφανής η διαπίστωση ότι αυτοί αποτέλεσαν την κύρια δύναμη της βιομηχανικής επανάστασης. Στους εμπόρους – πρωτοπόρους της βιομηχανικής επανάστασης πρέπει να προστεθούν και ανεξάρτητοι τεχνίτες[4] που ανέπτυξαν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Τα πρώτα κεφάλαια για βιομηχανικές επενδύσεις προέρχονταν από τις μικρές αποταμιεύσεις των παλιών βιοτεχνών και των εμπόρων-βιοτεχνών και στην συνέχεια από την επανεπένδυση του κέρδους.
Επιχειρηματικότητα παρουσιάστηκε και στον αγροτικό τομέα. Στην Αγγλία δεν ήταν μόνο οι έμποροι που επένδυσαν στην βιομηχανία αλλά και αγρότες, διαχειριστές μικρών κυριώς ιδιοκτησιών, των οποίων «τα καλά διαχειριζόμενα κτήματα τους απέφεραν σημαντικά έσοδα, πολλοί από τους οποίους επένδυαν μέρος των αντλούμενων κεφαλάιων σε βιομηχανικές εφαρμογές[5]». Δεδομένου δε του καθεστώτος της έγγειας ιδιοκτησίας στην Αγγλία πριν από τον 18ο αιώνα εδραιώθηκε ο ρόλος του γεωργού – επιχειρηματία ο οποίος λειτουργούσε καπιταλιστικά και σαν παραγωγός με σαφή προσανατολισμό την καπιταλιστική αγορά ενώ σαν πελάτης προχωρούσε σε επενδύσεις βελτιστοποίησης της παραγωγής μέσω της αγοράς εργαλείων και εξαρτημάτων από την αναδυόμενη βιομηχανία και κυρίως την μεταλλουργία. Αρκετοί αγρότες ενοικίασαν γη από τους γαιοκτήμονες και προσέλαβαν άλλους αγρότες στους οποίους πλήρωναν έναν μισθό για να αυξήσουν την αγροτική παραγωγή και να μπορέσουν να πληρώσουν το ενοίκιο που απαιτούσε ο γαιοκτήμονας. Μετατράπηκαν σε επιχειρηματίες της γης, υπό την έννοια ότι, αν και δεν τους ανήκε η γη, οργάνωναν ως αφεντικά τις γεωργικές καλλιέργειες. Σταδιακά αγόρασαν εργαλεία (π.χ. θεριστικά μηχανήματα), μερικές φορές και τον αγρό από τον γαιοκτήμονα, και έγιναν έτσι κεφαλαιοκράτες (δηλαδή ιδιοκτήτες κεφαλαίου – παραχθέντων μέσων παραγωγής).
Σύμφωνα με τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι το ξεκίνημα της βιομηχανίας βασίστηκε στην αυτοχρηματοδότησή της παρά το γεγονός ότι στην Βρετανία δεν υπήρχε έλλειψη κεφαλαίων για επενδύσεις. Τα κεφάλαια αυτά δεν πήγαιναν στην βιομηχανία. Η σημαντικότερη δυσκολία ήταν ότι αυτοί που έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου το 18ο αιώνα (γαιοκτήμονες, έμποροι, πλοιοκτήτες, κεφαλαιούχοι) δεν ήταν πρόθυμοι να το επενδύσουν στις νέες βιομηχανίες. Ο Church αναφέρει ότι σε «δείγμα» 500 ηγετικών εργοστασιαρχών που έδρασαν κάποιο διάστημα μεταξύ του 1750 και του 1850 ελάχιστοι ήταν αριστοκράτες και ελάχιστοι πρώην εργαζόμενοι. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες είχαν προέλθει από το εμπόριο και την πρωτο-βιομηχανία.[6]
Οι πλούσιοι του 18ου αιώνα, αναλόγως του πρωτογενούς επαγγελματικού ενδιαφέροντος τους, ήταν πρόθυμοι να τοποθετήσουν τα χρήματα τους σε επιχειρηματικές προσπάθειες που κρίνονταν απαραίτητες για την ομαλή ανάπτυξη ολόκληρης της οικονομίας και θα ευνοούσαν και την δική τους επαγγελματική επιτυχία. Κατά συνέπεια οι μεγαλέμποροι επενδύουν κυρίως στις μεταφορές (διώρυγες, λιμενικές εγκαταστάσεις, δρόμους, κανάλια, και αργότερα σιδηροδρόμους) και οι γαιοκτήμονες στα ορυχεία από τα οποία αντλούσαν δικαιώματα ακόμη και όταν δεν τα εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα που ορίζεται και ως «η εποχή του κεφαλαίου» τα πράγματα αλλάζουν άρδην με την αποσύνδεση της αγροτικής παραγωγής από την βιομηχανική παραγωγή κυρίως μετά το 1850. Μετά το προαναφερθέν έτος οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά (άνθρακας, σίδηρος) ξεπέρασαν τις αντίστοιχες από την κατασκευή καταναλωτικών αγαθών με αποτέλεσμα την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Η ευρωπαϊκές αγορές πλέον καθορίζονται από τις αυξομειώσεις στον αριθμό των επιχειρήσεων και όχι από την αγροτική παραγωγή.
Από την παραπάνω παρουσίαση των προτοπόρων της βιομηχανικής επανάστασης εξάγεται το συμπέρασμα ότι η συσσώρευση του κεφαλάιου δεν ήταν αυτή που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο για την κατασκευή και την αγορά μηχανών και βιομηχανικών κτιρίων που ήτα απαραίτητα για την διαδακασία της βιομηχανικής επανάστασης στην πρώτη φάση της.
Επί παραδείγματι το πάγιο κεφάλαιο που ήταν απαραίτητο για την σημαντικότερη βιομηχανία της εποχής εκείνης, την βαμβακοβιομηχανία, ήταν αρκετά περιορισμένο. Τα κτίρια ήταν νοικιασμένα και τα μηχανήματα ήταν χαμηλού κόστους κατασκευασμένα από μερικούς εμπειρικούς τεχνίτες. Αντίθετα το κυκλοφορούν κεφάλαιο (πρώτες ύλες, μισθοί), ήταν πιο σημαντικό.
Ο μετασχηματισμός από την οικοτεχνία στην βιομηχανία – Η βαμβακουργία πρωτοπορεί
Η βιομηχανική επανάσταση συνδέεται με το πέρασμα από τις προβιομηχανικές και πρωτοβιομηχανικές μορφές εργασίας του οικοτεχνικού συστήματος στο νέο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής που επιβάλει το σύστημα του εργοστασίου.
Κατά το οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής οι αγρότες - τεχνίτες είτε παράγουν για την τοπική αγορά σε ένα πλαίσιο μόνιμης εργασίας είτε στον ελεύθερο χρόνο κατά τη διάρκεια της νεκρής εποχής επεξεργάζονται κατ’ οίκον με ιδία ή νοικιασμένα εργαλεία την πρώτη ύλη που έπαιρναν από εμπόρους και την παρέδιδαν πάλι επεξεργασμένη πάλι στους εμπόρους αυτούς, οι οποίοι εξελίσσονταν σε εργοδότες. Το οικοτεχνικό σύστημα αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο βιομηχανικής ανάπτυξης και μπορεί να προσλάβει αναρίθμητες μορφές, κάποιες από τις οποίες πλησιάζουν αρκετά στο εργοστασιακό σύστημα.
Η μετεξέλιξη των οικοτεχνιών αποτέλεσε το εργοστασιακό σύστημα παραγωγής δηλαδή η συγκέντρωση εργατών αρχικά (manufacture) και μηχανών στον ίδιο χώρο που εργάζονται κάτω από την επίβλεψη του εργοδότη.
Η βιομηχανια που προσφερόταν για πρωτοπόρο βιομηχανική επανάσταση την βαμβακουργία. Τα βαμβακερά και τα μείγματα (βαμβάκι και λινάρι) ήταν φθηνότερα από το μαλλί, με αποτέλεσμα να κατακτήσουν μια περιορισμένη αλλά χρήσιμη εσωτερική αγορά. Σε συνθήκες σαν και αυτές το κέρδος εκείνου που πρώτος θα έριχνε στην αγορά τα περισσότερα βαμβακερά υφάσματα ήταν αστρονομικό. Αρκεί βέβαια να κατόρθωνε να μονοπωλήσει ολόκληρη ή σχεδόν ολόκληρη την αγορά για αρκετό διάστημα. Αυτό ακριβώς πέτυχε η βρετανική βαμβακουργία με την βοήθεια της επιθετικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Συνεπώς το βαμβάκι άνοιγε αστρονομικές κατά τα φαινόμενα προοπτικές ώστε να ωθήσει τους επιχειρηματίες να συμμετάσχουν στην περιπέτεια της βιομηχανικής επανάστασης. Φυσικά προσέφερε και τις συνθήκες που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη αυτή. Οι νέες εφευρέσεις που έφεραν επανάσταση στην επεξεργασία του βαμβακιού -η κλωστική μηχανή και αργότερα ο μηχανικός αργαλειός-ήταν αρκετά απλές και φτηνές και αντιστάθμιζαν αμέσως το κόστος τους με την εξασφάλιση μεγαλύτερης απόδοσης. Η εγκατάσταση τους μπορούσε να γίνει και τμηματικά, εφόσον υπήρχε ανάγκη, από άτομα που ξεκινούσαν με λίγα δανεικά χρήματα, μια και αυτοί που έλεγχαν τον συσσωρευμένο πλούτο του 18ου αιώνα δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να επενδύσουν μεγάλα ποσά στη βιομηχανία. Στη συνέχεια η ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορούσε να χρηματοδοτείται εύκολα από τα τρέχοντα κέρδη, διότι οι τεράστιες κατακτήσεις της στις αγορές, σε συνδυασμό με ένα σταθερό πληθωρισμό τιμών, προσέφεραν φανταστικού ύψους ποσοστά κέρδους.
Παρ' όλα αυτά η πρόοδος της βαμβακοβιομηχανίας κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν, και στη δεκαετία του 1830 καθώς και στις αρχές της δεκαετίας του 1840 εμφάνισε μεγάλα προβλήματα ανάπτυξης. Για να μπορέσει να προχωρήσει η βιομηχανική ανάπτυξη έπρεπε να περάσει σε μια άλλη φάση, στη δημιουργία βιομηχανίας κεφαλαιουχικών αγαθών (σιδηρουργία, χαλυβουργία, κατασκευή μηχανών). Σε συνθήκες όμως ελεύθερης αγοράς η εξαιρετικά μεγάλη επένδυση σε κεφάλαιο που απαιτείται για μια τέτοια ανάπτυξη αναλαμβάνεται πολύ πιο δύσκολα απ’ ότι στην περίπτωση της βαμβακουργίας λόγω έλλειψης ζήτησης για τέτοια προϊόντα.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η εξόρυξη του άνθρακα αποτελούσε ουσιαστικά μια πρωτόγονη σύγχρονη βιομηχανία που χρησιμοποιούσε τις πιο πρώιμες ατμομηχανές. Η τεράστια αυτή βιομηχανία μολονότι ίσως δεν αναπτυσσόταν αρκετά γρήγορα για πραγματικά μαζική εκβιομηχάνιση σημερινού τύπου, ήταν αρκετά μεγάλη για να δώσει κίνητρο στη βασική εφεύρεση που έμελλε να μετασχηματίσει τις βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών που είναι ο σιδηρόδρομος.
Από την άποψη της οικονομικής ανάπτυξης, η τεράστια ανάγκη των σιδηροδρόμων για σίδηρο, χάλυβα, άνθρακα, βαριά μηχανήματα, εργατικά χέρια, επενδύσεις σε κεφάλαια, ήταν πιο σημαντική διότι δημιούργησε τη μεγάλη ζήτηση προκειμένου να μετασχηματισθούν οι βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών τόσο ριζικά όσο είχε μετασχηματισθεί η βαμβακουργία.
Τρόποι ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας
Η επιχειρηματική νοοτροπία για ανάληψη ρίσκου, μεγιστοποίηση του κέρδους και υιοθέτησης καινοτόμων ιδεών, στην Αγγλία αρχικά και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι αυτό το χαρακτηρστικό που ώθησε στην Βιομηχανική επανάσταση.
Ο βιομήχανος στην Αγγλία μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή του γρήγορα με σχετικά φθηνές και απλές καινοτομίες ενώ το ευνοικό οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι με το μονοπώλιο σχεδόν του παγκοσμιου εμπορίου από την Αγγλία του επέτρεπε να έχει υψηλές οικονομικές απολαβές.
Την δεκαετία του 1850 οι κεφαλαιούχοι της εποχής παρακινημένοι από την μεγιστοποίηση του προσδοκώμενου κέρδους στην νέο-διαμορφωμένη καπιταλιστική οικονομία (να αγοράζει δηλαδή στη φθηνότερη αγορά και να πουλά στην ακριβότερη) και με στήριγμα την αρχικά ουδέτερη στάση των κυβερνήσεων αποδύθηκαν σε μία έντονη κερδοσκοπική δραστηριότητα σε υποσχόμενους τομείς με την προϋπόθεση ότι το κόστος εργασίας και το κόσοτς των πρώτων υλών θα έμενε χαμηλό. Η συσσώρευση κεφαλαίου (καπιταλισμός) οδήγησε σε έναν επενδυτικό κορεσμό με τις αντίθετες τελικά επιδιώξεις των κερδοσκόπων επενδυτών (μείωση κερδών με ταυτόχρονες αυξήσεις σε κόστος εργασίας και κόστος απόκτησης των δυσεύρετων πρώτων υλών) με συνέπειες την κατάρρευση επιχειρήσεων αλλά και τραπεζών που στήριξαν τις κερδοσκοπικές επενδύσεις.
Η εισχώρηση του επενδυτικού κεφαλαίου σήμανε και ανακατατάξεις στην διοίκηση και οργάνωση τους με εντονότερη παρέμβαση των μετόχων – επενδυτών στην διαχείριση της περιουσίας αλλά και στην χάραξη της πολιτικής των επιχειρήσεων μειώνοντας την ανεξαρτησία των βιομηχάνων και δημιουργώντας αντιδράσεις.
Εκτός από τις μετοχικές επιχειρήσεις εμφανίζονται και οι ατομικές επιχειρήσεις που ενώ αντλούν εξωτερικό επενδυτικό κεφάλαιο η διεύθυνση παραμένει στα χέρια των συνεταίρων – ιδιοκτητών. Και στις δύο περιπτώσεις η διαφορά έγκειται στον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας από την διαχείριση και την διαμόρφωση μίας νέας γενιάς ειδικευμένων διαχειριστικών στελεχών. Γίνεται πλέον σαφής αναφορά στον επιχειρηματία – διευθυντή.

Συγκρότηση του θεσμικού πλαισίου
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της βιομηχανικής επανάστασης ήταν η ρήξη με το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο του παλαιού καθεστώτος και η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού κλίματος μέσα στο οποίο θα θεσμοθετηθούν οι αναγκαίες νομικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ελεύθερου ανταγωνισμού και της επιχείρησης.
Ουσιαστικά γίνεται αναφορά για το πέρασμα από την εξουσία των προνομίων στην εξουσία του χρήματος.
Οι συνθήκες αυτές είχαν εκπληρωθεί στην Βρετανία κατά ένα μεγάλο μέρος όπου υπήρχε ευνοικό πολιτικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. «Κατά τον 18ο αιώνα η δράση των Βρετανών επιχειρηματιών σπανίως προσέκρουε σε κρατικές ρυθμίσεις και περιορισμούς[7]» σε αντίθεση με άλες χώρες της Ευρώπης όπου υπήρχε έντονη η κρατική επιρροή μέσω των δασμών, των προνομίων και των επιδοτήσεων. Το ιδιωτικό κέρδος και η οικονομική ανάπτυξη θεωρούνταν ως οι ύψιστοι στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής.
Η περίοδος 1850-1880 υπήρξε μία ευνοϊκή περίοδος για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας σε μία παγκόσμια αγορά που σημαδεύτηκε από την χαλάρωση των προστατευτικών μέτρων (δασμοί, τέλη) και την εισαγωγή σε μία εποχή παγκόσμιου ελεύθερου εμπορίου που εξέφρασε τις επιταγές του κυρίαρχου φιλελευθερισμού.
Επιπλέον η απελευθέρωση του εμπορίου στις Ευρωπαϊκές χώρες οδήγησαν στην απελευθέρωση των συναλλαγών που στηρίχθηκε από τους βιομήχανους του μεγάλους κτηματίες και τους τραπεζίτες και αποδύθηκαν σε έναν αγώνα για την κατάκτηση της διεθνούς αγοράς.
Διαμορφώθηκαν οι ζώνες ελεύθερου εμπορίου που προωθήθηκαν από διεθνείς εμπορικούς οίκους όπως εξαγωγείς κρασιών, μεταξιού
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1870 ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν μικρός αλλά οι οικονομικές κρίσεις (η κρίση λόγω των τιμών των σιτηρών αναγκάζοντας τους σιδηροβιομήχανους της Γερμανίας να συγκροτήσουν ομάδα πίεσης), οι κοινωνικές ανακατατάξεις και επαναστατικές εκρήξεις ανάγκασαν τις κυβερνήσεις στην λήψη προστατευτικών μέτρων. Ταυτόχρονα ομάδες όπως αυτήν των σιδηρο-βιομηχάνων της Γερμανίας εξελίχθηκαν σε συνδικαλιστικό όργανο των βιομηχάνων μέσω του οποίου θεσμικά μπορούσαν να ασκήσουν έντονη πίεση στις κυβερνήσεις για την υιοθέτηση των θέσεων τους.
Σημαντική σε θεσμικό πλαίσιο υπήρξε και η εξομάλυνση των δυσκολιών των νομισματικών συναλλαγών. Οι διεθνής συναλλαγές διευκολύνθηκαν και από τον προσδιορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων με την υιοθέτηση του χρυσού κανόνα, δηλαδή της σύνδεσης των νομισμάτων τους με τα αποθέματα χρυσού.
Ο ρόλος τους χρήματος και των τραπεζών
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο κρατικός δανεισμός έδωσε ώθηση στους σχετικά νεοσύστατους οίκους όπως οι Ολλανδοί Hope, οι Γερμανο-Εβραίοι Rothchild, οι Άγγλοι Baring να εδραιωθούν ως δανειστές αλλά και χρηματοδότες κρατικών μηχανισμών. Το επενδυτικό κεφάλαιο εισρέει πλέον στην Ευρωπαϊκή βιομηχανία με την έκρηξη της εποχής των σιδηροδρόμων στην δεκαετία του 1840.
Οι τραπεζίτες στήριξαν οικονομικά την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου και προσδοκούσαν ευρύτερη πιστωτική σχέση με τις εθνικές κυβερνήσεις.
Η δεκαετία του 1850 είχε αρκετές οικονομικές κρίσεις που εξανάγκασαν τα πιστωτικά ιδρύματα σε ασφαλή σχέση με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μέσω κρατικών ομολογιών. Η δεκαετία του 1860 απελευθέρωσε την επενδυτική επίθεση των τραπεζών μέσω της θέσπισης της αρχής της «περιορισμένης ευθύνης» για τις μετοχικές εταιρείες. Οι τράπεζες εκ νέου άρχισαν να δραστηριοποιούνται έντονα επενδυτικά σε τομείς βιομηχανία, διεθνές εμπόριο, δημόσια έργα και σιδηρόδρομους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποτύγχαναν κιόλας (περιπτώσεις Ισπανίας και Ρωσίας όπου οι επενδύσεις στηρίχθηκαν σε ξένο επενδυτικό κεφάλαιο).
Την δεκαετία του 1870 ο χρηματοπιστωτικός τομέας, με την συνδρομή νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, μετεξελίχθηκε με την εδραίωση μετοχικών πιστωτικών ιδρυμάτων στηριγμένων σε βιομηχανικά κεφάλαια (περίπτωση Deutsche Bank και Georg Von Siemens) στην θέση των παλαιών εμπορικών τραπεζών.
Επίλογος
Η βιομηχανική επανάσταση εκφρασμένη σε δύο διαφορετικές περιόδους επέφερε δομικές αλλάγες σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο με βασικά ψαρακτηριστικά α) τον μετασχηματισμό της αστικής τάξης σε βιομηχανική τάξη κεφαλαιοκρατών, β) την ισχυροποίηση της αστικής τάξης, γ) την διαμόρφωση ενός νέου αριστοκράτη, του επιχειρηματία δ) τη συγκρότηση της βιομηχανικής τάξης.
Η επιχειρηματικότητα έχει έναν σημαντικό ρόλο στην εκβιομηχάνιση που προχώρησε στα έτη 1750-1914 με διαφορετικούς και ποικίλους ρυθμούς στις διάφορες χώρες της Ευρώπης με προεξεχουσα την Αγγλία. Η μετεξέλιξη της οικοτεχνίας, η ανάπτυξη της βαμβακουργίας και σταδιακά η ανάπτυξη της μεταλλουργίας, της εξόρυξης άνθρακα και της κατασκευής σιδηροδρόμων είναι δραστηριότητες οι οποίες στηρίχθηκαν στην δραστηριοποίηση μικρών εμπόρων και βιοτεχνών που αρχικά επένδυσαν λίγα για να κερδίσουν αρκετά. Όπου ευνόισε το θεσμικό πλαίσιο η ανάπτυξη ήταν και μεγαλύτερη, γεγονός που ώθησε και τους πλούσιους τους 18ου και του 19ου αιώνα να επενδύσουν.

Βιβλιογραφία
Γαγανάκης Κώστας, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Church Roy, «Επιχειρηματική δράση και διοίκηση επιχειρήσεων» στο συλλογικό έργο των Aldcroft Derek και Ville Simon, Η Ευρωπαική Οικονομία 1750-1914 Θεματική προσέγγιση, μτφρ. Σταματάκης Ν., εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005
[1] Church R., «Επιχειρηματική δράση και διοίκηση επιχειρήσεων» στο συλλογικό έργο των Aldcroft Derek και Ville Simon, Η Ευρωπαική Οικονομία 1750-1914 Θεματική προσέγγιση, μτφρ. Σταματάκης Ν., εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005, σελ. 137
[2] Γαγανάκης Κ. ,Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 230
[3] Γαγανάκης Κ, σελ. 236
[4] Βιοτέχνες οι οποίοι αποκαλούνταν πρώτοι «βιομήχανοι»
[5] Γαγανάκης Κ., σελ. 241
[6] Church R., σελ.144
[7] Church R.,σελ. 140

Σχόλια

Ο χρήστης gasireu είπε…
το blog σας έχει ενδιαφέροντα θέματα, κρίμα που σταματήσατε να γράφετε!
Ο χρήστης Christos Bouras blog είπε…
Δεν σταμάτησα να γράφω. Η καθημερινότητα με αποσυντονίζει. Η ρουτίνα με δυσκολεύει.
Όποτε μπορώ αφήνω ένα μικρό κείμενο για να διαβαστεί. Ευχαριστώ για τα ευγενικά σας λόγια.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε