Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Βοκκάκιος και ο Κόσμος του μέσα από το "Δεκαήμερο"

Η Ιταλική Αναγέννηση έθεσε τις βάσεις μίας νέας εποχής για τον κόσμο και η ουμανιστική γραμματεία αποτέλεσε ένα σημαντικό τμήμα της. Η ουμανιστική γραμματεία μπορεί να οριστεί ως το σύνολο των κειμένων που εγράφησαν κατά την περίοδο της Ιταλικής Αναγέννησης μεταξύ του 14ου και 15ου αιώνα. Μία γραμματεία εμπνεόμενη από το πνεύμα της κλασσικής Αρχαιότητας, φέροντας και το όραμα μίας νέας εποχής. Μία εκ νέου γέννηση (Αναγέννηση) του πολιτισμού μετά το πέρας της Ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας και τον «σκοταδισμό» του Μεσαίωνα.
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να προσδιορίσει τις βασικές διαφορές ανάμεσα στην αναγεννησιακή γραμματεία και την μεσαιωνική. Ακολούθως να δείξει τα καινοτόμα στοιχεία που προσέφερε ο Βοκκάκιος με το Δεκαήμερο, τόσο σε λογοτεχνικό επίπεδο όπως την πολλαπλότητα των αφηγηματικών επιπέδων, την πολυγλωσσία, το μέσο ύφος, όσο και σε εννοιολογικό επίπεδο μέσω των θέσεων του για τις σχέσεις των δύο φύλων, την θέση της γυναίκας, την κατάπτωση κοινωνικής ηθικής, τον ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας.

Παρά το γεγονός ότι κατά μεσαίωνα υπήρξαν φαινόμενα πολιτισμικής άνθησης ή «αναγέννησης» όπως η «Καρολίγγεια» (8ος – 9ος αιώνας), η περίοδος του Ουμανισμού της Ιταλικής Αναγέννησης ωθεί τους λόγιους της εποχής να αντιληφθούν, να νιώσουν και να συμβάλουν στην αλλαγή, στην νέα εποχή έχοντας στην προσπάθεια τους αυτή τη συμπαράστασή ουμανιστών ηγεμόνων, όπως οι Μεδίκοι. Οι λόγιοι τις εποχής συγκρίνουν μέσω των γραπτών τους την ουμανιστική γραμματεία με το μεσαιωνικό παρελθόν και σκιαγραφούν την εικόνα της πολιτισμικής ασυνέχειας, του κενού ανάμεσα στον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και την χριστιανική συνέχεια του. «Ο Μεσαίωνας είχε υπηρετηθεί από την Αρχαιότητα, ενώ η αναγέννηση την υπηρέτησε. Ο Μεσαίωνας έψαχνε να βρει στην Αρχαιότητα στηρίγματα πίστης, η Αναγέννηση την ερεύνησε για αυτό που ήταν[1]»
Δεδομένου του ορισμού του Ουμανισμού, ως ανθρωποκεντρικής θεώρησης του κόσμου, γίνεται διακριτή και η βασικότερη διαφορά του με την «θεοκεντρική» οπτική του Μεσαίωνα. Δεν είναι η χριστιανική θρησκεία πλέον το κέντρο της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής και των άλλων τεχνών αλλά ο άνθρωπος του οποίου η καθημερινή ζωή, τα αισθήματα, οι προβληματισμοί απεικονίζονται σε λογοτεχνικά κείμενα και έργα τέχνης. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αντιμετωπίζεται με κριτική διάθεση και με αισθήματα εμπιστοσύνης και αισιοδοξίας. Προβάλλεται το αξίωμα της αγαθότητας της ανθρώπινης φύση σε αντιδιαστολή με την αγαθότητα του Θεού των μεσαιωνικών χρόνων. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αγωνίζεται για την συνεχή βελτίωση των συνθηκών ζωής του μέσω της πλήρους αξιοποίησης των τεράστιων υλικών και πνευματικών δυνατοτήτων σε αντίθεση με το μεσαιωνικό παρελθόν που όλα επαφίονταν στον Θεό . Αποδέχεται πλέον τα γεγονότα τα οποία μπορεί να επιβεβαιώσει και να εξηγήσει και όχι ότι του υπαγορεύεται από την θρησκεία. Άρα ο άνθρωπος αναζητά την γνώση και δεν πιστεύει απλά με βάση το μεσαιωνικό αξίωμα «πίστευε και μη ερεύνα».

Το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου (Giovanni Boccaccio, 1313-1375) αποτέλεσε το πρώτο λογοτεχνικό έργο που γράφηκε σε μία σύγχρονη εθνική γλώσσα, τα Ιταλικά συγκεκριμένα, και αποτέλεσε την απαρχή των νεώτερων εθνικών ευρωπαϊκών λογοτεχνιών. Στο Δεκαήμερο διαφαίνεται για πρώτη φορά σε λογοτεχνικό κείμενο ο ρόλος του ανθρώπου μέσα από μία αισιόδοξη ματιά, ικανός να διαχειριστεί τον εαυτό του. Βασικά καινοτομικά στοιχεία του Δεκαήμερου, που το έκαναν και ευρέως γνωστό, αποτελούν αρνητική στάση προς την εκκλησία και ο ερωτισμός που απέπνεαν οι ιστορίες του. Η ουσιαστική καινοτομία του υπήρξε ότι μέσω αυτού του έργου οριοθετήθηκαν τρόπον τινά οι βασικές αρχές και κανόνες γραφής της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας θέτοντας ένα ενιαίο πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι αφηγήσεις που το συνθέτουν. Ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος δηλ η μεγάλη έκταση και η σύνθετη δομή της αφήγησης του είναι εμφανή στο Δεκαήμερο μιας και αποτελείται από 100 ιστορίες οι οποίες έχουν ένα κοινό αφηγηματικό υπόβαθρο.
Το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου εισήγαγε στην συγγραφική τέχνη την καινοτομία της πολλαπλότητας των αφηγηματικών επιπέδων. Στο έργο γίνονται διακριτά τρία αφηγηματικά επίπεδα, α) αυτό του συγγραφέα – αφηγητή του έργου, του Βοκκάκιου, β) των πρωταγωνιστών – αφηγητών των επιμέρους ιστοριών και γ) των πρωταγωνιστών των ιδίων ιστοριών. Σε κάθε ένα από τα τρία επίπεδα ο λόγος εκφέρεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τα χαρακτηριστικά με τα οποία επιθυμεί ο Βοκκάκιος να δομήσει την προσωπικότητα των χαρακτήρων του έργου του σε θέματα όπως η παιδεία ή η οπτική γωνία του ομιλούντος. Βασικά συστατικό της συγγραφικής καινοτομίας του Δεκαήμερου είναι η υιοθέτηση μέσου ύφους γραφής, «δηλαδή μεταξύ του κοινού ύφους της λαϊκής παράδοσης, που θα ήταν ανάρμοστο, και του υψηλού της τραγωδίας ή του έπους, που θα ήταν άστοχο»[2], Σημαντικά στοιχεία της γραφής στο Δεκαήμερο αποτελούν η απλότητα στην αφήγηση, η ζωντάνια στις κωμικές ιστορίες, η τρυφερότητα στις δραματικές, η αποστασιοποίηση από τους ήρωες των ιστοριών και τέλος η ειρωνεία ως μέσο επίτευξης της αποστασιοποίησης αυτής.
Στα δύο προς μελέτη διηγήματα από το Δεκαήμερο τον «Πεπτωκώ Άγγελο» και «Το Γεράκι» έντονα γίνεται διακριτή η πολλαπλότητα των αφηγηματικών επιπέδων.
Όσον αφορά το πρώτο αφηγηματικό επίπεδο αυτό διαφαίνεται πιο έντονα στην αρχή του διηγήματος του «Πεπτωκώτος Αγγέλου» όπου ο Βοκκάκιος κάνει μία σύγκριση μεταξύ της ιστορίας που προηγήθηκε και της ιστορίας που έπεται σε σχέση με το ύφος των δύο ιστοριών προκειμένου να δώσει την ανάγκη της αλλαγής κλίματος στην διαδοχή των ιστοριών: «όσο διηγιόταν την ιστορία της η Φιαμέτα, έκανε πολλές φορές να δακρύσουν οι φίλες της...»
[3] Ενώ λίγο πιο κάτω αναφέρει: «[Η Παμπινέα] Έχοντας διάθεση να διασκεδάσει κάπως την συντροφιά...»[4]
Στο δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο διακρίνουμε τον συνεπή λόγο και την πνευματική καλλιέργεια των αφηγητριών. Στο πρώτο διήγημα, τον «Πεπτωκότα Άγγελο» η καλλιέργεια της αφηγήτριας Παμπινέας διαφαίνεται μέσα από την χρήση μακροσκελών εκφράσεων με περίπλοκη σύνταξη, τον εξιδανικευμένο λόγο την αυστηρή γλώσσα και τις εν γένει πρωτοποριακές απόψεις για την εποχή αλλά και τον ρόλο της γυναίκας. Στην δεύτερη ιστορία, «Το γεράκι», είναι πιο σαφής η χρήση του μέσου ύφους όπου ο λόγος της αφηγήτριας είναι σεμνός, ευγενικός, σοβαρός: «...όχι μόνο για να γνωρίσετε την δύναμη της γοητείας σας πάνω στις ευγενικές καρδίες σας...»[5].
Σε τρίτο αφηγηματικό επίπεδο οι ήρωες των δύο διηγημάτων προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, έχουν διαφορετική μόρφωση και χρησιμοποιούν διαφορετικό λόγο.
Στο διήγημα του «Πεπτωκώτος Αγγέλου» σκιαγραφείται ο πρωταγωνιστής αδελφός Αλμπέρτος ώς «ένας παλιάνθρωπος, ανήθικος και διεφθαρμένος»
[6] σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς της αφηγήτριας – Παμπινέας, να αρθρώνει ένα λόγο λαϊκό, δείχνοντας στοιχεία κουτοπόνηρου ανθρώπου: «δεχτείτε να έρθει [ο Αρχάγγελος Γαβριήλ] μέσα στο σαρκίο μου»[7], που θέλει να εκμεταλλευτεί την ηλιθιότητα της ηρωίδας δόνας Λιζέτας η οποία ομιλεί με ένα λαϊκό και ανόητο ύφος: «Εγώ σας το έλεγα αδελφέ Αλμπέρτο πως η ομορφιά μου είναι ουράνια.»[8]
Στο διήγημα «Το γεράκι» βλέπουμε ότι ευγενικής καταγωγής άτομα, όπως ο Φεντερίγκο, η μόνα Τζιοβάνα και ο υιός της χρησιμοποιούν πληθυντικό για να μιλήσουν μεταξύ τους ακόμα και αν το επίπεδο της σχέσης του παιδιού προς μητέρα: «Μητέρα, αν τα καταφέρετε να αποκτήσω...»[9]. Ο ήρωας Φεντερίγκο απευθυνόμενος στην Τζιοβάνα επίσης χρησιμοποιεί πληθυντικό: «Δέσποινα μου, καμία ζημιά δεν θυμάμαι να έχω πάθει ποτέ εξαιτίας σας...»[10]
Την παραπάνω πολλαπλότητα των αφηγηματικών επιπέδων συναντάει κανείς και στον Γάλλο François Rabelais (1484-1553) που με το έργο του Γαργαντούας και Πανταγρυέλ αποτέλεσε τον δεύτερο μεγάλο, μετά τον Βοκκάκιο, πρωτοπόρο της νεώτερης μυθιστοριογραφίας. Στο συγγραφικό έργο του Ραμπελαί διακρίνονται χαρακτηριστικά που διέπουν και το έργο του Βοκκάκιου. Ουμανιστική λογιοσύνη, αντί-εκκλησιαστική στάση, πολυεπίπεδη αφήγηση με ύφος που άλλες φορές είναι διδακτικό και φιλοσοφικό ενώ άλλες φορές σατυρικό ή ακόμα και χυδαίο. Στο έργο του ο Ραμπελαί διακωμωδεί με φιλοσοφικό και ταυτόχρονα ειρωνικό τρόπο τα υπόλοιπα είδη της γραμματείας δημιουργώντας ένα νέο είδος, την παρωδία.
Το εννοιολογικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Δεκαήμερου
Στην ιστορία του «Πεπτωκώτος Αγγέλου» ο Βοκκάκιος εκφράζει ένα κριτικό πνεύμα μέσω μίας κωμικής ιστορίας. Ο Βοκκάκιος ασκεί έντονη κριτική στην καθολική εκκλησία, η οποία εκφράζεται σε δεύτερο αφηγηματικό επίπεδο μέσα από τον πρόλογο της αφηγήτριας - Παμπινέας για το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του κλήρου, τον υπερβολικό πλούτο: «κοιτάξτε τις πτυχές που κάνουν οι κάπες τους»[11], την ανήθικη ζωή τους: «..τα βίτσια στα οποία εντρυφούν πρώτοι και καλύτεροι αυτοί»[12]. Εκτός από την Εκκλησία ο Βοκκάκιος μέσω της Παμπινέας ασκεί κριτική και στην κατάπτώση των ηθών των πολιτών χαρακτηρίζοντας επί παραδείγματι τη Βενετία «πανσπερμία βίτσιου»[13] όπου η προσωπική ζωή του κάθε πολίτη γίνεται γνωστή παντού: «...σε λιγότερο από δύο μέρες, το ‘χε τούμπανο ολόκληρη η Βενετία»[14], και ο εξευτελισμός του αναπόφευκτος μερικές φορές: «...όποιος ήθελε να δει τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, δεν είχε παρά να πάει στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου – τέτοια είναι η βενετσιάνικη τιμιότητα»[15].
Ενδιαφέρον είναι και ο τρόπος που παρουσιάζει τις σχέσεις των δύο φύλων ο Βοκκάκιος στα δύο αυτά διηγήματα του. Στο μεν «Πεπτωκότα Άγγελο» παρουσιάζεται η σχέση του αδελφού Αλμπέρτο ο οποίος αντιλαμβάνεται την σχέση με το άλλο φύλο ως μία καθαρά σαρκική πράξη και ως εκ τούτου με πονηριά σπεύδει να κατακτήσει την «νεαρή, ανόητη και κουτή» Λιζέτα ντα Κουιρλινο: «Ο αδελφός Αλμπέρτο πήρε είδηση τη βλακεία της, με άλλα λόγια πως το έδαφος ήταν πρόσφορο για το υνί του...»
[16]
Στο «Γεράκι» αντίθετα έχουμε μια αναφορά στον υψηλό, ανιδιοτελή έρωτα του Φεντερίγκο που θυσίασε τα πάντα για την αγαπημένη του Τζιοβάνα. Στο διήγημα αυτό οι δύο ήρωες είναι αριστοκράτες, καλλιεργημένοι των οποίων οι δυσμενείς καταστάσεις τους φέρνουν στο τέλος κοντά. Η σχέση τους είναι ευγενική, οι διάλογοι τους, εκφρασμένοι σε πληθυντικό ευγενείας, είναι πνευματώδεις, και διαπνέονται από τα συναισθήματα τους, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους. Το αίσιο τέλος στην ιστορία είναι φόρος τιμής στον ιδανικό έρωτα.

Με βάση την ουμανιστική θεώρηση ο ουμανιστής άνθρωπος αποτελεί το κέντρο της ζωής, ερχόμενος σε επαφή με την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία και μέσω αυτών με την ενασχόληση με τις τέχνες, τα γράμματα, τις επιστήμες και τον δημόσιο βίο, επιτυγχάνει την πνευματική, πολιτιστική και πολιτική καλλιέργεια. Έρχεται κατά συνέπεια σε αντίθεση με την μεσαιωνική γραμματεία που τοποθετούσε πάνω από όλους τους τομείς της σκέψης την θεολογία και δομούσε την κοινωνία με βάση αυτήν. Ο άνθρωπος λαμβανόταν ως ένα αδύναμο πλάσμα σημαδεμένο με την σφραγίδα του προπατορικού αμαρτήματος και η επίγεια ζωή ήταν ένα αναγκαίο πέρασμα όπου έπρεπε να ασχολείται μέσω των πράξεων και τις πίστης για την πορεία του προς την μετά ζωή στον παράδεισο.
Ηγετικό ρόλο στην ουμανιστική γραμματεία έχει ο Βοκκάκιος που με το έργο του Δεκαήμερο ορίζει την μυθιστοριογραφία αποτελώντας πρότυπο και καινοτομώντας με την χρήση της πολλαπλότητας των αφηγηματικών επιπέδων και την χρήση του μέσου ύφους, στοιχεία που παρουσιάζονται και στο μεταγενέστερο συγγραφέα Ραμπελαί.
Ο Βοκκάκιος καινοτομεί και με τις ιδέες του μέσω τις κριτικής στην κραταιά καθολική εκκλησία, την ειρωνεία του για τα ήθη της εποχής, τις σχέσεις των δύο φύλλων.
[1] Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine, Ευρωπαικά Γράμματα,Τόμος Α’, σελ.256, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1992
[2] Γ. Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Α’, σελ. 154, ΕΑΠ, Πάτρα 1999
[3] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον,σελ. 319, μτφρ Κ. Πολίτης, Εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 1993.`
[4] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.320
[5] Βοκκάκιος, «Το Γεράκι» (1355) στο: Δεκαήμερον, σελ 12, μτφρ. Ν. Σαρλής, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1972.`
[6] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.321
[7] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.324
[8] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.323
[9] Βοκκάκιος, «Το Γεράκι» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.14
[10] Βοκκάκιος, «Το Γεράκι» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.15
[11] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.320
[12] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.320
[13] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.321
[14] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.327
[15] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.328
[16] Βοκκάκιος, «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» (1355) στο: Δεκαήμερον, ό.π. σ.322

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΚΟ και κοινωνικές συγκρούσεις

Εισαγωγή Μία από τις πλέον διαδεδομένες έννοιες στη σύγχρονη πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή μαζί με αυτήν της «παγκοσμιοποίηση» είναι η έννοια της «Κοινωνίας των Πολιτών» (εφεξής στο κείμενο ΚΠ). Αν και η έννοια της ΚΠ αναφέρεται στις κοινωνικές επιστήμές από παλιά, ωστόσο την τελευταία δεκαετία έχει ξαναβρεθεί στο επίκεντρο του πολιτικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος και ο λόγος είναι οι αλλαγές στη σύγχρονη κοινωνία. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο καθηγήτη Βούλγαρη, η κοινωνία των πολιτών θεωρείται αντίβαρο απέναντι στην φθορά, την απο-ηθικοποίηση, την αποξένωση και τη χαλάρωση της κοινωνικής συνοχής στα δημοκρατικά καθεστώτα της ύστερης νεωτερικότητας και των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Η δεύτερη έννοια που θα μας απασχολήσει είναι αυτή της κοινωνικής σύγκρουσης και στα πλαίσια της συγκεκριμένης εργασίας θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τον βαθμό σύνδεσης της ΚΠ με τις κοινωνικές συγκρούσεις. Η δομή της εργασίας είναι η ακόλουθη. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα παρουσιαστούν οι έννοιες

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή