Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το κοινωνικό συμβόλαιο: Hobbes εναντίον Locke

«... να διαθέσω τη δικαιοσύνη και την αιδημοσύνη
Μεταξύ των ανθρώπων ήν να την διανείμω σε όλους;»
«Σε όλους» είπε ο Ζεύς, «και όλοι να μετέχουν
Γιατί, αν ολίγοι μετέχουν σε αυτές
Είναι αδύνατον να υπάρξουν πόλεις»
Πλάτωνας

«Από αυτά φανερώνεται ότι η πόλις είναι κάτι κατά φύσιν,
Και ότι ο άνθρωπος είναι από την φύση του πολιτικό ζώον»
Αριστοτέλης


Εισαγωγή

Υπήρξε μία ανάγκη να βρεθεί ένας τρόπος ώστε η πολιτική εξουσία του κυβερνώντος και η πολιτική υποχρέωση του κυβερνώμενου να νομιμοποιηθούν. Να υπάρξει ένα σύνολο κανόνων κοινά αποδεκτών που να έχουν συμφωνηθεί εκατέρωθεν και να διέπουν τις μεταξύ των σχέσεις, υποχρεώσεις και δεσμεύσεις. Παρά το γεγονός ότι αρκετοί στοχαστές από την εποχή των Πλάτωνα (427-347 π.Χ) και Αριστοτέλη (384-322 π.Χ) προσπάθησαν να οριοθετήσουν την ανάγκη ύπαρξης της πολιτικής κοινωνίας, όλες οι θεωρίες αναφορικά με τον τεχνητό τρόπο παραγωγής της πολιτικής κοινωνίας μέσω μίας συνθήκης δεν υπήρξαν αρκούντως επεξεργασμένες και δεν εισχώρησαν σε βάθος προς μία συνεκτική θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου.
Αυτό το κατάφεραν οι Άγγλοι φιλόσοφοι Thomas Hobbes (1588-1679) και John Locke (1632-1704) οι οποίοι λαμβάνοντας κριτικά υπόψιν τους τις μέχρι την εποχή τους πολιτικές θεωρήσεις, παρουσίασαν δύο διαφορετικές εκδοχές της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου, δηλ. της ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων βάσει ενός νομικού πλαισίου και βάσει καθορισμένων συμβάσεων, συνδέοντας αυτές με διαφορετικές αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες αντιλήψεις για τα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης.
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας παρουσιάζονται συνοπτικά οι συμβολαιακές πολιτικές θεωρίες των Hobbes και Locke που σκοπό είχαν να ικανοποιήσουν την ανάγκη ύπαρξης οργανωμένου κράτους, πολιτικής εξουσίας και πολιτικής υποχρέωσης στα πλαίσια αυτού.

Ο πρωτοπόρος Hobbes
Κάποια βιογραφικά δεδομένα

Ο Στυλιανού στο συνθετικό έργο του για τις συμβολαιακές θεωρίες αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Hobbes τον θεμελιωτή και αυθεντικότερο εκπρόσωπο για τις θεωρίες αυτές.
Βιώνοντας τα χρόνια του Εμφύλιου Πολέμου στην Αγγλία (1642-1645) o Hobbes δόμησε μία πολιτική σκέψη που συγκροτήθηκε γύρω από την απαισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση, την οποία και μετέτρεψε (την σκέψη) σε δημιουργικότατη γραφή και φιλοσοφική πρωτοπορία.
Η πρωτοπορία του έγκειται στο ότι μέχρι την εποχή του, οι πολιτικοί στοχαστές σαν στόχο είχαν την κριτική, τον περιορισμό και την μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής εξουσίας και διόλου δεν ασχολήθηκαν με την πολιτική εξουσία. Πρωτοπορεί επίσης και στο τρόπο με τον οποίο όρισε νομικά το κοινωνικό συμβόλαιο διότι παρά το γεγονός ότι ο όρος εμφανίζεται τόσο στους Στωικούς φιλόσοφους της αρχαιότητας όσο και στους προγενέστερους από αυτόν φιλόσοφους Hugo Grotius (1583-1645) και Jean Bodin (1529-1596), δεν περιγράφεται επαρκώς. Για αυτούς η πολιτική κοινωνία δομείται «μέσω της συναίνεσης και των αμοιβαίων υποσχέσεων».
Σύμφωνα με τον Quinton, ο Hobbes συγγράφοντας στα 1651 ένα από τα σημαντικότερα βιβλία πολιτικής φιλοσοφίας, το «Λεβιάθαν (Leviathan or the Matter, Form and Power of a Commonwealth, Ecclesiastical and Civil)» έθεσε σε λειτουργία τον διανοητικό μηχανισμό της φυσικής κατάστασης, του φυσικού νόμου και του συμβολαίου με σκοπό να ενισχύσει την κρατική εξουσία στον μέγιστο βαθμό.

Το κοινωνικό συμβόλαιο κατά τον Hobbes

Ήδη από το 1640, στην πραγματεία του «Τα στοιχεία του φυσικού και πολιτικού νόμου», ο Hobbes παρουσίασε την χαρακτηριστική του αρχή ότι η κοινωνική ειρήνη προϋποθέτει την ύπαρξη μίας απόλυτης και αδιαίρετης κυρίαρχης εξουσίας. Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Hobbes μιλάει για πρώτη φορά για το κοινωνικό συμβόλαιο ως απαραίτητο στοιχείο για την δόμηση της κοινωνίας σε θεσμοθετημένη συμπολιτεία.
Στον Λεβιάθαν ο Hobbes έρχεται να παρουσιάσει ολοκληρωμένα την ανάγκη σύναψης του κοινωνικού συμβολαίου. Αφού αναλύσει πρώτα τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για την ειρήνη και την ασφάλεια των πολιτών δίνει κατόπιν μία συνταγή για την οικοδόμηση ενός ιδεώδους κράτους το οποίο θα ικανοποιεί τις παραπάνω προϋποθέσεις.

Σε τι απαντά ο Λεβιάθαν;

Ο Hobbes έρχεται αρχικά να συμπληρώσει στην αδύνατη ανάλυση Grotius για το κοινωνικό συμβόλαιο κυρίως το σημείο που αφορά την έλλειψη ικανοποιητικής απάντησης στο πρόβλημα της μετάβασης από την φυσική κατάσταση στην πολιτική κοινωνία. Όπως αναφέρει ο Στυλιανού τόσο ο Grotius όσο και όλοι οι προηγούμενοι στοχαστές του φυσικού δικαίου, επισημαίνουν α) τον τρόπο θέσπισης του κράτους μέσω της εθελούσιας συμφωνίας των μελών του και β) της κυρίαρχης αρχής μέσω της εθελούσιας υποταγής. Αλλά απλά επισημαίνουν, ενώ ο Hobbes έρχεται να καθορίσει τις διαδικασίες αυτές κατασκευάζοντας ένα νομικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα σχηματιστεί το συμβόλαιο.

Η περιγραφή της φυσικής κατάστασης

Ο Hobbes πριν προχωρήσει στην οριοθέτηση τις πολιτικής του θεωρίας έρχεται να απαντήσει, με την λογική και την φαντασία του δεδομένου ότι δεν υπήρχαν ανθρωπολογικές μελέτες στην εποχή του, για το τρόπο μετάβασης από την φυσική κατάσταση στην πολιτική κοινωνία.
Αρχικά ο Hobbes ορίζει την έννοια ελευθερία στο γεγονός ότι δεν υφίστανται δεσμευτικές επιταγές στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων. Ορίζει την ισότητα ως ίση ευκαιρία ζωής και θανάτου μεταξύ των ανθρώπων. Ακολούθως προσδιορίζει τις βασικές επιδιώξεις του ατόμου στο φυσικό του περιβάλλον δηλ. την επιβίωση, την αυτοσυντήρηση και τέλος την ευδαιμονία. Η τελευταία συνίσταται σε ένα διαρκές κυνήγι επιθυμιών και προκειμένου να επιτελεστεί απαιτεί την απόκτηση δύναμης. Ο κάθε άνθρωπος επιδιώκει να επιβληθεί στον άλλο, να τον υποτάξει στην βούληση του και να ιδιοποιηθεί τα αγαθά του. Η εξουσία αποκτάται μέσω της διαδικασίας συσσώρευσης δύναμης προκειμένου να διασφαλιστούν οι ήδη υπάρχουσες οδηγώντας τους ανθρώπους σε όλο και μεγαλύτερες συγκρούσεις. Η δύναμη αποτελεί το μέσο επιβίωσης και ικανοποίησης επιθυμιών και η επιβολή της οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκρούσεις που φθάνουν ως την απειλή θανάτου ή και τον θάνατο. Τα άτομα επιθυμούν να εξέλθουν από την μόνιμη απειλή θανάτου από τα χέρια του συνανθρώπου των. Η απειλή αυτή προκύπτει λόγω των φυσικών δικαιωμάτων των ανθρώπων, αυτών της ελευθερίας και ισότητας.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο Hobbes θεμελιώνει την φιλοσοφία του όχι στην αναζήτηση του αγαθού, σε μία ιδανική πολιτεία, αλλά στην αποφυγή του κακού και πιο συγκεκριμένα στην αποφυγή του βίαιου θανάτου

Αποφυγή των συγκρούσεων

Κατά συνέπεια τα άτομα συγκροτούν πολιτική κοινωνία μέσω της αμοιβαίας συμφωνίας εκχώρησης των φυσικών δικαιωμάτων σε ένα τρίτο πρόσωπο. Μέσω αυτής της σύναψης συμφωνίας, μίας ωφελιμιστικής συναλλαγής, τα άτομα παραχωρούν την εξουσία σε μία κρατική οντότητα που δεν υπόκειται σε περιορισμούς και έχει ως καθήκον την εγγύηση ειρήνης, της προστασίας της ζωής των συμβαλλόμενων μερών, των υπηκόων.
Το κράτος είναι ο συνεκτικός ιστός της πολιτικής κοινωνίας (για τον Hobbes κράτος και κοινωνία ιδρύονται με το ίδιο συμβόλαιο) και με την έλλειψη του η κοινωνία αποσυντίθεται και τα μέλη της επανέρχονται στην φυσική κατάσταση που είναι πόλεμος εναντίον όλων. Κατά συνέπεια το αίσθημα του φόβου του θανάτου είναι ο μηχανισμός που νομιμοποιεί την πολιτική εξουσία.
Αυτό είναι το πρώτο βήμα ή αλλιώς ο πρώτος φυσικός νόμος του κοινωνικού συμβολαίου σύμφωνα με τον Hobbes.

Η δικαιολόγηση της απολυταρχίας

Το δεύτερο βήμα ή ο δεύτερος νόμος είναι η τήρηση των συναφθέντων συμβάσεων. Ο Hobbes θεωρεί ότι η διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας στα πλαίσια του συμβολαίου αυτού απαιτεί η εξουσία του άρχοντα να είναι απόλυτη. Η πολιτική υποχρέωση των υπηκόων πρέπει είναι ανύπαρκτη κατά τον Hobbes και αυτό το αποκαλεί έναν ορθολογικό κανόνα σύνεσης. Άπαξ και παραχωρηθούν τα φυσικά δικαιώματα στον κυρίαρχο πλην αυτού της ζωής, αυτός έχει απόλυτη εξουσία, είναι εγγυητής του συμβολαίου αλλά όχι συμβαλλόμενο μέρος, με μόνη υποχρέωση να μην επεμβαίνει στον ιδιωτικό χώρο των υπηκόων στον βαθμό που δεν παραβαίνουν τους νόμους του ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την δημόσια ειρήνη και την ζωή αυτών. Ο Hobbes πέρα από την θεσμική έννοια του συμβολαίου ανάμεσα στους πολίτες και τον άρχοντα αναγνωρίζει και μία ψυχολογική πλευρά επιβολής εξουσίας που εκφέρεται από τον λογικό φόβο για τις συνέπειες που θα έχουν αν δεν το κάνουν. Όσο και είναι παράξενο αυτό και παρά τις απολυταρχικές απόψεις του ο πυρήνας της πολιτικής φιλοσοφίας του Hobbes κρίνεται από του μελετητές του, φιλελεύθερος
Σε περίπτωση παρέμβασης του άρχοντα στην ιδιωτική ζωή των πολιτών ο Hobbes αναφέρει ότι το συμβόλαιο ακυρώνεται και το κράτος διαλύεται ενώ οι άνθρωποι γυρίζουν στον φυσικό νόμο, έως ότου γίνει ένα νέο συμβόλαιο. Αρνείται το δικαίωμα επανάστασης εναντίον του κοινωνικού συμβολαίου, μια έννοια που τον διαφοροποιεί από το κοινωνικό συμβόλαιο που θα φέρει όπως θα δούμε παρακάτω ο Locke.

Ο «πολιτικός» Locke

Ο John Locke (1632 – 1704) έζησε σε μία έντονη πολιτικά περίοδο που επέδρασε καταλυτικά στην διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης του, το απόσταγμα της οποίας υπήρξε το έργο του «Δύο Πραγματείες περί Κυβερνήσεως» το οποίο δημοσίευσε αρχικά στο τέλος της θρησκευτικής διαμάχης στην Αγγλία (1648-1660) το 1660 αλλά το ανασκεύασε σε μεγάλο βαθμό για να το δημοσιεύσει ολοκληρωμένο το 1690.
Σύμφωνα με τον Dunn, μελετητή του Locke οι Πραγματείες αποτυπώνουν μία σειρά κρίσεων που κατά τον συγκεκριμένο μελετητή οδηγούν σε θεωρίες:
Α) μία κρίση των όσων καθιστούν κατ' αρχάς νόμιμη μία κυβέρνηση [η θεωρία της συναίνεσης]
Β) μία κρίση του πώς θα έπρεπε, υπήκοοι και κυβερνώντες, να ερμηνεύουν τις μεταξύ τους σχέσεις [η θεωρία της εμπιστοσύνης]
Γ) μία κρίση περί του ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούν και δικαιούνται να κατέχουν οικονομικά αγαθά καθώς και η έκταση και τα όρια του δικαιώματος αυτού [η θεωρία της ιδιοκτησίας]
Δ) μία κρίση περί των ομοιοτήτων και διαφορών ανάμεσα σε διάφορους τύπους ανθρώπινης εξουσίας σε μία οικογένεια ή σε ένα κράτος.

Η πολιτική θεώρηση του Locke εκφρασμένη μέσα από τις Πραγματείες

Η θεωρία που διατύπωσε ο Locke στις Δύο Πραγματείες του και την οποία θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε κάτωθι χαρακτηρίζεται από μελετητές του σαν μία θεωρία περί πολιτικής ισότητας και υπευθυνότητας.

Η φυσική κατάσταση κατά τον Locke

Ο Locke ορίζει την φυσική κατάσταση των ανθρώπων με τον ακόλουθο επαγωγικό τρόπο:
Α) Όλοι οι ενήλικοι άνθρωποι που δεν είναι παράφρονες, διαθέτουν λογική.
Β) Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και με την δυνατότητα χρήσης της λογικής ανεξάρτητα των δυνατοτήτων τους τις οποίες και αναπτύσσουν με τον καιρό.
Ως εκ τούτου όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μεταξύ τους, ίσοι στα βασικά δικαιώματα τους και ίσοι στα καθήκοντα τα οποία πρέπει να επιτελούν. Άρα στο πλαίσιο αυτής της ισότητας δικαιωμάτων και καθηκόντων και ασχέτως των διαφορετικών ιστοριών τους σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, τα ανθρώπινα όντα βρίσκονται αντιμέτωπα το ένα με το άλλο μέσα σε αυτό που ο Locke ονομάζει φυσική κατάσταση.
Ενώ στον Hobbes η φυσική κατάσταση μπορεί να γίνει εν μέρει κατανοητή ως εικόνα του πώς θα συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι εάν δεν υπόκεινται σε μία πολιτική εξουσία, στον Locke η πρόταση αυτή δεν αναφέρεται καθόλου στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ο Locke προσδιορίζει την προ-πολιτική ζωή ως φιλειρηνικής ανταλλακτικής κοινωνίας ως μία σύνθεση της ύπαρξης του φυσικού νόμου σε συνδυασμό με μία διάθεση κοινωνικότητας. Στο επόμενο επίπεδο η σταδιακή πολυπλοκοποποίηση των κοινωνικών σχέσεων μετά την εισαγωγή του χρήματος και την ανάπτυξη της οικονομίας δημιουργούνται συγκρουσιακές προϋποθέσεις που δεν καταλήγουν όμως στην ακραία κατάσταση που περιγράφει ο Hobbes.

Το συμβόλαιο
Η ανάγκη δημιουργίας της πολιτικής κοινωνίας.

Άρα ποιος ο λόγος να αφήσουν οι άνθρωποι αυτόν τον παράδεισο της φυσικής κατάστασης και να συγκροτήσουν κοινωνίες;
Στον Locke η πολιτική κοινωνία συγκροτείται λόγω της φθοράς και της παρακμής της φυσικής κατάστασης. Η απόλυτη ελευθερία που προσδιορίζεται στην φυσική κατάσταση είναι δυνατόν να οδηγήσει σε συγκρούσεις με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να νιώθουν αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Η αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων και των φόβων είναι η κύρια αιτία για την σύναψη του συμβολαίου κατά τον Locke.

Η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου

Μέσα από την ενδεχόμενη σύγκρουση τα άτομα αντιλαμβάνονται την ανάγκη να ζουν σύμφωνα με κοινά παραδεκτούς νόμους και κανόνες που να ρυθμίζουν συνολικά αλλά και λεπτομερώς τις ανθρώπινες σχέσεις με απώτερο σκοπό να μην καταφεύγουν στην αυτοδικία.
Δημιουργείται έτσι η πολιτική κοινωνία που αποφασίζει να λειτουργεί με την αρχή της πλειοψηφίας και αναθέτει σε μία κυβέρνηση τη διασφάλιση των προϋπαρχόντων φυσικών δικαιωμάτων που θεμελιώνει ο φυσικός νόμος.
Σύμφωνα με τον Locke οι άνθρωποι συμφωνούν να εκχωρήσουν σε έναν κοινό τους κυρίαρχο το φυσικό τους δικαίωμα να ασκούν την εκτελεστική εξουσία του νόμου της φύσης, να τον διακηρύσσουν, να τον εφαρμόζουν, και να τον επιβάλλουν. Συναινούν στην κοινή επιδίωξη να θέσουν τον εαυτό τους υπό την όποια ειδική μορφή διακυβέρνησης θα επιλέξει η πλειοψηφία συγκροτώντας με αυτόν τον τρόπο την κοινότητα.
Με αυτόν τον τρόπο συντάσσεται ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κυβέρνησης και κοινότητας όπου η πρώτη αποδέχεται την ευθύνη να προστατεύει τα αμεταβίβαστα δικαιώματα της δεύτερης: ζωής, ελευθερίας, ιδιοκτησίας.

Κυβερνητική δόμηση της πολιτείας

Ενώ στον πολιτική κοινωνία του Hobbes, κυβέρνηση και κυρίαρχος είναι συνώνυμα, στον Locke η κυβέρνηση έχει την μορφή διαιτητή, του προσώπου ή του θεσμικού οργάνου που κρίνει τις διαφωνίες και δεν είναι ταυτόσημη με την κοινωνία. Έργο της κυβέρνησης δεν είναι να θεσπίζει τον νόμο αλλά να εφαρμόζει τον φυσικό νόμο διασφαλίζοντας τα φυσικά δικαιώματα ερμηνεύοντας ή διασαφηνίζοντας τις δύσκολες περιπτώσεις. Η κυβέρνηση δεν δημιουργεί δικαιώματα αλλά προστατεύει τα προϋπάρχοντα φυσικά δικαιώματα., την ελευθερία, την ζωή την ιδιοκτησία. Από εδώ προκύπτει και ο περιορισμένος χαρακτήρας της κυβέρνησης όπου πχ η επιβολή φορολογίας από την μεριά της κυβέρνησης οφείλει να έχει την συγκατάθεση των κυβερνώμενων προκειμένου να μην έρχεται σε αντίθεση με το φυσικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Κεντρική ιδέα του για την αντίληψη του Locke περί διακυβέρνησης είναι η έννοια της εμπιστοσύνης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Όταν οι κυβερνώντες προδώσουν την εμπιστοσύνη αθετώντας τους όρους του συμβολαίου η κοινωνία δεν αποσυντίθεται όπως στην περίπτωση του Hobbes αλλά αντικαθιστά την κυβέρνηση ακόμα και με επανάσταση με σκοπό την ενεργοποίηση του φυσικού δικαίου απέναντι στον τύραννο.
Ο Locke αναφέρει ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ κυβέρνησης και κοινότητας είναι δυνατόν να καταπέσει είτε με τυραννία είτε με σφετερισμό όπου η κυβέρνηση καταπατά τα φυσικά δικαιώματα των πολιτών. Σε αυτήν την περίπτωση ο Locke προτρέπει έμμεσα, αν και ο ίδιος δεν το παραδέχεται, στην επανάσταση με το να εκπέσει η κυβέρνηση της εξουσίας της ή να διαλυθεί και τα μέλη της κοινότητας να αποκτήσουν μία άλλη κυβέρνηση που θα προστατεύει καλύτερα τα φυσικά τους δικαιώματα.

Διάκριση των εξουσιών κατά τον Locke

Ο Locke υπήρξε ο πρώτος που προσπάθησε με κάποια συστηματικότητα να διακρίνει τις λειτουργίες της κυβέρνησης, την νομοθετική, την εκτελεστική και την ομοσπονδιακή. Αυτό που τόνισε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η ανάγκη της ύπαρξης ενός κράτους δικαίου όπου η εξουσία θα σέβεται τους κανόνες που θεσπίζει.
Η ύπαρξη ενός αμερόληπτου δικαστή που να έχει την εξουσία να αποφασίζει σε περίπτωση διχογνωμίας αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην θεωρία του Locke παρά το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνει στην δικαστική εξουσία στην διάκριση των εξουσιών, κάτι που θα κάνει ο Γάλλος Montesquieu (1689-1755), αλλά την εμπεριέχει στην εκτελεστική εξουσία ως μηχανισμό ποινικής κύρωσης και καταστολής.

Η νομιμοποίηση της πολιτική υποχρέωσης

Την πολιτική υποχρέωση ο Locke την αντιλαμβάνεται ως σιωπηρή συναίνεση, ως αποδοχή των πλεονεκτημάτων της ιδιότητας του πολίτη, όπως είναι τα κληρονομικά δικαιώματα.
Ο Locke πίστευε ότι η πολιτική υπακοή ήταν ένα απλούστατο και βασικό καθήκον για τους περισσότερους ανθρώπους, και ως εκ τούτου μέσα από το έργο του προσπάθησε να κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ του καθήκοντος των υπηκόων να υπακούουν και του δικαιώματος των ηγεμόνων να διατάζουν. Ο Locke δομεί την έννοια της πολιτικής υποχρέωσης στους αντισυμβαλλόμενους στο συμβόλαια ακολουθώντας μίας παραγωγική διαδικασία στηριζόμενη σε ένα σύνολο παραδοχών. Διαπιστώνει ότι στις κοινωνίες, ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων έχουν καθήκον να υπακούουν επειδή η κοινωνική ειρήνη και η τάξη αποτελούν προϋποθέσεις για να ζήσουν μία ανθρώπινη ζωή. Οι ηγεμόνες, αντιθέτως, έχουν δικαίωμα να διατάζουν μόνον όταν η άσκηση εξουσίας από μέρους τους και οι διαταγές τους είναι άξιες υπακοής. Εάν οι ίδιοι οι ηγεμόνες απειλούν την κοινωνική ειρήνη και την τάξη, οι υπήκοοί τους έχουν κάθε δικαίωμα να κρίνουν το βαθμό και την αμεσότητα της απειλής και, αν τα θεωρούν αρκετά σοβαρά, να αντισταθούν στο μέτρο των δυνάμεών τους.

Ως σύνοψη οι συμφωνίες και οι αντιπαραθέσεις των δύο φιλοσόφων

Προσεγγίζοντας με διαφορετικό τρόπο την συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας, οι δύο αυτοί σημαντικοί πολιτικοί φιλόσοφοι δομούν με συνεκτικό τρόπο της θεωρίες τους, τόσο δυνατό που όλες οι υπόλοιπες θεωρήσεις και κυρίως των Rousseau (1712-1778) και Montesquieu, λειτουργούν κυρίως επιδιορθωτικά και συμπληρωματικά.
Ενώ ο Hobbes κάνει αναγκαιότητα την απολυταρχική εξουσία ο Locke δεν δεχόταν ότι η ασφάλεια θα μπορούσε να επιτευχθεί με την υποταγή σε έναν απόλυτο ηγεμόνα «διεφθαρμένο από την κολακεία και πάνοπλο από την εξουσία» και πρότεινε να δίδεται η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία σε διαφορετικά χέρια.
Κατά συνέπεια η εκδοχή του Locke για το κοινωνικό συμβόλαιο θεμελιώνει την φιλελεύθερη συνταγματική μοναρχία και βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τον απολυταρχικό και αυταρχικό χαρακτήρα του Hobbes. Παρά την μεγάλη αυτή αντίθεση τους συνδέουν κοινές αντιλήψεις για τον εργαλειακό ρόλο και τους στόχους του νεότερου κράτους.

Παρά το γεγονός ότι η πολιτική θεώρηση του Locke συνδέεται με τον κτητικό ατομικισμό και την προάσπιση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ενέπνευσε επαναστατικά και εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα και παρείχε όπλα για την άσκηση κοινωνικής κριτικής ενώ αντίθετα η απολυταρχική διατύπωση του κράτους από τον Hobbes ενίσχυσε την επιχειρηματολογία για την ίδρυση των απολυταρχικών κρατών στην Ευρώπη.

Bιβλιογραφία

Δεσποτόπουλος Κ., Περί της Πολιτικής, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005.
Μολυβάς Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη - Η εποχή του Διαφωτισμού, Τόμος Β’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000
Στυλιανού Α., Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2006.
Dunn, J., Λοκ – Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, εκδ. Ελληνικά Γράμματα /Το Βήμα, Αθήνα 2006
Quinton A., «Πολιτική Φιλοσοφία» στο συλλογικό έργο Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, επιμέλεια Kenny A., Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005
Windelband W., Heimsoeth H., Εγχειρίδιο ιστορίας της Φιλοσοφίας, Β' Τόμος, μτφρ. Σκουτερόπουλος, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε