Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Παγκοσμιοποίηση και Παγκόσμιες Πόλεις

1. Εισαγωγή

Η παγκοσμιοποίηση είναι μία από τις πλέον πολυσυζητημένες διφορούμενες έννοιες, αμφίσημη και αντιφατική (Λεοντίδου 2007: 349), της σύγχρονης εποχής με θεωρητικούς υποστηρικτές και φανατικούς πολέμιους, την οποία δύσκολα μπορεί κάποιος να αποτυπώσει στην πληρότητα της. Αυτό είναι λογικό αν αναλογιστεί κάποιος ότι το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης είναι μια σύγχρονη και δυναμική κατάσταση και είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς. Δεδομένου ότι αποτελεί ένα ανοικτό ζήτημα, οι μελετητές του φαινόμενου αναθεωρούν και αναδιατυπώνουν κυρίως λόγω της πολυεπίπεδης αναφοράς του και της εν γένει πολυπλοκότητας του.

Στα πλαίσια της συγκεκριμένης εργασίας σκοπό δεν έχουμε να αποτυπώσουμε το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, πόσο μάλλον να το ορίσουμε, ωστόσο θα προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε οριοθετώντας ένα πλαίσιο το οποίο θα μας επιτρέψει να κινηθούμε με έναν ασφαλή τρόπο στην εργασία μας. Προσεγγίζοντας το φαινόμενο αυτό είναι προτιμότερο να δώσουμε έναν "ουδέτερο" ορισμό ότι δηλ. αποτελεί μία διαδικασία μετασχηματισμού των τοπικών φαινόμενων σε παγκόσμιο επίπεδο, μία "διεθνής ολοκλήρωση" (Λεοντίδου 2007: σελ. 349). Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει ένα συνδυασμό οικονομικών, τεχνολογικών, πολιτιστικών και πολιτικών φαινόμενων που αλληλεπιδρούν.

Και για να μην μείνουμε σε μία στείρα φαινομενολογία, στην προσπάθεια αποτύπωσης του φαινόμενου υπάρχουν δύο κύριες θεωρητικές πλευρές. Μία οικονόμο-κεντρική με θεωρητικούς εναγκαλισμούς από την νέο-φιλελεύθερη προσέγγιση, η οποία υποστηρίζει την παγκοσμιοποίηση ως μία αναγκαιότητα για την βελτίωση της οικονομίας, ενώ σε πολιτισμικό επίπεδο, μάλλον ενδιαφέρεται για την επικοινωνιακή διάσταση, ομογενοποιώντας οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους. Μία άποψη που πάντως τείνει να διαψευστεί από την τρέχουσα οικονομική κρίση.

Η δεύτερη εκφέρεται κινηματικά μέσο του κινήματος της αντί-παγκοσμιοποίησης η οποία υποστηρίζεται σε θεωρητικό πλαίσιο από μία νέο-μαρξιστική προσέγγιση και η οποία θεωρεί ότι η παγκοσμιοποίηση ευνοεί τον ιμπεριαλισμό (Λεοντίδου 2007: σελ. 348) και στόχο έχει τον οικονομικό έλεγχο του πλανήτη από τις μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες μέσω της άνισης ανάπτυξης και εκμετάλλευσης των υπανάπτυκτων περιοχών. Η δεύτερη τείνει να επιβεβαιωθεί από την παρούσα οικονομική κρίση

Σε γεωγραφικό επίπεδο θα δούμε πως η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών οδηγεί στην παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση μέσω του μετασχηματισμού των βασικών οικονομικών παραγόντων, δηλ. της εργασίας και της εκπαίδευσης συμβάλλοντας παράλληλα στην ενίσχυση του τοπικού έναντι στο παγκόσμιο.

Τέλος θα δούμε τον ρόλο των παγκόσμιων πόλεων στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο.

2. Νέες τεχνολογίες και τοπικό.

Η βασική δραστηριότητα της παγκοσμιοποίησης αφορά τον παγκόσμιο οικονομικό τομέα όπου η διαπλοκή πολυεθνικών εταιρειών, κυβερνήσεων και οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές νομισματικό Ταμείο ώθησαν προς μία ενοποιημένη οικονομία. Σκοπός η διαμόρφωση εξωστρεφών οικονομιών, η απελευθέρωση των αγορών, η αύξηση των ξένων επενδύσεων, η ενίσχυση του διεθνούς ανταγωνισμού, οι μεταβολές στην λειτουργία του κράτους μέσω των αποκρατικοποιήσεων και των ιδιωτικοποιήσεων. (Σκλιάς, Ντζουροπάνος, Σιδηρόπουλος,Χατζηχρήστος, Μαντά, Λουκάκη στο Λεοντίδου 2005 κεφ. 2.1:σελ. 2).

Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία κύριο ρόλο παίζουν οι πολυεθνικές εταιρείες, μερικές από τις οποίες έχουν κέρδη μεγαλύτερα από το ΑΕΠ πολλών χώρων, των οποίων η παραγωγική διαδικασία, οι συναλλαγές και οι επενδύσεις επεκτείνονται πέρα από εθνικά σύνορα εκμεταλλευόμενες το χαμηλό βιοτικό επίπεδο συγκεκριμένων εθνών προκειμένου να εξασφαλίζουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Με βάση αυτήν την στρατηγική οι πολυεθνικές εταιρείες διατηρούν την διοίκηση στα μεγάλα επιχειρηματικά κέντρα των παγκόσμιων πόλεων ενώ τα κέντρα παραγωγής τα προωθούν σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος. Αυτός ο καταμερισμός της εργασίας ευνοεί τη διασπορά των εγκαταστάσεων μεγάλων επιχειρήσεων σε κέντρα εκτός κλασικών βιομηχανικών πόλεων, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιοχής. Η Λεοντίδου (2007: σελ. 352) θεωρεί ότι μέσω της διασποράς αυτής ενισχύονται οι τοπικές οικονομίες δεδομένης της μεταφοράς των παραγωγικών δραστηριοτήτων από τις παλιές βιομηχανικές πόλεις σε νέες περιοχές (πχ. από την Γερμανία στην Κίνα). Αυτό έχει σαν συνέπεια την βελτίωση της τοπικής οικονομίας (στο παράδειγμα μας, μίας Κινέζικης πόλης) μέσω της παραγωγής ενός παγκοσμιοποιημένου προϊόντος, ωστόσο δεν γίνεται σαφές ότι η διασπορά αυτή ευνοεί την διατήρηση και ενίσχυση της παραγωγής των τοπικών προϊόντων.

Σημαντικό ρόλο στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης παίζει σαφώς η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών έχοντας επιπτώσεις στον αστικό χώρο. Από την δεκαετία του 1960 μέχρι το 1990 υπήρχε η αντίληψη ότι οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες θα οδηγούσαν σε ελεύθερη από χωρικές δεσμεύσεις εγκατάσταση (χωρική από-υλοποίηση) αντικαθιστώντας την φυσική παρουσία και τις φυσικές ροές. (Λεοντίδου 2005: 350) Όντος η διάδοση του διαδικτύου συμβάλει στην επικοινωνία πέρα των εδαφικών συνόρων και στην διακίνηση πληροφοριών από επιχειρήσεις, κυβερνήσεις και πολίτες ευνοώντας την αβαρή οικονομία[1]. Την σύγχρονη εποχή οι τεχνολογίες πληροφορικής διεισδύουν στην κοινωνική ζωή σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε να μιλάμε και για ιδεατούς κόσμους ενώ έννοιες όπως κοινωνία της πληροφορίας γίνονται μέρος της καθημερινής αστικής ζωής. Σε πολιτισμικό επίπεδο το θετικό της παγκοσμιοποίησης είναι ότι "η ψηφιακή επανάσταση εντείνει τις αλληλεπιδράσεις τόπων και ανθρώπων και δημιουργεί μία θεμελιακή πολιτισμική αλλαγή σε όλα τα επίπεδα " (Λεοντίδου 2007: 350). Το αρνητικό όμως είναι ότι οι νέες τεχνολογίες επιβάλλουν νέα καταναλωτικά πρότυπα τα οποία έχουν μία παγκόσμια χροιά δεδομένης της υιοθέτησης τους ανεξαρτήτως εθνικής κουλτούρας, τείνοντας να καταργήσουν τοπικές παραδόσεις και συμπεριφορές. Ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης τείνει να ομογενοποιήσει το πολιτιστικό περιεχόμενο προβάλλοντας όχι μόνο πρότυπα στην κατανάλωση αλλά και στην συμπεριφορά μέσω της επιδίωξη για αναγνωρισιμότητα, τα γνωστά 15 λεπτά του Warhol.

Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι κατά πόσο υπάρχει αντίσταση σε αυτήν την προσπάθεια από-τοπικοποιήσης ώστε να μην χαθεί η τοπική ταυτότητα. Όντως το παγκόσμιο έχει διεισδύσει σε κάθε κοινωνική πτυχή του τοπικού. Το θέμα είναι αν το έχει υπερκαλύψει ή απλά υπάρχει μία αλληλεπίδραση όπου το τοπικό δέχεται από το παγκόσμιο αλλά ταυτόχρονα διατηρεί την ιδιαιτερότητα του. Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας με την συνακόλουθη προσπάθεια ομογενοποιήσης της πολιτιστικής και οικονομικής δραστηριότητας κάτω από την κυρίαρχη, ελέω πληροφορικής, αμερικανική κουλτούρα οδήγησε στην άποψη ότι η τοπικότητα σε αυτές τις δραστηριότητες θα εξαλειφθεί. Ωστόσο αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό η «από-τοπικοποίηση» ή «από-εδαφικοποίηση» τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο κυρίως λόγω της ανάδειξης του τοπικού σε παγκόσμιο μέσω της συρρίκνωσης του κόσμου λόγω των επικοινωνιών. Ταυτόχρονα το διαδίκτυο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν την δύναμη να μετασχηματίσουν το τοπικό σε παγκόσμιο και να διασφαλίσουν την τοπική μοναδικότητα και ανεξαρτησία.

Η Sassen (2008) εκτιμά ότι η παγκοσμιοποίηση προχωρά στην ενίσχυση του τοπικού μέσα από μία διαδικασία «από-εθνικοποίησης», μία διαδικασία μετατροπής της «πιο περίπλοκης κοινωνικής αρχιτεκτονικής» του έθνους-κράτους, μετατροπής τόσο στο πλαίσιο του εθνικού χώρου όσο και στο πλαίσιο του εθνικού κρατικού μηχανισμού. Η Λεοντίδου εναντιώνεται σε αυτήν την άποψη θεωρώντας ότι η υποχώρηση τον συνόρων σε οικονομικό επίπεδο δεν σημαίνει και την αποδυνάμωση των εθνών - κρατών ως σημαντικών παραγόντων στην διεθνή σκηνή (Λεοντίδου 2007: σελ. 350). Ωστόσο η Sassen κάνει σαφές ότι παγκοσμιοποίηση ενώ από-εθνικοποιεί δεν προχωρεί στην από-τοπικοποίηση και αναφέρει σχετικά «.. τα ζητήματα της τοπικής πολιτικής γίνονται παγκόσμια διότι συμβαίνουν σε μία χώρα μετά την άλλη, σε μία τοποθεσία μετά την άλλη». Άρα το τι συμβαίνει σε τοπικό επίπεδο αναγνωρίζεται ως παγκόσμιο όταν το ίδιο επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές τοποθεσίες, που όμως κάθε φορά αντιμετωπίζεται με την λογική του τοπικού από τον γηγενή πληθυσμό. «Για παράδειγμα, οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχουν στο μυαλό τους αφηρημένους κανόνες, αλλά τα βασανιστήρια που συμβαίνουν εκείνη την ώρα μέσα στις φυλακές, στην πόλη τους ή στην πατρίδα τους» (Sassen 2008).

Άρα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το τοπικό δύναται να διατηρήσει την ιδιαιτερότητα του; Η Λεοντίδου δεν το εκφράζει σαφώς αλλά εκτιμά ότι "υπάρχουν πλέον σοβαρές αμφισβητήσεις της διαδεδομένης άποψης για "από-τοπικοποίηση" (Λεοντίδου 2007: σελ. 351). Το οποίο δεν είναι αβάσιμο αν αναλογιστεί κανείς ότι το διαδίκτυο και η επέκταση των επικοινωνιών δεν αποδυναμώνουν την τοπική ιδιαιτερότητα αλλά λειτουργούν ενισχυτικά σε τοπικό επίπεδο παρέχοντας άμεση πρόσβαση στα γεγονότα που συμβαίνουν στον πλανήτη μεταφέροντας ταχύτατα την πληροφορία προς οποιαδήποτε σημείο του, δομώντας μία νέα μορφή τοπικότητας την «παγκοσμιο-τοπικοποίηση».

3. Η παγκόσμια πόλη.

Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κουλτούρα έχουν σαν πεδίο αναφοράς την παγκόσμια πόλη (global city). Η Λεοντίδου (2007:352) την αποκαλεί ειδικό μόρφωμα πόλης της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό διαφοροποίησης είναι ο ρόλος που έχει στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Τον όρο της παγκόσμιας πόλης σε αντιδιαστολή με την πληθυσμιακά μεγάλη αλλά οικονομικά ασήμαντη τεράστια πόλη (megacity) τον επεξεργάστηκε η Saskia Sassen στο πόνημα της «Η Παγκόσμια Πόλη» με αναφορά σε τρία παραδείγματα τέτοιων πόλεων (Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Τόκυο). Γίνεται σαφές ότι τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της παγκόσμιας πόλης είναι τέτοια ώστε ελάχιστες να μπορούν να προσδιορισθούν ως παγκόσμιες. Είναι μεγάλα σε πληθυσμό αστικά συγκροτήματα στα οποία "εδράζεται η παγκόσμια οικονομική εξουσία, ιδιαίτερα το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης παραγώγων (producer services), διάφορες πολυεθνικές τριτογενείς και τεταρτογενείς δραστηριότητες, επιχειρηματικές δραστηριότητες στις υπηρεσίες" (Λεοντίδου 2007: σελ. 352). Τέτοιες παγκοσμιοπόλεις δεν είναι οι τεράστιες πόλεις όπως το Mexico-city ή το Κάιρο (αποκαλούμενες και ως mega-cities), χωροθετημένες σε αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά οι οικονομικές και πολιτισμικές πρωτεύουσες όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, το Παρίσι κ.α. Στην παγκόσμια πόλη έχουν την έδρα τους πολυεθνικές εταιρίες και παγκόσμιοι οργανισμοί, τα σημαντικότερα χρηματιστήρια και αποτελούν σημαντικούς κόμβους επικοινωνιών και μεταφορών.

Η Sassen (2008) αναφέρει ότι η παγκόσμια πόλη είναι ο χώρος όπου δραστηριοποιείται το παγκόσμιο εταιρικό κεφάλαιο το οποίο σε πολιτισμικό επίπεδο προτείνει ένα μοντέλο ζωής για τους συμμετέχοντες σε αυτό, με ένα πλήθος καταναλωτικών αγαθών να τους κατακλύζει ενταγμένα σε ένα εκτεταμένο αστικό τοπίο. Ενδιαφέρον έχει ότι η Sassen θέτει ζήτημα πολιτικοποίησης του παραπάνω μοντέλου ζωής. Είναι ενδιαφέρουσα παρατήρηση δεδομένου ότι κάλλιστα κάποιος μπορεί να αναλογιστεί ότι η ύπαρξη μίας κοινής παγκοσμιοποιημένης πολιτικής εφαρμοζόμενης επιτυχώς σε όλες τις παγκόσμιες πόλεις, και προκειμένου να υπάρχει μία οικονομο-κεντρική κοινωνία απαιτείται πολιτειακή σταθερότητα αλλά και μία κοσμο – καταναλωτική ζωή τέτοια που να ικανοποιεί τις αισθήσεις και να αποκοιμίζει τον νου. Ο homo-economicus της εποχής μας πρέπει να εδράζει σε ένα τέτοιο περιβάλλον.

Η παραπάνω σκέψη μάλλον τείνει να ενισχύσει την νέο-μαρξιστική άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα νέο-φιλελεύθερο πολιτικό πρόγραμμα το οποίο εφαρμόζεται με σκοπό την πλανητική κυριαρχία.

Εκτός από τον όμορφα πλασμένο κόσμο των κοσμοπολιτών υπάρχουν και τα «Όμορφα Βρώμικα πράγματα», για να θυμηθούμε την σχετική ταινία του Άγγλου σκηνοθέτη Stephen Frears, της καθημερινότητας των μεταναστών. Τόσο η Sassen όσο και η Λεοντίδου κάνουν αναφορά στα πονήματα τους για τον παράλληλο «κάτω» κόσμο, τον κόσμο των μεταναστών, των μειονοτικών πολιτών, των εργατών χαμηλού εισοδήματος οι οποίοι συνεισφέρουν στην παγκόσμια οικονομία και ταυτόχρονα είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι. Η Sassen (2008) χαρακτηρίζει τους κατοίκους των παγκοσμίων πόλεων από-εθνοποιημένους στην λογική ότι οι πλούσιοι ως συμμετέχοντες στο παγκόσμιο εταιρικό κεφάλαιο ενδιαφέρονται μόνο για αυτό και άρα αγνοούν το έθνος στο οποίο εργάζονται, ενώ οι μειονότητες είναι κοινωνικά αποκλεισμένες και άρα αδιαφορούν για το έθνος στο οποίο ζουν, το οποίο αδιαφορεί επίσης για αυτούς. Η παγκόσμια πόλη είναι μία πόλη ανισοτήτων όπου η περιθωριοποίηση είναι τόσο συχνή με την αναγνωσιμότητα, και η φτώχεια εναλλάσσεται με τον επιδεικτικό πλούτο. Στην παγκόσμια πόλη το τοπικό χάνεται στην πολυ-πολιτισμικότητα και την δύναμη του χρήματος. Ναι εκεί όντως έχουμε από-τοπικοποίηση.

4. Σύνοψη

Η παγκοσμιοποίηση έχει διαμορφώσει ένα πλαίσιο διαπλοκής ανάμεσα στο παγκόσμιο και το τοπικό. Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία επιβάλει έναν ομογενοποιημένο τρόπο διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών, ατόμων. Το τοπικό δεν χάνει την ιδιαιτερότητα του και στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας βρίσκει την ταυτότητα του. Η παγκόσμια πόλη αποτελεί το γεωγραφικό αποτύπωμα της παγκοσμιοποίησης έχοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως μεγάλο πληθυσμό, ενεργή επιρροή και συμμετοχή στα διεθνή γεγονότα και τις παγκόσμιες υποθέσεις, ανεπτυγμένα δίκτυα μεταφορών και επικοινωνιών. Αποτελεί έδρα διεθνών οικονομικών οργανισμών και πολυεθνικών εταιρειών, διαθέτει παγκόσμιας επιρροής πολιτιστικοί οργανισμοί, ζωηρή πολιτιστική σκηνή, ισχυρά και επιδραστικά ΜΜΕ παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά κοινότητες μεταναστών που βιώνουν σε δύσκολες συνθήκες. Η παγκόσμια πόλη απο-τοπικοπιείται αλλά και ταυτόχρονα ενισχύει τον τοπικό χαρακτήρα των κοινωνιών τις οποίες κατευθύνει οικονομικά. Οι τεχνολογίες σε πολιτισμικό επίπεδο αναδεικνύουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες για τους δίνουν την «φωνή» να ακουστούν.

Η παγκοσμιοποίηση μας ταλανίζει. Η σημερινή κρίση έρχεται να ταρακουνήσει ακόμα περισσότερο τα λιμνάζοντα νερά ενός απροσδιόριστου ακόμα φαινόμενου και ενισχύει τις ακραίες φωνές. Από την μία πλευρά των φανατικών υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης που επικροτούν την νέο-φιλελεύθερη πολιτική ενίσχυσης των τραπεζών προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική ανισότητα του καπιταλισμού και από την άλλη πλευρά των πολέμιων που επισημαίνουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εταιρειών, και αντιτάσσουν τη δυνατότητα καθιέρωσης εναλλακτικών θεσμών και πολιτικών, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν τις επιθυμίες των φτωχών και εργατικών τάξεων στον κόσμο.

5. Bιβλιογραφία

Λεοντίδου Λ. 2007 (Γ’ Έκδοση), Αγεωγράφητος Χώρα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Λεοντίδου Λ., κ.ά., 2005, Εναλλακτικό διδακτικό υλικό για την Θ.Ε. «Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία, Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης», ΕΑΠ, Πάτρα

Sassen S. 2008 – Η πολιτική της ακινησίας, Συνέντευξη στον Π. Παπούλια για το Re-Public (http://www.re-public.gr/?p=72), 2008.



[1] Αβαρής Οικονομία: οικονομία που στηρίζεται στην διακίνηση αγαθών χωρίς βάρος όπως είναι η πληροφορία, η γνώση και η τεχνογνωσία (Λεοντίδου 2005: 350)

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Christo B,

eisai foititis sto EAP kai fetos kaneis thn EPO 12?

Marni
Ο χρήστης Christos Bouras blog είπε…
Όντως, πως σου φάνηκε η προσέγγιση μου Marni? Τι βρήκες ενδιαφέρουσα?
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Μου φάνηκε καλή, κι εγώ που το έψαξε λίγο (αλλά τελικά δεν την έγραψα την 4η ΓΕ) στο ίδιο πλαίσιο είχα αποφασίσει να κινηθώ.

Το θέμα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον!

Είσαι σε τμήμα της Αθήνας?
Marni

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε