Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο

Εισαγωγή
Για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία (330-1453) η εκπαιδευτική πολιτική υπήρξε βασική επιδίωξη με σκοπό την διατήρηση και την ανάπτυξη της πολιτισμικής ταυτότητας και κληρονομιάς όπως αυτή διαμορφώθηκε ως συνδυασμός ελληνικών, ελληνιστικών, ρωμαϊκών και χριστιανικών πολιτισμικών στοιχείων. Αυτοκράτορας και Εκκλησία υπήρξαν βασικοί πυλώνες για την εφαρμογή αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ανεξαρτήτως της κρατικής μέριμνας ο πολίτης της αυτοκρατορίας έφερε μία ιδιαίτερη αίσθηση της ανωτερότητας της παιδείας του και παράλληλα θεωρούσε όλους όσοι δεν κατείχαν παρόμοια πολιτισμικά χαρακτηριστικά ελαττωματικούς ή και ανίκανους.
Στα πλαίσια της συγκεκριμένης εργασίας θα επιδιωχθεί μία συνοπτική περιγραφή των τριών εκπαιδευτικών βαθμίδων: βασική, δευτεροβάθμια και ανώτερη. Θα γίνει μία αναφορά στα αντικείμενα διδασκαλίας κάθε βαθμίδας, θα παρουσιαστεί ο ρόλος των ιδιωτών και δημοσίων δασκάλων και θα γίνει αναφορά στον ρόλο του κράτους και της εκκλησίας. Για την ανώτερη εκπαίδευση θα γίνει μία εκτεταμένη αναφορά τόσο στην δομή και διαχείριση των ανώτερων σχολών, όσο και στο διδακτικό έργο των διδασκόντων. Κύριο σημείο μελέτης για την ανώτερη εκπαίδευση θα αποτελέσει για την εργασία μας η σχολή ή «Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως». Θα επιδιώξουμε να δείξουμε πως ο φορέας αυτός λειτούργησε με την πάροδο των ετών και πως ενεπλάκη στους πολιτικούς και κοινωνικούς ανταγωνισμούς του Βυζαντίου. Επίσης θα κάνουμε και μία αναφορά στις σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ του αυτοκράτορα, της εκκλησίας, των καθηγητών και των φοιτητών με σημείο αναφοράς το πανεπιστήμιο.

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο
Η εκπαίδευση αποτελούσε σημαντικό τμήμα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της αυτοκρατορίας, ωστόσο επηρεαζόταν από τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις με αποτέλεσμα να μην υπάρξει μία ενιαία εκπαιδευτική πολιτική και να μην μπορεί να προσδιοριστεί με σαφή τρόπο πως λειτούργησε χρονικά και θεματολογικά.
Το να συμμετάσχει κάποιος στην ανώτερη εκπαίδευση ήταν εξαιρετικά δαπανηρό, γι' αυτό και ως επί το πλείστον ήταν προνόμιο της αριστοκρατίας. Ενώ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μπορούσε να συμμετάσχει μεγάλο μέρος των πολιτών, στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση συμμετείχαν κατά κύριο λόγο τα μέλη της πολιτικής, γαιοκτητικής και στρατιωτικής αριστοκρατίας.
Αναφορικά με το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αυτό υπόκειται σε πλείστες μεταβολές σε όλη την περίοδο της αυτοκρατορίας. Έτσι ενώ στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο «υπήρχε σε όλη την αυτοκρατορία μία μορφή ελευθέριας εκπαίδευσης που δεν είχε υποστεί αλλαγές από την ελληνιστική εποχή », η μέση περίοδος χαρακτηρίζεται από μία κάμψη της παιδείας η οποία και αποκαθίσταται στις αρχές του 11ου αιώνα. Η ύστερη περίοδος χαρακτηρίζεται από την συρρίκνωση της αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα με συνέπειες στην παιδεία, ωστόσο την περίοδο της παλαιολόγιας διακυβέρνησης υπήρξε ένα σύνολο διανοουμένων που παρήγαγαν εξαιρετικό εκπαιδευτικό έργο.

Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση άρχιζε από την ηλικία των έξι-επτά ετών και ονομαζόταν σχολείο ή σχολή του γραμματιστού ή χαμαιδιδασκαλείο . Την ευθύνη διεξαγωγής της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είχαν κατά κύριο λόγο ιδιώτες δάσκαλοι, και σε μικρότερο βαθμό κληρικοί και μοναχοί. Οι διδασκαλίες πραγματοποιούνταν είτε στο σπίτι του γραμματιστού είτε σε δωμάτια των κοντινών εκκλησιών ή σε κελιά μοναστηριών της περιοχής.
Η διδασκαλία περιλάμβανε πρόγραμμα από το πρωί μέχρι το απόγευμα και διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση από θρησκευτικά βιβλία (από τον 7ο αιώνα το Ψαλτήρι έγινε το πρώτο αναγνωστικό), βασικές αριθμητικές πράξης με χρήση της ελληνικής αλφαβήτου, στοιχειώδης γνώσεις γραμματικής και ορθογραφίας, βυζαντινή μουσική και ψαλμωδίες, βίοι αγίων και βασικά στοιχεία από το χριστιανικό δόγμα . Οι εκπαιδευτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν στηρίζονταν στις επαναλήψεις, στην αποστήθιση και σε ποινές χειροδικίας. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της αυτοκρατορίας που εντασσόταν στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν προχωρούσε στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή σχολή του γραμματικού ξεκινούσε από την ηλικία των 10-12 και ήταν προαιρετική. Τέτοιες σχολές υπήρχαν στις περισσότερες πόλεις της αυτοκρατορίας βρίσκονταν υπό τον έλεγχο ιδιωτών δασκάλων ή του τοπικού κλήρου. Οι δάσκαλοι αυτών των σχολών ήταν μορφωμένοι λαϊκοί οι οποίοι έχαιραν εκτίμησης, σεβασμού και προνομίων από τις τοπικές κοινωνίες και των οποίων τα δίδακτρα πληρώνονταν από τους μαθητές. Ωστόσο υπήρχαν περιπτώσεις σχολών που χρηματοδοτούνταν είτε από την Εκκλησία είτε από την πολιτεία. Κεντρικός συντονισμός δεν υπήρξε, αν και στις αρχές του 10ου αιώνα γίνεται αναφορά στον ρόλο του «προέδρου των σχολών» χωρίς όμως προσδιορίζεται από τις πηγές οργανωμένο θεσμικό πλαίσιο .
Με την αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος κατά τον 11ο αιώνα η δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενισχύθηκε όταν τον έλεγχο ανέλαβε η Εκκλησία φιλοξενώντας στις εγκαταστάσεις των ναών σχολικές αίθουσες. Σταδιακά από τον 12ο αιώνα και μετά διαμορφώθηκε «ένα ολοκληρωμένο σύστημα λαϊκής και θρησκευτικής εκπαίδευσης στο οποίο διδασκόντουσαν μαθήματα βιβλικής ερμηνείας.»
Η διδακτική μέθοδος περιλάμβανε τέσσερις φάσεις: την διόρθωση, την ανάγνωση, την εξήγηση και την κρίση . Διδασκόταν γραμματική και ορθογραφία, ετυμολογία, σύνταξη, σημειογραφία, αρχαία μυθολογία, πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία, στοιχειώδεις γνώσεις ρητορικής, στοιχειώδης γνώσεις φιλοσοφίας. Στο πλαίσιο της διδασκαλίας περιλαμβανόταν και τυπικά και ο κύκλος μαθημάτων της «εγκυκλίου παιδείας» που περιλάμβανε αριθμητική, Ευκλείδειο γεωμετρία, την αστρονομία του Πτολεμαίου καθώς και μουσική και αρμονία. Ακόμα διδάσκονταν φυσική, γεωγραφία βοτανική, ζωολογία και ιατρική μέσα από συγγράμματα των Αριστοτέλη, Θεόφραστου Πτολεμαίου, Ήρωνα, Αιλιανού, Διοσκουρίδη, Ιπποκράτη.

Η Ανώτερη εκπαίδευση
Στην πρώιμη και μέση περίοδο η ανώτερη εκπαίδευση παρεχόταν μόνο στις μεγάλες πόλεις και η διδασκαλία διεξαγόταν από εξαιρετικά μορφωμένα άτομα τα οποία αμείβονταν είτε από τους μαθητές, σε περίπτωση που ήταν ιδιώτες δάσκαλοι, είτε με αντιμισθία και απαλλαγές από τις τοπικές διοικήσεις σε περίπτωση που υπήρχαν καθιερωμένες έδρες σε τοπικές σχολές.
Η ηλικία στην οποία άρχιζε η ανώτερη εκπαίδευση ήταν τα δεκαπέντε έτη και ο κύκλος εκπαίδευσης διαρκούσε περίπου πέντε έτη . Η εκπαιδευτική διαδικασία ήταν προαιρετική και συνήθως διαρκούσε όσο διαρκούσαν τα μέσα ή η επιθυμία του διδασκομένου. Οι συμμετέχοντες την ανώτερη εκπαίδευση στην πλειονότητα τους προέρχονταν από την αριστοκρατία.
Την πρώιμη και μέση περίοδο το κύριο αντικείμενο διδασκαλίας στην ανώτερη εκπαίδευση ήταν η ρητορική που διδασκόταν σε πολλές σχολές ανά την επικράτεια ενώ πιο εξειδικευμένα θέματα διδάσκονταν σε συγκεκριμένες σχολές σε συγκεκριμένες πόλεις όπως φιλοσοφία σε Αθήνα και Αλεξάνδρεια, ιατρική σε Αλεξάνδρεια και Πέργαμο, νομική στην Βηρυτό. Σύμφωνα με τον Mango την πρώιμη περίοδο η εκπαίδευση δεν είχε στόχο την επαγγελματική εξειδίκευση παρά μόνο για αυτούς του διδασκομένους που θα γίνονταν καθηγητές. «Για τους υπόλοιπους σήμαινε απλώς μια εξάσκηση του μυαλού » και την απόκτηση κάποιων βασικών γνώσεων λατινικών, στενογραφίας και λογιστικής απαραίτητων για την κάλυψη διοικητικών θέσεων στην γραφειοκρατική δομή της αυτοκρατορίας.
Η ανάγκη για την επαρκή λειτουργία της διοίκησης του κράτους οδήγησε στην συγκρότηση μίας πιο στοχοπροσηλωμένης εκπαιδευτικής δομής για την εκπαίδευση μελλοντικών δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό το οποίο αποτέλεσε τη σχολή ή «πανεπιστήμιο» της Κωνσταντινούπολης που ιδρύθηκε από τον Θεοδόσιο Β’ (408-450 ) το 425, ανοικοδομήθηκε και ισχυροποιήθηκε από τον Ιουστινιανό (518-527) και διατηρήθηκε σε μία κάπως ανοργάνωτη δομή μέχρι και το 1025. Κτηριακή χωροθέτηση δεν υπήρχε με σαφή τρόπο και μαθήματα διδάσκονταν σε διάφορα κτήρια που ορίζονταν ανά περίοδο όπως το Καπιτώλιο, διάφορες Εκκλησίες κ.α.
Με την σύσταση του το πανεπιστήμιο απασχολούσε 31 καθηγητές γραμματικής, ρητορικής, νομικής και φιλοσοφίας, με διδασκαλία στα ελληνικά και τα λατινικά. Στην πρώιμη περίοδο το επίπεδο μόρφωσης των διδασκόντων και κατ’ επέκταση το επίπεδο διδασκαλίας από τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στους μελετητές κρίνεται χαμηλό .
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τον Ιουστινιανό και στα πλαίσια της θρησκευτικής ομοιομορφίας που αποφάσισε να επιβάλει απαγορεύτηκε η διδασκαλία από μη χριστιανούς ενώ ταυτόχρονα έκλεισε και δήμευσε την περιουσία δύο σχολών, της Σχολής των Αθηνών (529) φημισμένης για τη φιλοσοφία και της Σχολής της Γάζας φημισμένης για τη ρητορική, προκειμένου να ενισχυθεί η σχολή της Κων/λης. Παράλληλα για να ενισχύσει το κύρος της νομικής σχολής του πανεπιστημίου απαγόρευσε την διδασκαλία της νομικής σε δύο άλλες σχολές της επικράτειας στη Σχολή της Βηρυτού και στη Σχολή της Αλεξάνδρειας.
Τα περιοριστικά μέτρα του Ιουστινιανού, ο περιορισμός των σχολών ανά την επικράτεια, οι διώξεις των μη χριστιανών καθηγητών και ο περιορισμός των κρατικών επιχορηγήσεων προς τις σχολές κατά τον 6ο αιώνα επέδρασε στην ποιότητα της εκπαίδευσης με αποτέλεσμα σύμφωνα με τον Mango να είναι δυσδιάκριτη η διάκριση ανάμεσα στην δευτεροβάθμια και την ανώτερη εκπαίδευση. Εν συνεχεία οι σκοτεινοί αιώνες 7ος και 8ος με την εξαφάνιση των πόλεων ώθησαν στην κατάρρευση της ανώτερης εκπαίδευσης.
Με την ανάκαμψη της αυτοκρατορίας από τα μέσα του 9ου αιώνα ιδρύθηκε ξανά ένα ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης με λιγότερο διδακτικό προσωπικό σε σχέση με την πρότερη δομή του πανεπιστημίου και με περιορισμένο πρόγραμμα διδασκαλίας. Στην ανασύσταση του βοήθησαν με την συμβολή τους ο πατριάρχης Φώτιος και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ (908-959).
Η περίοδος από το 940 μέχρι και το 1045 οπότε με απόφαση του Κωνσταντίνου Θ’ (1042-1055) επαναλειτούργησε θεσμικά το πανεπιστήμιο είναι μία περίοδος κατά την οποία οι πηγές για την εκπαίδευση στην αυτοκρατορία είναι ελλιπής. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι για την περίοδο από το 1025 έως και το 1045 δεν λειτουργούσε κρατική σχολή στην Κωνσταντινούπολη αλλά μόνο ιδιωτικές σχολές. Σκοπός του εκπαιδευτικού προγράμματος όπως αυτό διαμορφώθηκε την περίοδο του Κωνσταντίνου Θ’ «ήταν να εκπαιδεύσουν μία γραφειοκρατική ελίτ, ικανή να στελεχώσει την κρατική και εκκλησιαστική διοίκηση ». Χαρακτηριστικό της ως άνω αναφερομένης οπτικής της εκπαίδευσης αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί δάσκαλοι του πανεπιστημίου ανέλαβαν σημαντικές διοικητικές θέσεις στο κράτος και την Εκκλησία. Το αναδιαμορφωμένο πανεπιστήμιο του 1045 διακρινόταν σε δύο σχολές, της Νομικής και της Φιλοσοφίας.
Η νομική σχολή, «διδασκαλείο των νόμων», από τον 11ο αιώνα και μετά «βρισκόταν υπό τον ευσυνείδητο έλεγχο του κράτους και ο διευθυντής του, ο νομοφύλαξ, ήταν ανώτερος κρατικός λειτουργός ». Με αυτοκρατορικά διατάγματα του Κωνσταντίνου Θ’ ρυθμιζόταν η λειτουργία, της σχολής, ο τρόπος διοίκησης της από τον νομοφύλακα και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων της.
Η διδασκαλία περιελάβανε ιστορία της νομικής επιστήμης, οι κώδικές των νόμων που ήταν σε ισχύ, η γραμματική και το συντακτικό της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας. Στην σχολή αυτή έδρασε εκπαιδευτικά αλλά και θεσμικά ως νομοφύλαξ ο Ιωάννης Ξιφιλίνος.
Η σχολή της φιλοσοφίας επίσης διαμορφώθηκε τον 11ο αιώνα. Διευθυνόταν από τον «ύπατο των φιλοσόφων» ο οποίος επέβλεπε και αλλά, άγνωστο πόσα, εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης. Στην σχολή αυτή διδάσκονταν τα μαθήματα της γραμματικής, διαλεκτικής και ρητορικής, κάτι ανάλογο με το trivium των δυτικών πανεπιστημίων. Στην ρητορική και την διαλεκτική οι φοιτητές διάβαζαν, ερμήνευαν και συζητούσαν έργα ποιητών και φιλοσόφων της αρχαίας, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Ωστόσο η εκπαίδευση «φαίνεται ότι παρέμενε απρόσωπη και οι σπουδαστές ασχολούνταν με το αντικειμενικό γεγονός και όχι με την δυναμική σκέψη .» Βέβαια ο ασφυκτικός έλεγχο που ασκούσε η κρατική και εκκλησιαστική εξουσία δεν επέτρεπε την έρευνα διότι «η εσωτερική δυναμική της δημόσιας συζήτησης οδηγούσε σε επιχειρήματα αμφίβολης θρησκευτικής ή πολιτικής ορθοδοξίας » κάτι που δεν το επιθυμούσε η εξουσία. Γνωστοί δάσκαλοι φιλοσοφίας με μεγαλύτερη μορφή τον Μιχαήλ Ψελλό υπήρξαν οι Ιωάννης Μαυρόπους, Νικήτας, Κωνσταντίνος Λειχούδης, Ιωάννης Ιταλός.
Η διαμόρφωση μίας τέτοιας εκπαιδευτικής δομής στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη αυτών των σημαντικών διανοουμένων και επομένως δεν είχε διάρκεια και λίγα χρόνια μετά αποδομήθηκε δεδομένης αφενός της συρρίκνωσης της χώρας σε όλους τους τομείς και αφετέρου της πολιτικής που ακολούθησαν οι επόμενοι αυτοκράτορες για την παιδεία. Με την καταδίκη του Ιταλού το 1082, η Εκκλησία «έβαλε πόδι» με δυναμικό τρόπο και στην ανώτερη εκπαίδευση αναλαμβάνοντας τον έλεγχο της, περιορίζοντας την διδασκαλία της φιλοσοφίας και των επιστημών προκειμένου να άρει τον κίνδυνο της ανόδου του κοσμικού πνεύματος.
Η Ύστερη περίοδος σήμανε και την αναλαμπή του Πανεπιστημίου που φωτίστηκε από προσωπικότητες με ευρεία παιδεία και μόρφωση και με σημαντικές μορφές να διδάσκουν όπως οι Θεόδωρος Μετοχίτης, Νικηφόρος Γρηγοράς, Γεννάδιος, Βησαρρίων, Γεμιστός Πλήθωνας, Χρυσολωράς κ,α. Την περίοδο αυτή έχουμε και διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο έργων σημαντικών Δυτικών Φιλοσόφων όπως του Ακινάτη και του Αυγουστίνου αλλά και τα αραβικά μαθηματικά.

Η επίδραση του κράτους και της εκκλησίας στην εκπαίδευση
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω σκοπός της ίδρυσης του πανεπιστημίου δεν ήταν η παιδεία και η έρευνα αλλά η προετοιμασία μελλοντικών ικανών δημοσιών υπαλλήλων για να καλύψουν τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης. Ήταν μία σχολή δημόσιας διοίκησης και κατά συνέπεια τα μαθήματα είχαν σκοπό να αντιμετωπίσουν τα πρακτικά ζητήματα της δημοσιονομικής και της κρατικής διοίκησης για αυτό και δεν διδασκόταν σε αυτό το επίπεδο η Θεολογία δεδομένου του γεγονότος ότι σύμφωνα με τους Βυζαντινούς «δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αντικείμενο μίας λογικής και επιστημονικής προσέγγισης ».
Ο Αυτοκράτορας είχε άμεσο έλεγχο των λειτουργιών του πανεπιστημίου τόσο όσον αφορά την υλικοτεχνική υποδομή όσο και τα θέματα προσωπικού και φοιτητών. Επίσης επενέβαινε στον τρόπο διδασκαλίας και παιδαγωγικής συμπεριφοράς των καθηγητών και όταν δεν συμφωνούσε με αυτά, τους απομάκρυνε από το διδακτικό τους έργο είτε εξορίζοντας τους είτε κλείνοντας τους σε μοναστήρια. Κατά συνέπεια ένας καθηγητής για να μπορέσει να σταδιοδρομήσει θα έπρεπε να έχει καλές σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή το οποίο βέβαια δεν του διασφάλιζε αυτονομία και ασφάλεια και το κύρος ήταν εφήμερο και στηριζόταν ενίοτε στην στενή σχέση ενός λόγιου με ένα αυτοκράτορα γεγονός που δεν του διασφάλιζε και την εύνοια του επομένου. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις λόγιων που από κυρίαρχη θέση την οποία διέθεταν στην εκπαίδευση των βυζαντινών βρέθηκαν σε δυσμένεια ήταν οι Ψελλός, Ξιφιλίνος και Ιταλός.
Η περίπτωση της απομάκρυνσης του Ιταλού συνέπεσε και με την μετάβαση της αυτοκρατορικής διοίκησης από τα ανώτερα αστικά στρώματα στην στρατιωτική αριστοκρατία και τους Κομνηνούς, το οποίο και σήμανε και την αλλαγή της εκπαιδευτικής πολιτικής ώστε να μην παράγει πλέον στελέχη για την γραφειοκρατία αλλά να τεθεί υπό τον έλεγχο της εκκλησίας. Με την αλλαγή αυτή δόθηκε περισσότερη έμφαση στην εκκλησιαστική διδασκαλία χωρίς να παραμεριστούν τελείως οι κοσμικές επιστήμες αλλά διδάσκονταν λιγότερο, ελέγχονταν περισσότερο και ενίοτε πολεμήθηκαν έντονα.
Επίλογος
Η εκπαίδευση αποτελούσε σημαντικό πολιτισμικό δεδομένο σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι δύο βασικοί θεσμοί διακυβέρνηση του Βυζαντίου, ο αυτοκράτορας και η εκκλησιαστική ιεραρχία, ενδιαφέρονταν για τον έλεγχο της εκπαίδευσης σε διαφορετικό επίπεδο και για διαφορετικό σκοπό. Ο αυτοκράτορας ήλεγχε την ανώτερη εκπαίδευση με σκοπό την κατάρτιση ικανών στελεχών για την δημόσια διοίκηση, η δε εκκλησιαστική ιεραρχία την δευτεροβάθμια εκπαίδευση με σκοπό την την διατήρηση και ενίσχυση του δόγματος.
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διεξαγόταν από ιδιώτες διδασκάλους υπό την εποπτεία του κράτους και της εκκλησίας, η διδακτέα ύλη περιλάμβανε περιορισμένα μαθήματα και απευθυνόταν στην πλειονότητα των κατοίκων της αυτοκρατορίας.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιλάμβανε περισσότερα μαθήματα, απευθυνόταν στις ευκατάστατες τάξεις και την μεγαλύτερη περίοδο της αυτοκρατορίας βρισκόταν υπό τον έλεγχο της εκκλησίας. Η δε διάκριση ανάμεσα στην δευτεροβάθμια και την ανώτερη εκπαίδευση και ειδικά από τον 7ο αιώνα και μετά ήταν δυσδιάκριτη .
Η ανώτερη εκπαίδευση διεξαγόταν είτε από ιδιωτικές σχολές υπό τον έλεγχο του κράτους είτε από την κρατική σχολή «το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης» και σκοπό είχαν μέσω του διδακτικού τους έργου να «προωθούν την επίσημη ιδεολογία του κράτους, να ελέγχουν την νομιμοφροσύνη των πολιτών, να παράγουν ικανούς νομικούς, γραφειοκράτες, κρατικούς λειτουργούς ». Αναφορικά με το πανεπιστήμιο, δεν υπήρχε μία ενιαία πολιτική και ένα διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο για την ύπαρξη μίας ανώτερης και οργανωμένης εκπαίδευσης στα πρότυπα των πανεπιστημίων της δύσης αλλά αποσπασματικές ενέργειες οργάνωσης μίας υποτυπώδους δομής που εξαρτώνταν από την θέληση κάποιων αυτοκρατόρων και διανοουμένων και λειτουργούσε μόνο την περίοδο διακυβέρνησης αυτών.
Η αποσπασματική προσπάθεια επικρατούσε και στην παραγωγή διανοητικού έργου μέσα από την ανώτερη εκπαίδευση. Παράδοση είχαν σε όλη την περίοδο η διδασκαλεία του δικαίου, της γραμματικής και της ρητορικής διότι εξυπηρετούσαν διοικητικούς σκοπούς. Η φιλοσοφία και οι επιστήμες ως διδακτικά αντικείμενα στηρίζονταν μόνο στην προσπάθεια μεμονωμένων διανοουμένων, των οποίων το έργο δε διακρινόταν από πρωτοτυπία συνέπεια της ανυπαρξίας δομημένης εκπαιδευτικής πολιτικής.

Βιβλιογραφία
Αθανασόπουλος Κ., Βυζαντινός και Δυτικός Κόσμος, Τόμος Α’, Βυζαντινός και Δυτικός Κόσμος:Συγκλίσεις και Αποκλίσεις, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Mango C., Βυζάντιο – Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Τσουγκαράκης Δ., Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988.
Kazhdan A. P. - Epstein Ann Wharton, Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε