Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ψύγματα ρομαντικής ποίησης: Αναφορά σε Keats, Baudelaire, Pavese

Εισαγωγή

O 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από την εμφάνιση του πλέον επιδραστικού πνευματικού κινήματος από την εποχή της Ιταλικής Αναγέννησης, του ρομαντισμού. Το ρομαντικό κίνημα επηρεάζει την γραφή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες ωθώντας σε μία νέα πορεία την λογοτεχνία άλλα και τις λοιπές τέχνες. Ο ρομαντισμός έρχεται σε αντίθεση με τον νεο-κλασικισμό και τον ορθολογισμό διαμορφώνοντας έναν λογοτεχνικό κόσμο που κεντρίζει την φαντασία και κερδίζει το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Με κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην γραφή του το φανταστικό, το μυστήριο και τα όνειρα και με βασικό όπλο στην φαρέτρα του, το συναίσθημα, ο ρομαντικός ποιητής έρχεται σε σύγκρουση με τον ορθολογικό τρόπο σκέψης και έκφρασης που μέχρι τότε δέσποζε ως απόρροια του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Ο ρομαντικός συγγραφέας δημιουργεί ήρωες δύσθυμους, μελαγχολικούς και ανήσυχους αλλά και ενίοτε κοινωνικούς επαναστάτες. Σκιαγραφεί υπάρξεις απογοητευμένες και ασθενικές που ακροβατούν ανάμεσα στην λογική και το παράλογο, περιγράφει ερείπια και νεκροταφεία σαν κομμάτι της καθημερινής ζωής.

Το ρομαντικό ποιητικό κίνημα ξεκινώντας στις αρχές του 19ου αιώνα με κύριους εκπροσώπους τους Byron, Shelley, Leopardi, Keats εξελίχθηκε μέσω τον διαφόρων ποιητικών ρευμάτων του, μπολιάστηκε από την γραφή του Baudelaire, ο οποίος «αφομοιώνει την ουσία του αισθητισμού, καθορίζει τη λογοτεχνική ευαισθησία του συμβολισμού και της παρακμής και προετοιμάζει την εκδήλωση της νεωτερικής ποίησης[1]». Νεωτερική ποίηση που διαμορφώνεται στον 20ο αιώνα από ποιητές όπως ο Cesare Pavese που διαθέτουν τα ρομαντικά στοιχεία απλοποιημένα από την επίδραση του ρεαλισμού.

Χαρακτηριστικά των ποιητικών ρευμάτων του 19ου αιώνα

Η ποίηση αναδεικνύεται την περίοδο του ρομαντισμού το κατεξοχήν εκφραστικό μέσο της νέας αισθητικής, σε βαθμό που ο προσδιορίζεται ο ρομαντικός δημιουργός ως ποιητής στην συνείδηση του αναγνώστη[2]. Στην έκρηξη της ποιητικής ευαισθησίας συνέβαλαν ιστορικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί, και θρησκευτικοί παράγοντες οι οποίοι επηρέασαν την σκέψη των δημιουργών και αυτοί απέδωσαν σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο την ποιητική τέχνη τον 19ο αιώνα. Εξάλλου το ποιητικό πεδίο παρέμενε ο πλέον πρόσφορος λογοτεχνικός τομέας για να λάβει χώρα η ανανέωση που επαγγελόταν ο ρομαντισμός. Ο ρομαντικός ποιητής αναδεικνύει το συναίσθημα σε κύριο εκφραστικό στοιχείο εκφράζοντας απόκρυφα συναισθήματα, προσωπικές προτιμήσεις και αποκαλύπτοντας την ψυχή του. Η εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του ποιητή συνδέεται άμεσα με τον κόσμο και την φύση που τον περιβάλει αλλά και με τις προσωπικές, ιστορικές και εθνικές μνήμες του. Η ρομαντική ποίηση κατηγοριοποιήθηκε σε διάφορα ποιητικά ρεύματα.

Η ελεγειακή ποίηση έχει ως αναφορά την νοσταλγική αναπόληση της χαμένης αγάπης. Εκτός από αυτό αποτελεί και την ποίηση του θρήνου και της μελαγχολίας με βασικά χαρακτηριστικά την αγωνία του έρωτα, την αναπόληση του ιδανικού και την απογοήτευση.

Η ελεγεία μαζί με το σονέτο, τις ωδές και διάφορα στιχουργήματα, υμνούν τον έρωτα ορίζοντας την ερωτική ρομαντική ποίηση, η οποία δεν εκφράζει τόσο τον αισθησιασμό όσο την επιθυμία και το πάθος για την ολοκληρωτική κατάκτηση του αγαπημένου προσώπου. Το χαρακτηριστικό όμως είναι ότι η εξωτερίκευση εκφράζεται με θλίψη, μελαγχολία και ονειροπόληση. Κορυφαίοι ελεγειακοί αλλά κυρίως ερωτικοί ποιητές υπήρξαν οι Byron, Shelley, Hugo, Musset, Heine.

Η φιλοσοφική και θρησκευτική ποίηση εκφράζει τις προσωπικές ανησυχίες του ποιητή και την προσπάθεια του να δώσει απαντήσεις σε διάφορους προβληματισμούς του χωρίς να διαμορφώνει ένα οργανωμένο σύστημα φιλοσοφικών ιδεών. Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι το αφηρημένο ύφος, το έντονα συγκινησιακό περιεχόμενο εκφραζόμενο με αφηγηματικό ή περιγραφικό τρόπο. Ερεθίσματα που δέχεται ο ποιητής από τα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα του 19ου αιώνα, το πεπρωμένο, τη ζωή και τον θάνατο του προκαλούν σκέψεις και προβληματισμούς που αποτυπώνονται στα ποιήματα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της φιλοσοφικής και θρησκευτικής ποίησης αποτελεί ο σπιριτουαλισμός (spiritualisme) που εξυμνεί το θεϊκό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτού το είδους ρομαντικής ποίησης υπήρξαν οι de Vigny και Leopardi.

Ενώ η φιλοσοφική ποίηση αγγίζει τον υψηλότερο βαθμό έκφρασης, ποιητές όπως ο Wordsworth διαμορφώνουν την καθημερινή ποίηση παρουσιάζοντας στα ποιήματα τους την ταπεινή καθημερινή πραγματικότητα και αναδεικνύοντας την ποιητική τους αξία. Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης αυτής αποτελούν οι συγκινήσεις που προσφέρουν οι εικόνες καθημερινής, οικογενειακής και αγροτικής ζωής. Εκτός από τον Wordsworth καθημερινή ποίηση έγραψε και ο Hugo.

Οι εικόνες της καθημερινής ζωής από την ύπαιθρο διαμορφώνουν ένα άλλο είδος ποίησης με αναφορές στην φύση. Εν γένει η φύση ενέπνευσε σε σημαντικό βαθμό και με διαφορετικούς τρόπους τους ρομαντικούς ποιητές. Ποικίλα ποιήματα αναφέρονται στην φύση με δυϊκό τρόπο. Αφενός με θετική διάθεση μέσω της περιγραφής της ομορφιάς του τοπίου, της αισθητικής και καλλιτεχνικής ηδονής που αποπνέει το φυσικό περιβάλλον και αφετέρου με μια μελαγχολική διάθεση μέσω της αποστροφής που μπορεί να προκαλεί η φύση στα μάτια του ποιητή εκτιμώντας τον διαφορετικό ρόλο που έχει ο άνθρωπος σε σχέση με την φύση. Αυτός ακριβώς ο διχασμός σε σχέση με την φύση ωθεί αρκετούς ποιητές στην αναζήτηση απαντήσεων για μεταφυσικών ερωτημάτων που τους γεννιούνται.

Η επικολυρική ποίηση έλκει την θεματολογία της από την παράδοση και την ιστορία συνήθως εθνική αλλά και από θρύλους, τοπικές παραδόσεις, μεσαιωνικές ιστορίες αλλά και την φαντασία του ποιητή.

Η γυναίκα, ο έρωτας και ο θάνατος.

Στο ποίημα του «La belle dame sans merci»(1820) ο John Keats (1795-1821), από τους σημαντικότερους ποιητές του Ρομαντικού ποιητικού κινήματος, παρουσιάζει έναν ιππότη, τον οποίο συναντά ένας περαστικός, πιθανόν ο ίδιος ο ποιητής, και ο οποίος αργοπεθαίνει: «Ω καβαλλιέρε εσύ χλωμέ[1]», μέσα σε ένα έντονα μελαγχολικό τοπίο: «Για κοίταξε, μαράθηκαν της λίμνης τα χορτάρια[2]». Ο ιππότης σιγοψιθυρίζει την συνάντηση του με μία όμορφη αλλά αλλόκοτη γυναίκα. O Keats περιγράφει την γυναίκα σαν μάγισσα δίνοντας έμφαση στο ποίημα του στο μεταφυσικό στοιχείο: «Μια ωραία, πολύ ωραία, την κόρη κάποιας μάγισσας[3]», «Κ' είχε δυο μάτια μαγικά». Ο ιππότης παρά το γεγονός ότι δεν την καταλαβαίνει την ερωτεύεται και περιγράφει τον έρωτα που ένιωσε για αυτήν με έντονα ρομαντικά στοιχεία: «Κι' εγώ λουλούδια εταίριαξα», «Στο γοργονάλαφρο άτι μου Την έβαλα καβάλλα[4]». Ο ιππότης την θεωρεί ιδανική, όμορφη, περίεργη και την ερωτεύτηκε διότι νόμισε ότι τον ερωτεύτηκε και αυτή: «Και σαν να μ' αγαπούσε[5]». Ένας έρωτας ρομαντικός αλλά ανώφελος, ένας έρωτας που στην περίπτωση του ποιήματος του Keats καταλήγει στον θάνατο. Η κοπέλα αυτή ήταν ο θάνατος για τον ιππότη, όπου τον αποπλάνησε με την ομορφιά της και τον κατέστρεψε οδηγώντας τον στο βασίλειο της ως σκλάβο: «Να μου φωνάζουν: η άπονη,σε έχει πιασμένο σκλάβο[6]».

Ο Charles Baudelaire (1821-1867), όντας ένας άνθρωπος μονομανής με την ακολασία, τον θάνατο και την έκλυτη ζωή, στο ποίημα του «Το ψοφίμι» από την ποιητική συλλογή του «Τα Άνθη του Κακού» αναφέρεται στον θάνατο με ένα τρόπο έντονα φρικιαστικό, αναπαράγοντας ένα νοσηρό κλίμα παρομοιάζοντας την αποσύνθεση ενός ψοφιμιού: «ένα ψοφίμι στα χαλίκια φριχτό![7]» με τον θάνατο της αγαπημένης του «Κι όμως θα γίνεις σαν και το ψοφίμι αυτό το απαίσιο[8]». Ο Baudelaire παρουσιάζει με αυτόν τον τρόπο την έσχατη προσωρινότητα της ύπαρξης: «άνοιγε την κοιλιά του τη δυσώδικη[9]» στο ποίημα του επηρεαζόμενος από τις ακρότητες του αισθητισμού που επικρατούν την συγκεκριμένη εποχή στο ρομαντικό κίνημα, όπου το παράξενο και το απεχθές αναμειγνύονται με το όμορφο και το αισθητικό: «σαν τη σαπίλα τούτη τη φριχτή, αστέρι των ματιών μου κι ήλιε, εσύ, της πλάσης μου[10]», αναζητώντας αισθησιακές απολαύσεις ακόμα και στην ηδονή του θανάτου. Η γραφή του Baudelaire είναι συμβολική όπου η σχέση θανάτου και γυναίκας στο ποίημα του Baudelaire προσεγγίζεται μέσω της σύγκρισης της υλικότητας του θανάτου που αντιπροσωπεύει το ψοφίμι σε σχέση με την ματαιοδοξία της ομορφιάς και του έρωτα που κάποια στιγμή λόγω θανάτου θα πάψουν να υπάρχουν. Έτσι και η γυναίκα: «εσύ άγγελέ μου, αγάπη μου τρελή[11]», όταν θα πεθάνει: «όταν την ύστερη πνοή θ' αφήσεις της ζωής[12]», θα καταντήσει σαν αυτό το ψοφίμι, αλλά η μνήμη θα διαφυλάξει την ψυχή του έρωτα που έχει χάσει την φυσική του υπόσταση: «η φόρμα και τη θεία ουσία φύλαξα[13]».

O Cesare Pavese (1908 - 1950) στο ποίημα του "Ο θάνατος θά 'ρθει" από την ομώνυμη ποιητική συλλογή, απέχει από το υπερφυσικό κλίμα του Keats και το νοσηρό του Baudelaire. Στο ποίημα αυτό ο Pavese παρουσιάζει μία ρεαλιστική εικόνα του θανάτου, όπου ο θάνατος λαβαίνει την μορφή της γυναίκας με την οποία είναι ερωτευμένος ο ποιητής: «Ο θάνατος θαρθεί και θάχει τα μάτια σου». Σύμφωνα με τον Ευριπίδη Γαραντούδη «Ο Παβέζε παρασύρθηκε στη δίνη της τελευταίας ερωτικής του απογοήτευσης, πρόλαβε να την εκφράσει σε λιγοστά ποιήματα και στη συνέχεια πρόσθεσε τον εαυτό του διαλεκτό θύμα στον μακρύ κατάλογο των ερωτικά απελπισμένων αυτοκτόνων.[14]». Ο Pavese εκφράζει μέσω του ποιήματος αυτού τον ατελέσφορο και ανώφελο έρωτά του: «Τα μάτια σου θάναι ένας λόγος ανώφελος[15]» και συνδέει την ερωτική του αποτυχία με τον θάνατο. Στο ποίημα διακρίνεται μία έντονη δραματικότητα και το λυρικό στοιχείο είναι εμφανές στην συσχέτιση του θανάτου με τον έρωτα: «Θάναι σα ν' απαρνιόμαστε ένα πάθος[16]».

Ομοιότητες, διαφορές και χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ποιημάτων

Βασική ομοιότητα των τριών ποιημάτων αποτελεί το γεγονός ότι διασύνδεουν την γυναίκα με τον θάνατο. Όμως αυτό γίνεται με διαφορετικές εικόνες. Ο Keats χρησιμοποιεί μυστηριακές εικόνες του υπερφυσικού προερχόμενες από την λαϊκή παράδοση. Η εικόνα του ιππότη, σύμβολο δύναμης και κουράγιου, η περιγραφή της μυστηριώδους γυναίκας, όμορφη και απόκοσμη, αλλά και η εικόνα της κόλασης με τους πολλούς σκλαβωμένους ήρωες και βασιλιάδες νικημένους από μία γυναίκα είναι στοιχεία παρμένα από τις λαϊκές παραδόσεις. Ο Keats δεν παρουσιάζει μόνο τον καβαλάρη να πεθαίνει αλλά παρουσιάζει και μία ολόκληρη νεκρή φύση κάνοντας την εικόνα απόκοσμη για τον αναγνώστη. Δεδομένης και της εποχής του, στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου η ρομαντική περίοδος είχε επικρατήσει με τους Byron, Shelley και άλλους, ο Keats παρουσιάζει έντονα τα ρομαντικά στοιχεία που προσδιορίζουν την γραφή του και την ταξινομούν ως λαϊκή μπαλάντα, όπως το ονειρικό στοιχείο και το λεξιλόγιο με τις ερωταποκρίσεις. Ο Keats δεν επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν την θρησκεία, την ηθική ή την πολιτική. Κυρίως γράφει για τις αισθήσεις και την ίδια την ζωή.

Στον δε Baudelaire ο θάνατος έχει μία αίσθηση νοσηρότητας. Η γυναίκα δεν παίζει το ρόλο του φέροντα τον θάνατο αλλά παρομοιάζεται η ομορφιά της με αυτήν ενός νεκρού ζώου. Ο Baudelaire μακριά από την ρομαντική λογική του Keats, αλλά φέροντα «ένα τιθασευμένο ρομαντισμό[17]», αν και ο ίδιος εναντιώνεται στο ρομαντικό κίνημα τόσο για θεματολογία όσο και για την αισθητική που αυτό φέρει, έρχεται με έναν αψύ και φρικιαστικό τρόπο, διαμορφώνοντας ένα νοσηρό κλίμα, να τονίσει την υλικότητα της ζωής και την επερχόμενη φθορά του ανθρώπου. Ο Baudelaire δεν θέλει να σοκάρει με την γραφή του, αλλά να αποτυπώσει την αλήθεια, και στην δική του φαντασία το ωραίο δεν συμβαδίζει κατ’ ανάγκη με το πραγματικό θεωρώντας ότι δεν υπάρχει λόγος αυτό, δηλ. το πραγματικό και ενίοτε νοσηρό, να αποκρύπτεται. Χρησιμοποιώντας ακόμα και γλωσσικές ακρότητες κατά την δόμηση του λόγο του, αναδεικνύει εκφραστικά σχήματα που παραπέμπουν στην «αρρώστια του αιώνα» το spleen δηλ. τον οδυνηρό συνδυασμό πλήξης και μελαγχολίας. Ο Γ. Σημηριώτης στο εισαγωγικό σημείωμα του για την μετάφραση του έργου «Τα Άνθη του Κακού» αναφέρει για την δυσκολία της μετάφρασης του έργου του Baudelaire: «Ώρες και μέρες, πολλές φορές σταματούσα σε κάθε ποίημα του και πάλευα για να αποδώσω όσο μπορούσα καλύτερα και πιστότερα στην γλώσσα μας, τη σκέψη, το αίσθημα, τη μουσική, το χρώμα, την ατμόσφαιρα, το στίχο και προπαντός τον τραγικό του πόνο και τον κλασσικό του λακωνισμό[18]»

Στον Pavese η γλώσσα είναι πιο γήινη, πιο απτή στον μέσο αναγνώστη αλλά και πιο ρεαλιστική. Εδώ επίσης η γυναίκα συσχετίζεται με τον θάνατο αλλά έχει έναν πιο ευγενή ρόλο, αυτόν του φέροντα έναν γλυκό και όμορφο θάνατο όπως ακριβώς και η παρουσία της φέρει την ομορφιά στην ζωή του άνδρα. Κατά τον Σ. Τριβιζά: «ο ποιητικός λόγος περιστρέφεται γύρω από τη γυναίκα αντικείμενο επιθυμίας αλλά και προάγγελο θανάτου[19]».Κατά τον Ευριπίδη Γαραντούδη «η γυναίκα, είναι ιδωμένη σαν κάτι σκοτεινό και ασύλληπτο, βαπτίζει τα πάντα στην ύπαρξη αλλά και επιφέρει τη φθορά τους, είναι μια εξαίσια επίβουλη θεά που ασκεί την εξουσία της πάνω στους ανίσχυρους θνητούς, αντικείμενο λατρείας και προάγγελος θανάτου, ελπίδα και πόνος[20]


Επίλογος

Το ρομαντικό κίνημα ανανέωσε ριζικά (στα τέλη του 18ου και ως τα μισά περίπου του 19ου αιώνα) την ευρωπαϊκή λογοτεχνία αποτελώντας ένα ευρύ και ποικιλόμορφο φαινόμενο το οποίο επηρέασε ευρύτερα την ανθρώπινη σκέψη και ευαισθησία. Η γυναίκα, ο έρωτας, ο θάνατος αποτελούν πλέον κύριο αντικείμενο μελέτης και ενασχόλησης για τους ρομαντικούς ποιητές. Διαμορφώνοντας την ποίηση τους ανάλογα με τις επιδράσεις τους η ρομαντική ποίηση εξελίσσεται από την λυρική μπαλάντα με έντονη χρήση του φανταστικού στοιχείου του Keats μέχρι την νοσηρά αναπαράσταση του έρωτα του Baudelaire. Και από εκεί στην νέο-ρεαλιστική ματιά του Pavese με τον απλό και γήινο λόγο. Αλλά σε όλα αυτά τα στάδια υπάρχει έντονο το ρομαντικό στοιχείο.
Βιβλιογραφία

* Γκότση Γ, Προβατά Δ. , Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, Τόμος Β’,ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

* Benoit-Dusausoy Annick. & Fontaine Guy (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Ζήρας κ.ά τ.Β’, Σόκολη, Αθήνα 1999.

* Baudelaire Charles, Άνθη του Κακού, μτφ. Γ.Σημηριώτης, Εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 1991

* Pavese Cesare, ''[Είσαι η γη και ο θάνατος]'', Ο θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου, Μετάφραση Σωτήρης Τριβιζάς, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1997

Σχετικοί Ιστοχώροι

* http://www.komvos.edu.gr

* http://www.john-keats.com

* http://fleursdumal.org



[1] John Keats, "La belle dame sans merci", στον τόμο: Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Ι. Ν. Σιδέρη, χ.χ.έ., σσ. 114-117.

[2] John Keats, Στο ίδιο

[3] John Keats, Στο ίδιο

[4] John Keats, Στο ίδιο

[5] John Keats, Στο ίδιο

[6] John Keats, Στο ίδιο

[7]Baudelaire Charles, "To ψοφήμι", Tα άνθη του κακού, μτφ. Γ. Σημηριώτης, Αθήνα, εκδ. Xρυσή Δάφνη, χ.χ.έ. , σσ. 60-62.

[8] Baudelaire Charles, Στο ίδιο

[9] Baudelaire Charles, Στο ίδιο

[10] Baudelaire Charles, Στο ίδιο

[11] Baudelaire Charles, Στο ίδιο

[12] Baudelaire Charles, Στο ίδιο

[13] Baudelaire Charles, Στο ίδιο

[14] Ευριπίδης Γαραντούδης, "Μια συλλογή από σπαραγμούς", εφ. Το Βήμα (1 Μαρτίου 1998) – Από τον ιστοχώρο http://www.kmvos.edu.gr.

[15] Cesare Pavese (μτφ. Αλεξ. Τραϊανός),"Ο θάνατος θά 'ρθει", Το Δέντρο 26 (Μάρτιος 1985) 293

[16] Cesare Pavese, Στο ίδιο

[17] Α. Benoit-Dusausoy, G. Fontaine, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Τόμος Β’, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1992, σελ 527

[18] Γ.Σημηριώτης, Εισαγωγή στα «Ανθη του Κακού» του Charle Baudelaire, Εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 1991.

[19] Τσέζαρε Παβέζε, ''[Είσαι η γη και ο θάνατος]'', Ο θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου, Μετάφραση Σωτήρης Τριβιζάς, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1997, σ. 28.

[20] Ευριπίδης Γαραντούδης, "Μια συλλογή από σπαραγμούς", εφ. Το Βήμα (1 Μαρτίου 1998) – Από τον ιστοχώρο http://www.kοmvos.edu.gr


[1] Γ. Γκότση, Δ. Προβατά, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Β’, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 96

[2] Στον 20ο αιώνα η έννοια ρομαντικός, και κάτω από την επίδραση του νέο-ρεαλισμού, έλαβε μία αρνητική χροιά απεικονίζοντας τον ρομαντικό άνθρωπο ως αιθεροβάμων.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε