Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Marx εναντίον Weber: μία απαρίθμηση διαφορών

Εισαγωγή: Στην μελέτη της γέννησης, της ανάπτυξης και της ανάλυσης του φαινομένου του καπιταλισμού εντρύφησαν πολλοί μελετητές από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά. Οι πιο σημαντικές όμως προσεγγίσεις του φαινομένου πραγματοποιήθηκαν από τους Marx και Weber των οποίων τις διαφορετικές οπτικές θα επιδιώξουμε να προσεγγίσουμε στην παρούσα εργασία. Ο Karl Marx (1818-1883) με τα έργα του «Γερμανική Ιδεολογία» (1845), «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»(1848) και «Κεφάλαιο» (1873) προσέγγισε μονοδιάστατα και με βάση την οικονομία τον καπιταλισμό ενώ ο Max Weber (1864-1920) με το έργο του «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού» (ΠΗ) (1904-1905/1920) προσέγγισε το φαινόμενο πολυδιάστατα με βάση κατά κύριο λόγο την ιδεολογία.

Στα πλαίσια της συγκεκριμένης εργασίας και βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο στις εργασίες μελετητών του Weber θα επιδιώξουμε να παρουσιάσουμε τις βασικές θέσεις των δύο διανοουμένων για το φαινόμενο του καπιταλισμού και ακολούθως να αναλύσουμε τις μεταξύ των διαφορές και συγκλίσεις. Στην απάντηση που θα επιχειρηθεί να δοθεί θα μας απασχολήσει και το ερώτημα σε ποιο βαθμό η θεώρηση του Weber επηρεάστηκε από την μαρξική σκέψη και αν η ΠΗ αποτελεί μία διαφορετική πρόταση στην θεωρία του Marx προσπαθώντας είτε να την απορρίψει προτείνοντας ένα άλλο πλαίσιο είτε να εναρμονιστεί με αυτή προσθέτοντας επιπλέον προβληματικές από την μαρξική υλικής προσέγγισης.

Οι θέσεις του Weber για τον καπιταλισμό.

Σκοπός του Weber μέσα από την ΠΗ ήταν να εντοπίσει και να αναλύσει τις αιτίες γέννησης του καπιταλισμού μελετώντας κυρίως «τη στενή σχέση μεταξύ του Καλβινισμού και του καπιταλισμού και να παράσχει μέσω του πρώτου μία εσωτερική υποστήριξη ή ένα πνευματικό-ηθικό στήριγμα που κατέστησε δυνατή την έντονη ανάπτυξη του δευτέρου.[1]»

Ο Weber παρουσιάζοντας στο τέταρτο κεφάλαιο της ΠΗ τις βασικές προτεσταντικές σέχτες και την ηθική που αιτούνται από τους πιστούς τους, σκοπό έχει να δείξει πως η επιβολή των θρησκευτικών αρχών από τις σέχτες αυτές επιδρά στην καθημερινή ζωή και κατ’ επέκταση στην επαγγελματική δραστηριότητα. Ο Weber «επέμενε ότι οι προτεσταντικές θρησκευτικές ομάδες, ιδιαίτερα οι Κουακέροι και οι Βαπτιστές δημιουργούσαν μία μεθοδική ρύθμιση της ζωής[2]» που οδηγεί σε έναν λιτό σχεδόν ασκητικό τρόπο ζωής όπου η πειθαρχία, η εγκράτεια και η συνεχής εργασία δομούν μία οικονομική συμπεριφορά που αποτελεί την δύναμη για την ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Σύμφωνα με τον Weber ο τρόπος ζωής που διαμορφώνουν οι συγκεκριμένες προτεσταντικές εκκλησίες στηρίζεται στην δογματική τήρηση της έννοιας του «προκαθορισμού[3]» ως συνέπεια πίστης. Η αποδοχή του δόγματος του προκαθορισμού διαμόρφωσε μία ψυχολογική κατάσταση στους πιστούς η οποία τους ώθησε στο να προχωρήσουν στην υιοθέτηση «ενός μοντέλου ορθολογικά ρυθμισμένης διαβίωσης με την ενεργητική και αδιάλειπτη επιδίωξη ενός στόχου και την αποφυγή όλων των μαγικών αποδράσεων[4]». Άρα όλα είναι καθορισμένα ανεξαρτήτως της βούλησης του πιστού οπότε η εγκόσμια ασκητική δραστηριότητα καταξιώνεται ηθικά ως ένα σύστημα άσκησης στην ενάρετη ζωή, καθώς οι πιστοί ως συνεπείς και ηθικοί επαγγελματίες υιοθετούν μια στάση ζωής «στηριγμένη στον αυτοέλεγχο και στη στάθμιση των ηθικών επιπτώσεων και της σημασίας των πράξεων[5]» με σκοπό αυτό να αποτελέσει το κλειδί για την επουράνια σωτηρία. Όποτε στράφηκαν όλοι ατομικά στο να επενδύσουν χρόνο και χρήμα στην επαγγελματική τους δραστηριότητα υιοθετώντας την διάκριση μεταξύ του σκοπού και μέσου ως μία από τις βασικές ηθικές αρχές.

Η συνάθροιση αυτών των ταυτοποιημένων «πιστεύω» οδήγησε σε μία γενικευμένη αποδοχή αυτού του τρόπου ζωής που με την σειρά της οδήγησε στην ρύθμιση μίας συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης με την συγκρότηση του ορθολογικά οργανωμένου κράτους.

Οι θέσεις του Marx για τον καπιταλισμό

Ο Marx στην εργογραφία του εισάγει την θεώρηση του ιστορικού υλισμού επιδιώκοντας να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού αντικατέστησε το προηγούμενο της φεουδαρχίας.

Βάση της επιχειρηματολογίας του η οικονομία αποτελεί δομικό στοιχείο της κοινωνίας. Η παραγωγική διαδικασία οργανώνεται πλέον με συγκεκριμένο τρόπο και κατ’ επέκταση και σύμφωνα με αυτόν δομούνται οι εργασιακές σχέσεις και ο καταμερισμός ρόλων των εργαζομένων. Με την σειρά τους τα παραπάνω επιδρούν αντίστοιχα στο σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας και στην διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων.

Ο Marx θεωρεί λοιπόν την οικονομία ως την υλική βάση πάνω στην οποία δομείται η κοινωνία και αυτό παρατηρείται στην ιστορική εξέλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η εμπλοκή της ανθρώπινης δραστηριότητας με την οικονομία εκφράζεται μέσα από την παραγωγική διαδικασία και τις σχέσεις που αναπτύσσονται. Οι σχέσεις αυτές σύμφωνα με τον Marx είναι αναγκαίες, καθορισμένες και διαμορφώνονται ανεξάρτητα από την θέληση τους[6] προκαλώντας μία διαρκώς ανανενούμενη ένταση με τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Την περίοδο της φεουδαρχίας εκφράζονταν μέσω της ατιπαράθεσης (ταξική πάλη σύμφωνα με τον Marx) του κατόχου της γη του φεουδάρχη με τον εργάτη της γης δουλοπάροικο ενώ την περίοδο του καπιταλισμού μέσω της σύγκρουσης του κατόχου των μέσων παραγωγής καπιταλιστή-επιχειρηματία και του εργάτη που πουλάει την εργασία του στον καπιταλιστή.

Η έννοια της κοινωνικής τάξης διαμορφωμένης με το είδος της εργασίας αποτελεί σημαντικό μέρος της ανάλυσης του Marx ο οποίος θεωρεί ότι οι τάξεις αυτές είναι χονδρικά δύο, οι καπιταλιστές που εκμεταλλεύονται την υπεραξία των εργατών και οι εργάτες που πωλούν την εργασία (χειρωνακτική ή πνευματική) έναντι χρηματικής αντιμισθίας. Η εκμετάλλευση είναι διαρκής και μπορεί να αναστραφεί μόνο στην περίπτωση που οι εργάτες συνειδητοποιήσουν την θέση τους, κατανοήσουν την σημασία της εργασίας τους στην παραγωγική διαδικασία (ταξική συνείδηση) και κλιμακώσουν την ένταση με σκοπό την επανάσταση για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Πέρα από την βάση της κοινωνίας που είναι η οικονομία ως το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, ο Marx επισημαίνει και τον καθοριστικό ρόλο που έχει στην κοινωνία το ιδεολογικό εποικοδόμημα όπως αυτό εκφράζεται μέσω της θρησκείας, της πολιτικής και νομικής εξουσίας. Το ιδεολογικό επικοδόμημα ελέγχεται σύμφωνα με τον Marx από τους κατόχους των μέσων παραγωγής διότι «ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία[7]» διαμορφώνοντας αυτό που αποκαλεί κυρίαρχη ιδεολογία με σκοπό την καθιέρωση και αναπαραγωγή των σχέσεων εξάρτησης. Μέσω της επανάστασης θα επέλθει και μεταβολή και στο ιδεολογικό εποικοδόμημα.

Συγκλίσεις και αποκλίσεις των δύο θεωρήσεων

O Weber είχε μελετήσει εκτενώς την διαθέσιμη για αυτόν μαρξική βιβλιογραφία καθώς και την εργογραφία των μελετητών του Marx (των μαρξιστών), και ανέπτυξε την θέση του έναντι και των δύο (Marx και μαρξιστών) στην ΠΗ με κύριο στόχο της κριτικής του όμως τους δεύτερους. Υπήρξε όμως επικριτής του Marx;

Οι στάσεις των μελετητών του Weber είναι διφορούμενη αναφορικά με τον τρόπο που προσεγγίζουν οι ίδιοι την μαρξική θεώρηση. Οι μη μαρξιστές σχολιαστές του έργου του Weber καταφέρθηκαν εναντίον της άτονης κατά αυτούς κριτικής που άσκησε στον Marx χαρακτηρίζοντας την ΠΗ ως συμπλήρωμα στην μαρξική υπόθεση[8].

Ωστόσο οι περισσότεροι από τους σχολιαστές του Weber είχαν επίσης μελετήσει την μαρξική θεωρία και αναφέρουν ότι ο Weber λαμβάνοντας θέσεις ενάντια στην θεωρία του Marx δεν συγκρούστηκε με το μαρξικό έργο αλλά με τους μαρξιστές της εποχής του.

Ο Giddens θεωρεί τον Weber ως έναν από τους διεισδυτικότερους σχολιαστές τους Marx[9] παρά το γεγονός ότι, όπως εκτιμά, δεν είχε πρόσβαση σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό κειμένων του. Για το Giddens ο Weber «θεωρούσε θεμελιώδη την συνεισφορά του Marx στην ιστορική και κοινωνιολογική ανάλυση[10]» και διερεύνησε την θεωρία του ιστορικού υλισμού σε μεγάλο βαθμό, την κριτίκαρε και αντιπαρατέθηκε σε αυτήν τονίζοντας την πρωταρχικότητα του ιδεολογικού παράγοντα[11] χωρίς όμως να απορρίπτει το μαρξικό έργο.

Στην συνέχεια θα παρουσιαστούν οι αποκλίσεις και οι συγκλίσεις των δύο φιλοσόφων τόσο ως προς την μεθοδολογία όσο και στα ζητήματα με τα οποία καταπιάνονται στην ανάλυση τους.

Αποκλίσεις

Μεθοδολογία: Ο Marx λαμβάνει έναν μόνο παράγοντα στην ανάλυση του, την οικονομία και υιοθετεί μία ολιστική[12] προσέγγιση παρουσιάζοντας το καπιταλιστικό φαινόμενο συνολικά με βάση αυτήν και την κοινωνική μεταβολή προκαθορισμένα να εξαρτάται από αυτήν. Δίνει έμφαση στο σύστημα και προσεγγίζει τους συμμετέχοντες στην καπιταλιστική διαδικασία δομικά, εντάσσοντας τους σε δομές όπως οι κοινωνικές τάξεις.

Ο Weber θεωρεί ότι για την εμφάνιση του καπιταλισμού χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί ένας συνδυασμός παραγόντων και δεν θεωρεί την μονοπαραγοντική ερμηνεία του Marx συνεπή. Ο Weber προσεγγίζει πιο πραγματιστικά το καπιταλιστικό φαινόμενο κατασκευάζοντας ιδεότυπους[13] και δίνοντας έμφαση στον άνθρωπο ως υποκείμενο και όχι ως δομικό κομμάτι ενός συστήματος. Θεωρεί την μαρξιστική ανάλυση ιδεοτυπική, δηλ. ότι αποτελεί ένα μοντέλο, μια μέθοδο και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί την μοναδική εμπειρική θεώρηση του καπιταλισμού.

Ο Weber αναπτύσσει την θεωρία του με τρόπο πλουραλιστικό λαμβάνοντας υπόψιν πολλούς και ποικίλους παράγοντες (οικονομικούς, ιδεολογικούς, ηθικούς κλπ) και σε κανένα σημείο της ΠΗ δεν εκφέρει απόλυτες θέσεις. Εξάλλου όπως αναφέρει και ο Fischoff δεν είχε σκοπό να δημιουργήσει μία ολοκληρωμένη θεωρία του καπιταλισμού[14] όπως ο Marx, αλλά να αναδείξει τις γενεσιουργίες αιτίες του φαινομένου.

Ιδεολογία έναντι του υλισμού: Ο Marx μέσω της θεώρησης του δίνει βάση στις υλικές συνθήκες που αποτελούν την βασική προϋπόθεση για την διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής σε ιστορικό πλαίσιο με τρόπο συνολικό, αυτό που ονομάζεται ιστορικός υλισμός[15]. Για τον Marx η ιδεολογία ακολουθεί την υλική βάση ως ένα εποικοδόμημα που ελέγχεται από τον κάτοχο των μέσων παραγωγής σαν προϊόν των επικρατουσών κοινωνικών σχέσεων, διαμορφώνοντας αυτό που αποκαλεί κυρίαρχη ιδεολογία.

Ο Weber δεν αρνείται τον ιστορικό υλισμό αλλά απορρίπτει την ολιστική προσέγγιση του Marx, προσεγγίζοντας πολυπαραγοντικά την ανάπτυξη του καπιταλισμού και δίνοντας πρωταρχική έμφαση στις ιδέες όπως αυτές εκφέρονται τόσο μέσω της επίδρασης της ηθικής της προτεσταντικής εκκλησίας όσο και μέσω της ένταξης του ορθολογισμού στην οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας.

Ανορθολογισμός του καπιταλισμού και οι αιτίες του: Ενώ και οι δύο διανοητές αποδέχονται τον ανορθολογισμό που εμπεριέχεται στον καπιταλισμό διαφοροποιούνται ως προς τις αιτίες που τον προκαλούν. Ο Marx θεωρεί ότι ο ανορθολογισμός είναι ενδογενές χαρακτηριστικό και προέρχεται από την αλλοτρίωση[16] των ανθρωπίνων σχέσεων και συμπεριφορών στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας. Ο εργαζόμενος κατά τον Marx αλλοτριώνεται τόσο ως προς την σχέση του με την εργασία αλλά και προς τις άλλες όψεις της κοινωνικής ζωής του διότι αποξενώνεται από τους συνανθρώπους του αλλά και από τον εαυτό του.

Ο Weber αντίθετα θεωρεί ότι ο ανορθολογισμός του καπιταλισμού είναι μία έξω-κοινωνική κατάσταση, δεν είναι αποκλειστικά οικονομικού χαρακτήρα και οφείλεται σε δυνάμεις που «εκφράζονται μέσα από τον συνδυασμό ηθικού κινήτρου και χρήματος, μέσα από την γραφειοκρατία, τον εξορθολογισμό και την εκκοσμίκευση[17]»

Η οπτική για τον καπιταλισμό: Αναφορικά με την μελέτη του καπιταλισμού ο Weber προσεγγίζει τον καπιταλισμό στην γενικότητα του και ενδιαφέρεται να αναλύσει τις προϋποθέσεις γέννησης και ανάπτυξης του προσεγγίζοντας τον με βάση «την μοναδικότητα του θρησκευτικού παράγοντα στην δημιουργία μιας ορθολογικά ρυθμισμένης ζωής[18]».

Αντίθετα η προσέγγιση του Marx είναι πιο ειδική, με βάση την οικονομία, όπου ο καπιταλισμός είναι κυρίως παραγωγή υπεραξίας. Ο Marx ενδιαφέρθηκε για την δυναμική και τις επιπτώσεις του καπιταλιστικού φαινομένου. Ο Marx αναλύει αυτό καθ’ αυτό το φαινόμενο ως «γενίκευση της εμπορευματικής οικονομίας η οποία χαρακτηρίζεται από την παραγωγή προϊόντων τα οποία προορίζονται να πωληθούν στην αγορά[19]». Για τον Marx και η εργατική δύναμη είναι ένα προϊόν μέρος αυτού που αποκαλεί καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.

Κοινωνικές τάξεις: Ενώ ο Marx διαχώριζε τις κοινωνικές τάξεις χονδρικά ανάμεσα στην πλούσια μειοψηφία των καπιταλιστών και στην ευρεία πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ο Weber θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατός ο σαφής διαχωρισμός των τάξεων. Και αυτό διότι «αναγνώριζε την ύπαρξη πολλαπλών διαιρέσεων με βάση τόσο τα υλικά συμφέροντα όσο και την κοινωνική θέση κύρους[20]».

Άρα δεδομένης της συσκότισης των τάξεων, ο Weber αν και αναγνώριζε την σημασία των ταξικών συγκρούσεων ωστόσο πίστευε ότι δεν είναι τόσο σημαντικές και ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία γενικευμένη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Εξάλλου θεωρούσε ότι η ανομοιογένεια των εργατικών τάξεων δεν μπορεί να οδηγήσει σε κοινό αγώνα διότι «η μεσαία τάξη των χαρτογιακάδων δεν αναπτύσσει κοινή ταξική συνείδηση με την εργατική τάξη των χειρωνακτών[21]».

Αναφορικά με την εργατική τάξη ο Marx αναφέρεται στην ανάγκη ανάπτυξης κοινωνικής δράσης ως αντίσταση στην εκμετάλλευση της άρχουσας τάξης. Η ανάπτυξη της κοινωνικής δράσης προϋποθέτει την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης. Ο συνδυασμός των δύο οδηγεί σε ταξική σύγκρουση με σκοπό την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος. Η ταξική σύγκρουση κατά τον Marx είναι δομικό και όχι συγκυριακό στοιχείο του καπιταλισμού.

Ο Weber θεωρούσε την εργατική τάξη πολιτικά ανώριμη να αρθρώσει κυβερνητική πρόταση διότι δεν είναι ομοιογενής ομάδα αλλά υφίστανται διαφορετικές εξειδικεύσεις μεταξύ των εργατών που οδηγούν και σε διαφορετικές διεκδικήσεις.

Απόψεις για το μέλλον: Σχετικά με το μέλλον του καπιταλισμού οι απόψεις των δύο βρίσκονται σε αντιδιαστολή. Ο Marx θεωρούσε πιθανή την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος μέσω της προλεταριακής επανάστασης. Αντίθετα ο Weber πίστευε ότι ο καπιταλισμός ως οικονομικό σύστημα έχει απεριόριστες δυνατότητες και δεν πίστευε ότι υπήρχε την εποχή εκείνη κάποια ένδειξη μελλοντικής κατάρρευσης του.

Συγκλίσεις

Σίγουρα οι αποκλίσεις είναι περισσότερες, ωστόσο και οι συγκλίσεις είναι υπαρκτές αν και όχι τόσο ξεκάθαρες. Σε αυτό που συγκλίνουν εμφανέστατα είναι στην θέληση τους να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του καπιταλισμού αν και από διαφορετική οπτική. Οι μελετητές του Weber διαπιστώνουν σύγκλιση των δύο διανοουμένων στο βαθμό σημαντικότητας της ιδεολογίας, κυρίως όπως αυτό διαφάνηκε μέσω της μελέτης κειμένων του Marx στα οποία δεν είχε πρόσβαση την εποχή που έγραφε την ΠΗ ο Weber. Συμφωνούν στην σημαντικότητα του ορθολογικού χαρακτήρα της οργάνωσης της εργασίας, ως μιας ιδιαιτερότητας του δυτικού καπιταλισμού. Συγκλίνουν όσον αφορά την σημασία των πρωίμων μορφών καπιταλισμού στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καθώς και τους λόγους που κατέληξαν σε αδιέξοδο[22].

Από την πλευρά του ο Weber δεν αρνείται πλήρως τον ιστορικό υλισμό του Marx. Αν και δίνει την προτεραιότητα στις ιδεολογικές διεργασίες, δεν αγνοεί το υλικό υπόβαθρο των κοινωνικών σχέσεων. Όπως αναφέρει ο Fischoff ο Weber «αναγνώριζε την τεράστια χρησιμότητα της υλιστικής μεθόδου ως ευρετικής κατασκευής[23]» αν και δεν την θεωρούσε τη μόνη μέθοδος επεξήγησης του φαινομένου του καπιταλισμού.

Ο Fischoff στην ανάλυση του θεωρεί υποτιθέμενη[24] την απόρριψη του μαρξισμού από τον Weber και ότι ουσιαστικά ο τελευταίος υπήρξε θαυμαστής της θεωριτικής προσέγγισης του Marx αλλά διαφωνούσε ως προς την απολυτικοποίηση της θεωρίας του. Μάλιστα δε όπως αναφέρει ο Giddens, ο Weber ασκεί κριτική στους μαρξιστές κατηγορώντας τους το λιγότερο ότι απέχουν από τις βασικές αρχές του ιστορικού υλισμού το περισσότερο ότι εκχυδαίζουν έναντι των θέσεων του Marx[25].

Συμπεράσματα

Οι Weber και Marx κοινό σκοπό είχαν μέσα από τα γραπτά τους να αναλύσουν το φαινόμενο του καπιταλισμού τόσο δομικά όσο και ιστορικά χρησιμοποιώντας ωστόσο διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Καθώς το έργο του Weber έπεται χρονικά του Marx, ο Weber λειτουργεί κριτικά απέναντι στον Marx αλλά και επηρεάζεται από αυτόν. Το έργο του Weber δεν αποτελεί την ιδεολογική απάντηση στον ιστορικό υλισμό του Marx ως ερμηνεία της γέννησης και εξέλιξης του καπιταλιστικού φαινόμενου. Αποτελεί μία διαφορετική προσέγγιση που δεν αρνείται την συμβολή του οικονομικού παράγοντα αλλά δεν τον θεωρεί τον κυρίαρχο στην διαμόρφωση του καπιταλιστικού φαινομένου. Ο Weber «εστίασε στην ανίχνευση των περίπλοκων συνεπειών που οδηγούν από τα δόγματα της πίστης σε πρακτική συμπεριφορά, με ενδελεχή εξέταση των ψυχολογικών κινήτρων που προέρχονται από τον Μεταρρυθμισμένο Προτεσταντισμό και οδηγούν στην μεθοδική εκλογίκευση της δραστηριότητας και την επακόλουθη ενθάρρυνση της καπιταλιστικής συμπεριφοράς και των αντιστοίχων στάσεων[26]». Θεωρεί ο Weber ότι η ιδεολογία έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα από την προτεσταντική θρησκεία έχει σημαντικότερο ρόλο στην γέννηση του καπιταλιστικού φαινομένου.

Βιβλιογραφία

Κονιόρδος Σ, Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002.

Giddens Anthony, «Ο Marx, o Weber και η εξέλιξη του καπιταλισμού», στο Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας μτφρ. Χρονόπουλος Σ., Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002

Fischoff Ephraim, «Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού: Το ιστορικό μίας διαμάχης» στο Συμπληρωματικά κείμενα των Μ. Βέμπερ και Ε.Φίσοφ στην Προτεσταντική Ηθική, μτφρ. Στριφτού Β., Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Marx Karl, Engels Friedrich, Η Γερμανική Ιδεολογία Α’ τόμος, μτφρ. Φιλίνη Κ., Εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 1997

Weber Μax, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, μτφρ. Κυπραίος Μ.Γ., Εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 2006.

Αναφορές

[1] Fischoff E., «Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού: Το ιστορικό μίας διαμάχης» στο Συμπληρωματικά κείμενα των Μ. Βέμπερ και Ε. Φισοφ στην Προτεσταντική ηθική, μτφρ. Στριφτού Β., Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 42

[2] Fischoff, ο.π. σελ. 50

[3] Προκαθορισμός: Υποστηρίζει ότι ο θεός έχει προεπιλέξει και προκαθορίσει την πορεία του καθενός, χωρίς τίποτα και κανείς να είναι σε θέση να ανατρέψει αυτή την ειλημμένη θεϊκή απόφαση (Κονιόρδος 2008, σελ.65)

[4] Fischoff, ο.π. σελ, 49

[5] Κονιόρδος Σ., Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002,σελ. 67

[6] Marx K., Engels F., Η Γερμανική Ιδεολογία Α’ τόμος, μτφρ. Φιλίνη Κ., Εκδόσεις GUTENBERG Αθήνα 1997, σελ.8

[7] Marx K., Engels F., οπ. Σελ. 8

[8] Κονιόρδος, ο.π., σελ.87

[9] Giddens A., Ο Marx, o Weber και η εξέλιξη του καπιταλισμού, στο Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας μτφρ. Χρονόπουλος Σ., Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 119

[10] Giddens, ο.π. σελ. 128

[11] Fischoff, ο.π. σελ. 46

[12] Με τον όρο «ολισμός» εννοούμε κάθε φιλοσοφική προσέγγιση η οποία επικεντρώνεται σε ολόκληρο το μελετώμενο φαινόμενο. Αποτελεί αξίωμα της ολιστικής θέσης ότι ένα κοινωνικό φαινόμενο δεν μπορεί να κατανοηθεί από την ανάλυση των επιμέρους συστατικών του.(Κονιόρδος:2002, σελ.110)

[13] Ιδεότυπος: αποτελεί ένα ευρετικό εργαλείο με σκοπό να διευκολύνει την οικοδόμηση υποθέσεων μέσω της σύγκρισης την οποία προκαλεί. Είναι μία διανοητική κατασκευή όπου ένα φαινόμενο μελετάται και αποδομείται στα συστατικά του στοιχεία. Στην συνέχεια αυτά καθαρίζονται ώστε να αναδειχθεί η ουσία τους και στο τέλος συντίθενται δομώντας μία μη ρεαλιστική και εξιδανικευμένη μορφή του φαινομένου. Με την κατασκευή του, ο ιδεότυπος αποτελεί ένα είδος μέτρου προκειμένου να συγκριθούν στο κατά πόσο απέχουν από αυτό οι συναφείς εμπειρικές περιπτώσεις. (Κονιόρδος, σελ. 33)

[14] Fischoff, ο.π. σελ. 48

[15] Ο υλισμός (ματεριαλισμός) αναφέρεται στην δογματική αντίληψη ότι υπάρχει μόνο η ύλη, κατ’ ακολουθία ότι η ύλη, η οποία είναι απτή και συγκεκριμένη, και οι υλικές ανάγκες έχουν προτεραιότητα, ενώ οι σκέψεις και οι συνειδήσεις έπονται. (Κονιόρδος, 2002: σελ. 110)

[16] Ο όρος «αλλοτρίωση» στον Marx, δηλώνει την αποξένωση από την εργασία που αισθάνεται ο μισθωτός εργάτης, επειδή λόγω της θέσης που καταλαμβάνει στην παραγωγική διαδικασία δεν ελέγχει τα προϊόντα του μόχθου του. (Κονιόρδος, 2002: σελ. 111)

[17] Κονιόρδος, ο.π. σελ. 94

[18] Κονιόρδος, ο.π, σελ. 94

[19] Κονιόρδος, ο.π, σελ. 95

[20] Giddens, ο.π. σελ. 128

[21] Giddens, ο.π. σελ. 127

[22] Giddens, ο.π. σελ. 132

[23] Fischoff, ο.π. σελ. 48

[24] Fischoff, ο.π. σελ. 52

[25] Giddens, ο.π. σελ. 127

[26] Fischoff, ο.π. σελ. 52

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Θέλω να κάνω παραπομπή στο άρθρο σε μία εργασία μου αλλά δεν βρίσκω το όνομα του δημιουργού.
Ευχαριστώ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε