Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Από την Βιοτεχνία στην Βιομηχανία

Εισαγωγή
Προσδιορίζοντας την προβιομηχανική περίοδο ο Pounds την τοποθετεί χρονικά στο διάστημα μεταξύ δύο ιστορικών οροσήμων, της λεηλασίας της Ρώμης το 1527 από τον Charles Hapsburg και της ήττας του Napoleon Bonaparte στα 1815 (Pounds τόμος Β 2001: σελ. 61). Μία περίοδος στην οποία η μεταποίηση δεν αποτελεί τον κύριο οικονομικό τομέα σε σχέση με την γεωργία και το εμπόριο, ωστόσο αποτελεί τον τομέα του οποίου η ανάπτυξη αποτέλεσε το έναυασμα για τις αλλαγές που επακολούθησαν με την βιομηχανική επανάσταση. Η πιο σημαντική εξέλιξη στην μεταποιητική δραστηριότητα την προβιομηχανική περίοδο υπήρξε ο μετασχηματισμός της αγροτικής οικοτεχνικής μονάδας παραγωγής στην βιοτεχνική, συνήθως αστική, μονάδα ως μεθόδου οργάνωσης της παραγωγής. Κατά κύριο λόγο οι αλλαγές επικεντρώθηκαν σε δύο από τις παλαιότερες μεταποιητικές δραστηριότητες, στην κλωστοϋφαντουργία και στην μεταλλουργία των οποίων τις τεχνολογικές εξελίξεις θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε στην εργασία αυτή προκειμένου να δείξουμε το πόσο καταλυτικές υπήρξαν οι αλλαγές στο επίπεδο της γεωγραφικής διαμόρφωσης της σύγχρονης Ευρώπης.
Παράλληλα πραγματοποιούνται εξελίξεις στη εργασιακή δραστηριότητα, εξαναγκάζοντας σε μετακίνηση πληθυσμών που ωθούν στην ανάπτυξη νέων πόλεων των οποίων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα διαμορφώνονται πλέον και από τις μεταποιητικές δραστηριότητες. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αποτελεί η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ευρωπαϊκής ισορροπίας προς την Βόρεια Θάλασσα (Cipolla 1988: σελ.324). Παράλληλα σε γεωγραφικό επίπεδο και δεδομένης της ανάπτυξης των εθνικών κρατών και ανάλογα με το πολίτευμα, οι διοικήσεις των χωρών λαμβάνουν αποφάσεις για την μεταποιητική πολιτική που θα ακολουθήσουν, με τους Βρετανούς να έχουν το προβάδισμα οδηγώντας την πορεία προς την Βιομηχανική επανάσταση.

Οι προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη
Κλωστοϋφαντουργία
Η σημαντικότερη βιοτεχνική μεταποιητική δραστηριότητα την προβιομηχανική περίοδο εξακολουθεί να είναι η ίδια από τον 9ο αιώνα, η κλωστοϋφαντουργία, απασχολώντας το περισσότερο εργατικό δυναμικό από οποιαδήποτε άλλη μεταποιητική δραστηριότητα, έχοντας παράλληλα και τον μεγαλύτερο όγκο παραγωγής.
Μέχρι τον 11ο αιώνα η κύρια δραστηριότητα στην υφαντουργία αφορούσε την επεξεργασία του μαλλιού, μία κατεξοχήν οικοτεχνική δραστηριότητα χωροθετημένη στις αγροτικές περιοχές, αλλά από το 1100 και μετά η παραγωγή άρχισε να μεταφέρεται σε κωμοπόλεις. Αποτέλεσμα ήταν να βελτιωθούν οι δεξιότητες των υφαντουργών και να αυξηθεί η παραγωγή. Από τον 13ο αιώνα η κάθε εργασία στην παραγωγή των ενδυμάτων από την συλλογή του μαλλιού ή των ινών μέχρι και την κατασκευή των ενδυμάτων όρισε ειδικευμένους τομείς στην υφαντουργία.
Έτσι ενώ στην αρχή τα ενδύματα ήταν κάπως χοντροκομμένα, από τον 13ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται σε ορισμένες πόλεις η τέχνη της κατασκευής ενδυμάτων εισάγοντας έτοιμα υφάσματα από περιοχές που τα παρήγαγαν. Ανάλογα με το υλικό κατασκευάζονταν ενδύματα εκλεπτυσμένα (από μετάξι συνήθως) ή ενδύματα μαζικής παραγωγής από πιο φθηνά υφάσματα από λινό, βαμβάκι και μαλλί. Οι τεχνικές βελτιώσεις στους αργαλειούς επέτρεψαν περαιτέρω αύξηση της παραγωγής και της ποιότητας.
Παράλληλα με την επεξεργασία του μαλλιού και των ζωικών ινών συνεχίζεται η βυρσοδεψία για την παραγωγή υποδημάτων, γαντιών, φιαλών και δοχείων με ικανοποιητικούς ρυθμούς σε περιοχές που υπήρχε ζωική παραγωγή αλλά χωρίς σημαντικές αλλαγές στις μεθόδους επεξεργασίας των δερμάτων.
Σιδηρουργία – Εξόρυξη και χύτευση μεταλλευμάτων

Η μεταλλουργία αποτέλεσε την δεύτερη σε σημασία και μέγεθος βιοτεχνική – μεταποιητική δραστηριότητα την προβιομηχανική περίοδο.
Ήδη από τον 12ο αιώνα η σιδηρουργία διαδίδεται, αυξάνεται η εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων, η κατεργασία και η χύτευση σιδήρου, όμως η παραγωγή είναι μικρή και περιορίζεται σε μικρά σιδηρουργία τα οποία λαμβάνουν παραγγελίες από τα μοναστικά τάγματα για οικοδομικές εργασίες. Αλλά μέταλλα που εξορύσσονται είναι ο μόλυβδος για σμάλτωση, στην υαλουργία και την βαρελοποιία, στην κατασκευή σωλήνων και δεξαμενών, ο χαλκός, ο κασσίτερος και περιορισμένη εξόρυξη και επεξεργασία πολύτιμων μετάλλων όπως ο χρυσός και το ασήμι που χρησιμοποιούνταν για την κοπή νομισμάτων.
Η παραγωγή στην μεταλλουργία αυξάνεται σημαντικά μετά την ανακάλυψη του "αντανακλαστικού κλιβάνου1" και οδήγησε σε παράλληλη άνοδο της χρήσης του ατσαλιού. Οι καινοτομίες αυτές έλαβαν χώρα στην Μεγάλη Βρετανία κατά τον 17ο αιώνα και εισήχθησαν στην υπόλοιπη Ευρώπη μετά το 1815, καθιστώντας την Αγγλία ισχυρή, εκμεταλλευόμενη το χρονικό αυτό πλεονέκτημα.
Αρχικά σαν καύσιμη ύλη στην υψικάμινο για μία μεγάλη περίοδο χρησιμοποιήθηκε ο ξυλάνθρακας γεγονός που οδήγησε κατά τον 18ο αιώνα στην ανάπτυξη της Σουηδίας και της Ρωσίας σαν χώρες παράγωγης σιδήρου κυρίως λόγω των διαθέσιμων προς εκμετάλλευση δασών που είχαν. Σταδιακά η Σουηδία άρχισε να έχει πτωτική τάση λόγω του τεχνολογικού ανταγωνισμού της Βρετανίας και της ευρείας παραγωγής της Ρωσίας. Η χρήση ξυλάνθρακα όμως σήμαινε και την καταστροφή του δασικού πλούτου της Ευρώπης και αναγκαία υπήρξε η εύρεση μίας νέας μορφής ενέργειας και αυτή ήταν ο γαιάνθρακας, που η ενεργειακή του χρήση χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία από το 1709.
Από τον 18ο αιώνα γίνεται η χρήση της ατμομηχανής που επιτρέπει την επέκταση των βιοτεχνικών μονάδων αφού πλέον δεν υπάρχει η εξάρτηση από το νερό, αλλά από τον άνθρακα. Ο γαιάνθρακας είναι μεταφέρσιμος από την περιοχή παραγωγής, συχνά σε μεγάλες αποστάσεις από την περιοχή χρήσης του, γεγονός που αυξάνει το κόστος μεταφοράς ωθώντας την ίδρυση βιοτεχνικών μονάδων κοντά στους τόπους παραγωγής άνθρακα.
Η μεταποίηση οδηγεί στην Βιομηχανική Επανάσταση

Η μεταποίηση αποτέλεσε έναν από τους δύο κύριους επιταχυντές, μαζί με την συσσώρευση του κεφαλαίου, για την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης. Ποια είναι όμως τα στοιχεία αυτά που συνέβαλαν στην εξέλιξη της μεταποίησης:
Το πρώτο αναφερθεί στην εισαγωγή και αφορά τον μετασχηματισμό της μεταποιητικής διαδικασίας από το σύστημα της οικοτεχνίας στην συγκρότηση της βιοτεχνικής μονάδας ως μεθόδου οργάνωσης της παραγωγής.
Το δεύτερο είναι οι Βρετανοί. Σύμφωνα με τον Pounds η διαμόρφωση των πρώτων βιοτεχνικών μονάδων πραγματοποιήθηκε στην Μ. Βρετανία της οποίας η πρωτοπορία και οφείλεται στους εξής παράγοντες:
α) στην νοοτροπία των Βρετανών να κάνουν δεκτές τις αλλαγές και τις καινοτομίες,
β) στην ικανότητα και την θέληση τους να υλοποιούν καινοτομίες,
γ) στην σταδιακή διεύρυνση του αστικού και αποικιακού καταναλωτικού χώρου.
Το τρίτο στοιχείο είναι η ενέργεια. Από τον 18ο αιώνα με την χρήση του άνθρακα ως πηγή ενέργειας οδήγησε στην σταδιακή απεξάρτηση από την χωροθέτηση των βιοτεχνικών εγκαταστάσεων σε περιοχές με πρόσβαση στο νερό και παρατηρήθηκε μία ανάπτυξη μονάδων κοντά σε περιοχές εξόρυξης της νέας πρώτης ύλης, του άνθρακα. Οι υδατομηχανές αντικαταστάθηκαν από τις πολύ πιο ισχυρές ατμομηχανές πλέον. Τα παραπάνω στοιχεία αλληλεπιδράσανε προκειμένου να ωθήσουν την μεταποιητική δραστηριότητα στην άνοδο και να επιτευχθεί αυτό που ονομάστηκε "Βιομηχανική Επανάσταση".
Γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας στις περιοχές της Ευρώπης
Η γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας στην Ευρώπη καθορίζεται από πολυποίκιλους παράγοντες όπως: α) η χρήση του άνθρακα ως πρώτης ύλης στην παραγωγή, β) η ύπαρξη ή η απουσία των πρώτων υλών, γ)το κόστος παραγωγής, δ) η χρήση νέων τεχνολογιών, ε) η απόσταση από τις αγορές, στ)ο κυβερνητικός έλεγχος στην παραγωγή και στη διακίνηση των εμπορευμάτων.

Βρετανία
Στα τέλη του 15ου αιώνα η Βρετανία ήταν μία υπανάπτυκτη χώρα σε σύγκριση με τις Κάτω Χώρες την Γαλλία, την Ιταλία και την Νότια Γερμανία, ωστόσο το γεγονός ότι η παραγωγή και μεταποίηση μαλλιού παρέμενε ποιοτικά και ποσοτικά εξαιρετική από τον 14ο αιώνα έδειχνε την αναπτυσσόμενη πορεία των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων της ωθώντας τον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας καθοριστικής σημασίας για την οικονομικής της ανάπτυξη.(Cipolla 1988: σελ. 359).
Σταδιακά το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας τολμηρό, ριψοκίνδυνο, καινοτόμο κυνηγούσε ευκαιρίες ωθώντας την Βρετανία σε τεχνολογικές καινοτομίες από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα όπως ο μηχανοκίνητος αργαλειός, καινοτομίες θεμελιώδους σημασίας στην επεξεργασία του σιδήρου και στην κατασκευή χάλυβα αλλά κυρίως την κατασκευή της ατμομηχανής και η χρήση του άνθρακα ως πρώτης ύλης.
Στις παραμονές της βιομηχανικής Επανάστασης η Μεγάλη Βρετανία έχει εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της, που αποτυπώνεται στις τεχνολογικές καινοτομίες που αναπτύσσει με την πιο σημαντική για την εποχή εκείνη, την εισαγωγή της ατμομηχανής στην παραγωγή. Αυτό σε συνδυασμό με την αποκλειστική χρήση άνθρακα ως ενέργεια της προσφέρει το πλεονέκτημα στην παγκόσμια οικονομία. Σε χωροταξία η εκβιομηχάνιση οδηγεί στην διαμόρφωση των εργατουπόλεων γύρω από τις βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες κρατούν τα ηνία στην παραγωγή άνθρακα, σιδήρου και μαλλιού.
Υπόλοιπη Ευρώπη
Οι Κάτω Χώρες στον τομέα της βιομηχανικής ανάπτυξης πλησιάζουν τη Βρετανία. Αντίθετη πορεία ως προς την βιοτεχνική ανάπτυξη από την Βρετανία ακολουθούν οι Νότιες Κάτω Χώρες. Παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική και αστική ανάπτυξη από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα ωστόσο σταδιακά αρχίζει η παρακμή της βιοτεχνίας συνέπεια των ισπανικών πολέμων, με κυριότερη συνέπεια την φυγή ανθρωπίνου κεφαλαίου. Αντίθετα την ίδια περίοδο οι Βόρειες Κάτω Χώρες έχουν βραδύτερους αλλά σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης από τις Νότιες αλλά αυτό αλλάζει από τις αρχές του 16ου αιώνα όταν επωφελούνται της οικονομικής καταστροφής της Φλάνδρας μέσω της αναγκαστικής μετανάστευσης των βιοτεχνιών βορειότερα.
Στην Ιταλία ο 16ος αιώνας ήταν ανθηρός αλλά τον 17ο παρατηρείται μεγάλη πτώση στην βιοτεχνική παραγωγή κυρίως λόγω των ανέλικτων συντεχνιών, της αδυναμίας καινοτομιών, των περιορισμένων φυσικών πόρων. Ενώ από τον 14ο αιώνα η Βόρεια Ιταλία και ειδικότερα η περιοχή της Τοσκάνης διαμορφώθηκε ως σημαντικός τόπος κατασκευής ρούχων ανώτερης ποιότητας κυρίως μέσω της κατασκευής μεταξωτών ρούχων ωστόσο η χωρική αναπροσαρμογή των βιοτεχνικών κέντρων της Ευρώπης οδήγησε στην παρακμή των βιοτεχνιών στην Βόρεια Ιταλία. Ο Cipolla αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα ιταλικά αγαθά έχασαν έδαφος λόγω της εμμονής των Ιταλών κατασκευαστών στην υψηλή ποιότητα, στα πρότυπα παραγωγής που επιβάλλονταν από τις συντεχνίες, γεγονός που αύξανε το κόστος σε αντίθεση με τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ολλανδικά τα οποία όντας κατώτερης ποιότητας ήταν όμως πιο φθηνά (Cipolla 1988: σελ. 338)
Στην υπόλοιπη Ευρώπη τις παραμονές της βιομηχανικής Επανάστασης η ανάπτυξη είναι πιο αργή. Στην Γερμανία υπάρχει μία ανεπτυγμένη βαμβακουργία ενώ στην Γαλλία διαμορφώνονται οι συνθήκες για αλλαγές τόσο στην υφαντουργία όσο και στην μεταλλουργία αλλά η βιομηχανική δομή είναι πίσω ακόμα. Στην Ιβηρική η αυτοκρατορική Ισπανία των αποικιών δεν επενδύει τον πλούτο από τις αποικίες και σταδιακά παρακμάζει η υφαντουργία ενώ η μεταλλουργία έχει ελάχιστη ανάπτυξη. Υπανάπτυκτη είναι η υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη πλην της Ελβετίας, ενώ η Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη έχουν να επιδείξουν μόνο την σιδηρουργία σε Ρωσία και Σουηδία.
Στην Ρωσία ήδη από τον 15ο αιώνα υπάρχει μία ανάπτυξη στην σιδηρουργία κυρίως λόγω της ύπαρξης αρκετών δασών που τροφοδοτούσαν με ξυλάνθρακα τις υψικαμίνους. Ωστόσο και παρά την εν γένη ενεργειακή υποδομή και τις αρκετές βιοτεχνικές μονάδες η Ρωσία δεν κατάφερε να ακολουθήσει την Βρετανία στην βιομηχανική επανάσταση λόγω της πολιτικής εξάρτησης των βιοτεχνιών από τον Τσάρο και τους γαιοκτήμονες, την αδύναμη μεσαίας αστικής τάξης και την δουλοπαροικία της εργατικής τάξης.
Αντίστοιχα με την Ρωσία, η Σουηδία διέθετε αρκετό δασικό πλούτο για την παραγωγή ξυλάνθρακα ικανό για την παραγωγή ικανοποιητικής ποιότητα σιδήρου. Ωστόσο από το 1770 και μετά η σουηδική βιομηχανία εμφανίζεται να έχει πτωτική τάση κυρίως λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων που την ξεπερνούν όσο και του ανταγωνισμού της Ρωσίας.


Οι Διάφοροι τύποι οικισμών από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα
Οι αιώνες αυτοί δεν χαρακτηρίζονται από έντονη αστική ανάπτυξη αλλά από τον 16ο αιώνα παρατηρείται μία πιο έντονη αστικοποίηση. H προβιομηχανική πόλη αποτελούσε πρώτα από όλα τόπο συναλλαγών, και η ζωή της είχε επίκεντρο την αγορά της. Ήταν επίσης κέντρο βιοτεχνικών μονάδων. Το δίκτυο των μικρών εμπορικών πόλεων, παρέμενε όπως ήταν στο τέλος του Μεσαίωνα, ελάχιστα μεγάλωσε. Εκεί ζούσαν λίγοι βιοτέχνες, επαγγελματίες και πολλοί εισοδηματίες που αντλούσαν τα εισοδήματα τους από τους γειτονικούς αγρούς και χωριά. Μια οπισθοδρομική και αμετάβλητη κοινωνία. Πολλές τέτοιες πόλεις επιβίωσαν μέχρι και τον εικοστό αιώνα γιατί δεν υπήρχε μεγάλη οικονομική ανάγκη να ανοικοδομηθούν ή να επεκταθούν. Υπάρχουν οι μικρές πόλεις που είναι και οι περισσότερες κατά κύριο λόγο αγροτικές και σε ορεινές περιοχές , (Γερμανία, ανατ. Ευρώπη, Ρωσία, Πρωσία) οι μεσαίες πόλεις κοντά σε εμπορικούς δρόμους και λιμάνια, και λίγες μεγάλες εμπορικές πόλεις (Β. Ιταλία). Ορισμένα λιμάνια αναπτύχθηκαν για να καλύψουν εμπορικές ανάγκες (Χάβρη – 16ος αι.). Επίσης «νέες πόλεις» θεωρούνται οι Residenzstade, ημιαστικοί οικισμοί για τα πριγκηπικά ανάκτορα και τα κομψά σχεδιασμένα προάστια τα οποία προσθέτονταν σε μια υφιστάμενη πόλη.
Η πόλη – εμπορικό κέντρο αποτελεί την πλειοψηφία των πόλεων. Οι μεγάλου μεγέθους πόλεις παράλληλα με τον εμπορικό και οικονομικό ρόλο τους αποτελούν έδρες των κυβερνήσεων των νέων κρατών, εκπαιδευτικά και πολιτιστικά κέντρα, διαθέτουν εξειδικευμένους γιατρούς, δικηγόρους, αλλά και έναν σημαντικό αριθμό φτωχών.
Η παρακμή ορισμένων περιοχών είτε λόγω πολέμων όπως στην Φλάνδρα είτε λόγω παρωχημένων τεχνολογικά μεταποιητικών μεθόδων όπως η διαδικασία παραγωγής χαλκού στην Ισπανία ή σιδήρου στην Ρωσία οδήγησε στην συρρίκνωση αυτών των περιοχών. Αντίθετα αναπτύσσονται νέοι οικισμοί οι οποίοι διαμορφώνονται γύρω από τις περιοχές με γαιάνθρακα και από τα λιμάνια.

Σύνοψη
Η προβιομηχανική περίοδος, αρχές 16ου μέχρι αρχές 18ου αιώνα, αποτελεί μία περίοδο προετοιμασίας για την είσοδο την βιομηχανική επανάσταση και την καπιταλιστική κοινωνία. Διαμορφώνονται σταδιακά τα εθνικά κράτη τα οποία προσφέρουν πλέον σταθερές διακυβερνήσεις, διοικητικούς μηχανισμούς και δομές κατάλληλες για την ύπαρξη σταθερότητας στα πλαίσια των κρατών. Οι διοικήσεις διαμορφώνουν πολιτικές για την ανάπτυξη ή μη της ήδη υπάρχουσας μεταποιητικής δραστηριότητας ανάλογα με τις ισχυρότερες τάξεις. Με προπομπό την Μεγάλη Βρετανία της οποίας κυβερνητική πολιτική αλλά και η νοοτροπία των πολιτών της είναι ευνοϊκή απέναντι στη καινοτομία, νέες ανακαλύψεις (υψικάμινος, ανακλαστικός κλίβανος, ατμομηχανή, χρήση άνθρακα) δίνουν ώθηση στους βασικούς τομείς της μεταποίησης, υφαντουργία και μεταλλουργία. Αυτές οι ανακαλύψεις με την σειρά τους μεταβάλλουν τις παραγωγικές σχέσεις και διαδικασίες διαμορφώνοντας την βιοτεχνική μονάδα και τον ειδικευμένο τεχνίτη. Οι νέοι τρόποι παραγωγής επιδρούν και δημογραφικά οδηγώντας στην δημιουργία νέων πόλεων και στην παρακμή παλαιών με συνακόλουθη την μετανάστευση πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στις περιοχές όπου συνυπάρχει πλέον η παραγωγή ενέργειας και οι βιοτεχνικές μονάδες, τις βιομηχανικές πόλεις.
Βιβλιογραφία

Λεοντίδου Λ., Σκλιας Π. 2001, Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης – Εγχειρίδιο Μελέτης, Ανθρωπογεωγραφία, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα.
Λεοντίδου Λ. 2007 (Γ’ Έκδοση), Αγεωγράφητος Χώρα, Εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα.
Cipolla Carlo 1988, Η Ευρώπη πριν από την Βιομηχανική Επανάσταση, μτφρ. Σταμούλης Π., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα.
Pounds N. J. G. 2001, Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης – Η μοντέρνα Ευρώπη, μτφρ. Αλεξάκης Μ., Κονομή Μ., Λογιάκη Α., Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.


1 Αντανακλαστικός κλίβανος: Κλίβανος (φούρνος) όπου έχουμε διύλιση σιδήρου με άνθρακα και όχι ξυλάνθρακα και λιώσιμο του αφαιρώντας το περιεχόμενο σε κάρβουνο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε