Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Απάτριδες τεχνοκράτες!!!



1. Εισαγωγή.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) αποτέλεσε την φυσική εξέλιξη της  Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) δεδομένης της οικονομικής επιτυχίας που είχε η δεύτερη επεκτείνοντας την συνεργασία των κρατών – μελών σε περισσότερους τομείς της οικονομίας. Στην δημιουργία της ΕΟΚ συνέβαλαν από την μία πλευρά «η επιδείνωση της διεθνούς συγκυρίας το 1956 λόγω της κρίσης του Σουέζ και της εισβολής του σοβιετικού στρατού στην Ουγγαρία » και από την άλλη η άοκνη προσπάθεια σημαντικών Ευρωπαίων πολιτικών όπως ο Βέλγος P. Spaak (1899-1972) και ο Γερμανός K. Adenauer (1876-1967). Οι ευνοϊκές οικονομικές εξελίξεις και η ανάγκη να αντιμετωπισθούν από κοινού τα προβλήματα σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Ευρώπη ώθησαν τα κράτη – μέλη και την Βρετανία να επεξεργαστούν κοινές θέσεις με την Συνδιάσκεψη της Μεσίνας (1955) για να βρουν από κοινού λύσεις τόσο στο ενεργειακό ζήτημα όσο και στον διεθνή ρόλο που πρέπει να έχει πλέον η Ευρώπη. Στις 25 Μαρτίου 1957 υπογράφηκαν στο Καπιτώλιο της Ρώμης οι ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ – Euratom) από τα κράτη – μέλη της ΕΚΑΧ (η Βρετανία στο μεταξύ είχε αποχωρήσει) «και αποτέλεσαν, ιδίως η πρώτη, ένα ακόμα επαναστατικό βήμα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης .» 
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα γίνει μία αναφορά στην πορεία εξέλιξης της ΕΟΚ τις δεκαετίες του 1960 και 1970 στην οποία θα παρουσιασθούν οι παράγοντες επιτυχίας του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος (κεφάλαιο 2) αλλά και οι δυσχέρειες που υπήρξαν και προκάλεσαν αναταράξεις στην πορεία ενοποίησης (κεφάλαιο 3).

2. Οι παράγοντες επιτυχίας της ΕΟΚ 
Η δημιουργία της ΕΟΚ αποτέλεσε την φυσική εξέλιξη του επιτυχημένου πειράματος της ΕΚΑΧ. Οι παράγοντες της επιτυχίας εστιάζονται τόσο στον οικονομικό τομέα με την ευμάρεια που βίωσαν τα κράτη μέλη την δεκαετία του 1950 όσο και στην πετυχημένη δομή της ΕΚΑΧ η οποία αναπτύχθηκε περαιτέρω με την ΕΟΚ. Αποτυπώνοντας τους παράγοντες επιτυχίας θα τους κατηγοριοποιήσουμε ανάλογα με την μορφή τους (οικονομικούς, πολιτικούς, εξωτερικούς, εσωτερικούς) αλλά και την περίοδο αναφοράς.
Σε θεσμικό επίπεδο το μοντέλο οργάνωσης της ΕΟΚ αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες επιτυχίας της. Με την υπογραφή των συνθηκών της Ρώμης δημιουργήθηκε ένα πρότυπο οργανισμού «που βρίσκεται μεταξύ του υπέρ-εθνικού και του διακυβερνητικού, » τα μέλη του οποίου εκχωρούν σε αυτόν «ένα τμήμα της κυριαρχίας τους και δέχονται ως δεσμευτικές και πολλές από τις αποφάσεις με τις οποίες διαφωνούν ». Το δυναμικό σημείο της ΕΟΚ είναι ότι δεν δεσμευόταν αποκλειστικά από την συνθήκη της Ρώμης, την επονομαζόμενη ως αρνητική ολοκλήρωση (negative integration), αλλά υπήρχε η δυνατότητα εξέλιξης μέσω της διαδικασίας της θετικής ολοκλήρωση (positive integration) με προσθήκες πάνω στις υποχρεώσεις των συνθηκών της Ρώμης. Διαμορφώθηκε έτσι μία κοινή νομοθεσία όπου οι νομοθετικές πράξεις που συμφωνούνταν στα κοινοτικά όργανα ίσχυαν για όλους ανεξάρτητα αν υπήρχε νόμος στα κράτη μέλη που ερχόταν σε αντίθεση. Σε περίπτωση παραβίασης υπήρχαν κυρώσεις. Μία τέτοια κοινή νομοθετική πολιτική υπήρξε στον τομέα της γεωργίας με την διαμόρφωση και εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) που υιοθετήθηκε από το 1968. Η υιοθέτηση αυτού του δυναμικού μοντέλου διοίκησης της Κοινότητας βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξη που βίωσαν οι χώρες της ΕΟΚ την δεκαετία του 1960.   
Η οικονομική ανάπτυξη προήλθε με την επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλους τους τομείς της οικονομίας προχωρώντας «στη δημιουργία μίας κοινής αγοράς που προϋπέθετε την πραγματοποίηση μίας τελωνειακής ένωσης, η οποία συνεπαγόταν την κατάργηση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών και την υιοθέτηση ενός κοινού δασμολογίου κατά την διάρκεια μίας μεταβατικής περιόδου δέκα ετών, » η οποία ολοκληρώθηκε το 1968.
 Αυτό είχε σαν συνέπεια την αύξηση της ευημερίας εντός της Κοινότητας, την διευκόλυνση του εμπορίου και την διαμόρφωση κοινών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών – μελών. 
Σε εσωτερικό πολιτικό επίπεδο «με την ιστορική Γαλλογερμανική Συνθήκη Φιλίας, που υπέγραψαν οι C. De Gaulle και K. Adenauer τον Ιανουάριο του 1963 και αποτέλεσε το αποκορύφωμα των μεταπολεμικών αλλαγών στις σχέσεις Γαλλίας – Γερμανίας », διαμορφώθηκε ο γαλλογερμανικός άξονας ο οποίος ήταν απαραίτητος για την ισορροπία στην ΕΟΚ. 
Σε εξωτερικό πολιτικό επίπεδο ο ρόλος των ΗΠΑ στην δημιουργία της ΕΟΚ υπήρξε θετικός, τουλάχιστον μέχρι και το 1963. Οι Αμερικάνοι έβλεπαν στο ευρωπαϊκό εγχείρημα ένα σημαντικό βήμα για την ειρήνευση και την οικονομική ευημερία στην Ευρώπη και σε συνδυασμό με την επιτυχή εφαρμογή των συμφωνιών του Breton-Woods εξασφαλίστηκαν σημαντικοί ρυθμοί ανάπτυξης για τον Δυτικό κόσμο με το δολάριο ως κυρίαρχο νόμισμα συναλλαγής.  
Την δεκαετία του 1970 υπήρξε ανάσχεση στην επιτυχή πορεία ανάπτυξης της ΕΟΚ και τους λόγους θα τους αναφέρουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Ωστόσο υπήρξαν και  θετικά στοιχεία τα οποία συνέβαλαν αν όχι βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα στην εξέλιξη της ενοποίησης.
Σε πολιτικό επίπεδο το 1970 δημιουργήθηκε ο θεσμός της Ευρωπαϊκής πολιτικής συνεργασίας, ένα διακρατικό όργανο για την εξωτερική πολιτική που εξέφραζε κοινές θέσεις έστω και σε χαμηλό παρονομαστή. Μπορεί σε πρώτη φάση να μην ήταν ένα αποφασιστικό όργανο αλλά τουλάχιστον συναντιόντουσαν οι υπουργοί εξωτερικών της ΕΟΚ και συζητούσαν τα βασικά θέματα εξωτερικής πολιτικής. 
Σε επίπεδο επέκτασης της ΕΟΚ, εντάχθηκε η Μεγάλη Βρετανία μαζί με τις χώρες δορυφόρους της (Δανία, Ιρλανδία). Η αποτυχία της Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών  (ΕΖΕΣ) που είχε συστήσει και η φυγή των επενδύσεων των ΗΠΑ από την Βρετανία προς την Γερμανία ανάγκασαν την Βρετανία να επανεκτιμήσει στάση της έναντι της ΕΟΚ και να ξεκινήσει προσπάθειες ένταξης (1963 – 1967) οι οποίες ευοδώθηκαν το 1973 για λόγους που θα αναφέρουμε κάτωθι. Βασικό στοιχείο για την ένταξη της αποτέλεσε η υιοθέτηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής την οποία απέρριπτε μέχρι τα μέσα του 1960 λόγω της ύπαρξης της Κοινοπολιτείας  και της ροής αγροτικών προϊόντων από τις χώρες που συμμετείχαν σε αυτήν. Ωστόσο «οι οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί της Βρετανίας με την Κοινοπολιτεία εξασθενούσαν ολοένα και περισσότερο» με συνέπεια η Βρετανία να στρέφεται σταδιακά στην οικονομική συνεργασία με την ΕΟΚ. Συνέπεια της ένταξης της ήταν να ενισχυθεί η ΕΟΚ σε οικονομικό επίπεδο δεδομένης της ανεπτυγμένης αγοράς της Βρετανίας αλλά και σε πολιτικό επίπεδο δεδομένης σημασίας της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.  
Σε οικονομικό επίπεδο έγινε μία προσπάθεια νομισματικής ένωσης και το 1972 κλείδωσαν οι νομισματικές ισοτιμίες σε ένα καλάθι ισοτιμιών +-6,5% σε σχέση με το δολάριο. Ταυτόχρονα υπήρξε και συμφωνία για την αύξηση των ιδίων πόρων της ΕΟΚ γεγονός που έδωσε μεγαλύτερη ανεξαρτησία στην διαχείριση πόρων και στην υλοποίηση κοινοτικών πολιτικών. 
Σε εξωτερικό πολιτικό επίπεδο, η Σοβιετική ένωση άρχισε να αναγνωρίζει τον ρόλο της Γερμανίας σαν ισχυρό παράγοντα ενώ η γερμανική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Willy Brandt (1913-1992) εγκαινίασε την προσέγγιση με την Ανατολική Ευρώπη (Ostpolitik) αναπτύσσοντας και προς όφελος της ΕΟΚ σχέσεις με τα γειτονικά της κομμουνιστικά κράτη (Πολωνία, Τσεχία, Ανατολική Γερμανία).   

3. Ποιοι λόγοι διατάραξαν την επιτυχή πορεία της. 
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, η πορεία της ευρωπαϊκής ένωσης κλυδωνίστηκε από γεγονότα που διατάραξαν την ευρωπαϊκή συνοχή. 
Σε εσωτερικό πολιτικό επίπεδο τροχοπέδη υπήρξε η στάση του Γάλλου προέδρου  Charles De Gaulle (1890-1970). Ο Γάλλος πρόεδρος από την στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία στην χώρα του το 1958 «ήταν κατηγορηματικά αντίθετος σε οποιαδήποτε υπερεθνική έκφανση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θεωρώντας ότι οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες ήταν μόνο τεχνικοί οργανισμοί, «χωρίς εξουσία και, κατά συνέπεια, χωρίς πολιτική αποτελεσματικότητα ». Εξέφρασε την αντίθεση του στην σταδιακή ενοποίηση και «έβλεπε με καχυποψία την ισχυροποίηση των Κοινοτικών θεσμών και κυρίως της Επιτροπής, » ενώ τα στελέχη της τα θεωρούσε «απάτριδες.» Ο De Gaulle αποστρεφόταν την υπερεθνική διάσταση της Κοινότητας και «επιθυμούσε τη διατήρηση μίας διακυβερνητικής κατά κύριο λόγο θεσμικής δομής και τρόπου λειτουργίας των Κοινοτήτων.»
O De Gaulle «δεν συμμεριζόταν την κοινοτική λογική βάσει της οποίας η οικονομική ολοκλήρωση θα οδηγούσε νομοτελειακά στην πολιτική ενοποίηση». Πρότεινε την συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών σε πολιτικό και αμυντικό επίπεδο με σκοπό την ανεξαρτησία της Ευρώπης από το Βόρειο – Ατλαντικό Σύμφωνο Συνεργασίας (ΝΑΤΟ) και την συνακόλουθη Αμερικανική ηγεμονία. Για αυτό το σκοπό έπεισε τους πέντε ομολόγους του να προβούν στην σύσταση μίας επιτροπής η οποία θα υπέβαλλε συγκεκριμένες προτάσεις για την πολιτική οικοδόμηση της Ευρώπης με πρόεδρο τον Christian Fouchet. Το σχέδιο Fouchet απέτυχε διότι δεν κατάφερε να πείσει τα υπόλοιπα κράτη, και κυρίως τα κράτη της Benelux, ότι μπορούσε να αποτελέσει «εγγύηση για τα συμφέροντα τους και την πρόοδο του ενοποιητικού επιχειρήματος ». Η αποτυχία του σχεδίου Fouchet αποτέλεσε μία υπονόμευση του σχεδίου ολοκλήρωσης και έφερε καθυστέρηση στην ενοποιητική προσπάθεια. Η αντίδραση από χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία προήλθε τόσο από τον φόβο ενός γαλλογερμανικού διευθυντηρίου όσο και από την έντονη φίλο-ατλαντική διάθεση που είχαν ενώ ταυτόχρονα υποστήριζαν και την προσχώρηση της Βρετανίας στις Κοινότητες που έβρισκε όμως αντίδραση από την Γαλλία. 
Η αποτυχία του σχεδίου Fouchet έδωσε την ευκαιρία στον De Gaulle να τα βάλει με την «Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για την δημιουργία του «υπερ-κράτους» των Βρυξελλών και των απάτριδων τεχνοκρατών της ». Το 1965 η Γαλλία στράφηκε εναντίον την Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ζητήματα που αφορούσαν την χρηματοδότηση της ΚΑΠ, τον προϋπολογισμό, την καθιέρωση των ιδίων πόρων της Κοινότητας και κυρίως στο θέμα της εισαγωγής του κανόνα της πλειοψηφίας στη διαδικασία της λήψης των αποφάσεων. Για να αποτρέψει τις εξελίξεις αυτές που ενίσχυαν και εμπέδωναν την υπέρ-εθνική φυσιογνωμία της ΕΟΚ, ο De Gaulle προχώρησε στην πολιτική της «άδειας καρέκλας» μέσω της μη συμμετοχής της Γαλλίας στις συνόδους του Συμβουλίου. Η πολιτική αυτή κόντεψε να τινάξει στον αέρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αποτράπηκε μέσω μίας διευθέτησης το 1966, γνωστής και ως «Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου», η οποία έκλεινε υπέρ των γαλλικών απόψεων.  
Σε εξωτερικό πολιτικό επίπεδο η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας επέδρασε αρνητικά με ποικίλους τρόπους. Σε πρώτη φάση με την αποχώρηση της από τις εργασίες για την σύσταση της ΕΟΚ μετά την συνδιάσκεψη της Μεσσίνας (1955). Στην συνέχεια με την δημιουργία της ΕΖΕΣ το 1958 κατάφερε να διαμορφώσει «συνθήκες διαίρεσης μέσα στην Δυτική Ευρώπη ανάμεσα στις έξι χώρες των Ε.Κ. και τις επτά χώρες της ΕΖΕΣ  ». Μετά την αποτυχία της ΕΖΕΣ και στην προσπάθεια της να ενταχθεί στην ΕΟΚ αντιμετώπισε τα διαδοχικά βέτο του De Gaulle το 1963 και το 1967 «με το επιχείρημα ότι το Λονδίνο θα αποτελούσε τον ‘δούρειο ίππο’ των Αμερικάνων στην Ευρώπη ». 
Οι υπόλοιπες χώρες αντέδρασαν έντονα στα βέτο της Γαλλίας. Αφενός η είσοδος της Μεγάλης Βρετανίας θα ενδυνάμωνε την ΕΟΚ δεδομένου ότι θα αποτελούσε μία σημαντική αγορά για τα προϊόντα των υπολοίπων χωρών. Αφετέρου η απόλυτη κυριαρχία της Γαλλίας τους καταπίεζε και υπήρχε η ανάγκη για ένα αντίπαλο δέος στην ΕΟΚ που θα συγκρατούσε την Γαλλία. Τελικά μετά την ολοκλήρωση της θητείας του De Gaulle το 1969 άρθηκαν τα εμπόδια για την είσοδο της Βρετανίας,  ωστόσο η δεκαετής διαδικασία ένταξης της Βρετανίας είχε σαν συνέπεια να δημιουργηθεί ρήγμα στην ΕΟΚ λόγω των διαφωνιών των υπολοίπων με τους Γάλλους. Αλλά και στην ίδια την Βρετανία είχε αρνητικό αντίκτυπο η όλη διαδικασία διότι τέθηκαν οι βάσεις «για την παγίωση στην εσωτερική πολιτική της μίας γενικά επιφυλακτικής προσέγγισης σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή ενοποίηση », διαμορφώνοντας το δόγμα του Βρετανικού Ευρώ-σκεπτικισμού που αρκετές φορές στις επόμενες περιόδους αποτέλεσε παράγοντα ανάσχεσης της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Εκτός από την αρνητική εξέλιξη με την Μ. Βρετανία αντίστοιχη ένταση προκάλεσε ο De Gaulle και έναντι των ΗΠΑ με συνέπεια να μεταβληθεί η θετική στάση τους έναντι της ΕΟΚ. Μετά το γαλλικό βέτο του 1963 για την ένταξη της Βρετανίας, οι ΗΠΑ άλλαξαν στάση, φοβήθηκαν την οικονομική ισχύ της ΕΟΚ αλλά και την επιρροή του De Gaulle και έβαζαν διλήμματα στα άλλα κράτη – μέλη επηρεάζοντας την στάση τους. 
Η δεκαετία του 1970 παρουσίασε περισσότερες προκλήσεις και δυσκολίες για το εγχείρημα της ΕΟΚ. Το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1970 οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες ήταν αρνητικές ως αποτέλεσμα των πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και 1979. Τα κράτη – μέλη της ΕΟΚ αντί να διαμορφώσουν μία συντονισμένη πολιτική για την αντιμετώπιση των κρίσεων, επέλεξαν να εφαρμόσουν διακριτές πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος προκαλώντας ακόμα και τριβές στις σχέσεις τους. Συνέπεια της αύξησης των τιμών του πετρελαίου ήταν να δημιουργηθεί το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού  που προκάλεσε μία κατάσταση παρατεταμένης κρίσης. 
Παράλληλα την δεκαετία του 1970 αρχίζουν να αναδύονται δυναμικά και οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, παράγοντας προϊόντα ανταγωνιστικά των ευρωπαϊκών και να ενισχύουν τον ρόλο τους στις διεθνείς αγορές. Σε αυτές τις χώρες το χαμηλό εργατικό κόστος και οι κρατικές ενισχύσεις μείωναν την τιμή των προϊόντων και τα έκαναν πιο ανταγωνιστικά. 
Σε πολιτικό επίπεδο γεγονότα όπως ο Ψυχρός πόλεμος και τα διλήμματα που δημιουργούσε, ο πόλεμος του Βιετνάμ και η κρίση στην Μέση Ανατολή που επηρέασε τις σχέσεις ΕΟΚ και Ισραήλ, αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από κάθε κράτος – μέλος προκαλώντας ακόμα και εσωτερικές διαφωνίες. 

4. Συμπεράσματα
Η Ευρώπη πραγματοποίησε ένα σημαντικό βήμα με την ίδρυση της ΕΟΚ. Ωστόσο ήταν μία διαδικασία πολυετή με πισωγυρίσματα. Από την υπογραφή των συνθηκών της Ρώμης και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η εξέλιξη της ΕΟΚ ήταν ανοδική. Η θεσμοθέτηση της ΕΟΚ και το πλαίσιο λειτουργίας της έδωσαν ώθηση στις οικονομίες των κρατών – μελών, αυξήθηκε το διακρατικό εμπόριο αλλά και το εμπόριο με τρίτες χώρες. Παράλληλα σε πολιτικό επίπεδο διαμορφώθηκε ο Γάλλο-γερμανικός άξονας, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών – μελών έγιναν πιο ισχυρές και οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να αναγνωρίζουν την σημασία του εγχειρήματος και να θέλουν και αυτές να ενταχθούν. 
Ο δρόμος όμως προς την ενοποίηση δεν ήταν εύκολος. Προβλήματα υπήρξαν από την στιγμή που ανέλαβε πρόεδρος της Γαλλίας ο Charles De Gaulle ο οποίος διατηρούσε επιφυλακτική στάση έναντι της ΕΟΚ. Οι πολιτικές του παρεμβάσεις αποτέλεσαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη και δημιούργησαν εντάσεις με τις λοιπές χώρες της ΕΟΚ με αποκορύφωμα την πολιτική της άδειας καρέκλας και τον συμβιβασμό του Λουξεμβούργου τα έτη 1965-1966. Η εμμονή δεν για την μη ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας είχε οικονομικά και πολιτικά αρνητικές συνέπειες που άργησαν να ξεπεραστούν. Την δεκαετία του 1970 εξωτερικά πολιτικά γεγονότα όπως η πετρελαϊκές κρίσεις, η κρίση στην Μέση Ανατολή, ο πόλεμος του Βιετνάμ, ο ψυχρός πόλεμος, ο ρόλος των Υπερδυνάμεων (ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση) δημιούργησαν δυσκολίες στην ανάπτυξη της ΕΟΚ κυρίως διότι κάθε κράτος – μέλος ακολουθούσε μία δική του εξωτερική πολιτική με βάση τα συμφέροντα του και δεν υπήρχε μία κοινή πολιτική. 
Ανεξαρτήτως των προβλημάτων η ΕΟΚ κατάφερε να βγει ισχυρή μέσα από τις κρίσεις της δεκαετίας του 1970 και οι δυσκολίες μπορεί να προκάλεσαν καθυστερήσεις αλλά τελικά ισχυροποίησαν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών 

5. Βιβλιογραφία
Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος 1923-2004, Εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2004.
Λάβδας Kων/νος. Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ΕΑΠ, Πάτρα 2001
Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου. Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη, 2001

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε