Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"Τεμαχίζοντας" τους "Φτωχούς" του Ντοστογιέφσκι


Η ανάλυση ενός λογοτεχνικού κειμένου με κατέτρεχε από τα μαθητικά τα χρόνια. Μου ήταν αρκετά δύσκολο όχι τόσο να κατανοήσω το νόημα ενός τμήματος ενός διηγήματος ή ενός ποιήματος, αλλά να μαντέψω ουσιαστικά αυτό που θεωρεί σωστό ο καθηγητής. Το ίδιο νιώθω και τώρα που ολοκληρώνωντας μία πανεπιστημιακή εργασία για την ανάλυση του πρώτου έργου του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τους "Φτωχούς", νιώθω ότι μάλλον "τεμάχισα" αντί ανέλυσα το μυθιστόρημα αυτό προσπαθώντας να κατανοήσω το νόημα του πρωτόλειου αυτού ρεαλιστικού έργου.

«Να βρεις τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο»

«Ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο.

Χρειάζεται να το διαπεράσεις στο φως,

κι αν αναλώσεις όλη σου την ζωή σ’ αυτό,

μην πεις πως έχασες τον καιρό σου»

«Δεν υπάρχει αντικείμενο τόσο παλιό

που να μην μπορεί να ειπωθεί τίποτα καινούριο σχετικά με αυτό»

Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι

Εισαγωγή

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoevsky 1821-1881) έγραψε τους Φτωχούς το 1846 και αποτέλεσε το πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα του, το οποίο και του απέφερε άμεση αναγνώριση από κοινό και κριτικούς. Αφορά μία ιστορία ανεκπλήρωτης αγάπης ενός κυβερνητικού υπαλλήλου – αντιγραφέα κειμένων - του Μακάρ Ντεβούσκιν για μία νεαρή ράφτρα, την Βαρβάρα Ντομπροσιόλοβα, και τον καθημερινό αγώνα που καταβάλουν αντιμέτωποι με την φτώχια και τον εξευτελισμό.

Το κείμενο είναι γραμμένο με την μορφή του επιστολικού μυθιστορήματος, μέσω της ανταλλαγής επιστολών των δύο πρωταγωνιστών, που εξιστορούν τον καθημερινό τους αγώνα αλλά και τα συναισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλο. Το μυθιστόρημα όντας εξαιρετικά ρεαλιστικό, παρουσιάζει και αρκετά ρομαντικά και φυσιολατρικά στοιχεία, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα και την ψυχολογική αποτύπωση στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, της φτώχιας της Ρωσίας του 19ου αιώνα

Το ρεαλιστικό πνεύμα των «Φτωχών»

Ο Ντοστογιέφσκι τοποθετεί στο έργο του βιώματα δικά του και των συνανθρώπων του. Άνθρωπος ταλαιπωρημένος με πολυτάραχη και δύσκολη ζωή απεικονίζει τα βιώματα του και δημιουργεί χαρακτήρες στηριγμένους σε αυτά. Οι Φτωχοί, αν και το πρώτο του έργο, είναι ένα κατεξοχήν ρεαλιστικό μυθιστόρημα διότι η γραφή του είναι άμεσα συνυφασμένη με την εποχή στην οποία αναφέρεται. Ο συγγραφέας παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο την δύσκολη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής σε μία εξαθλιωμένη γειτονιά της Αγίας Πετρούπολης του 19ου αιώνα. Το έργο είναι δομημένο με την μορφή επιστολικού μυθιστορήματος στο οποίο «κυρίαρχη θέση κατέχει η αναπαράσταση του ερωτικού πάθους»[1] ανάμεσα στους ήρωες Μακάρ και Βαρβάρα. Η μορφή του ως επιστολικού μυθιστορήματος έρχεται προσθέσει επιπλέον ρεαλισμό και αληθοφάνεια στην ιστορία, μιμούμενο τρόπο τινά τα συμβαίνοντα στην πραγματική ζωή. Στους Φτωχούς ο Ντοστογιέφσκι αναπαριστά μία πραγματικότητα της σύγχρονης Ρωσίας όπου βασιλεύει η φτώχια και ο εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης. «Οι ρεαλιστές συγγραφείς αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν την κοινότυπη κοινωνική πραγματικότητα με λεπτομερή ακρίβεια, αμερόληπτη αντικειμενικότητα και ανεπιτήδευτο ύφος».[2] Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει ο Ντεβούσκιν για το δωμάτιο του: «Μα ναι, δε σας έγραψα ακόμα πώς είναι εδώ η διαρρύθμιση. Φανταστείτε λόγου χάρη, έναν μακρύ διάδρομο, θεοσκότεινο και βρώμικο.»[3]

Χαρακτηριστικό του ρεαλιστικού πνεύματος του κειμένου είναι και η περιγραφή που κάνει ο Ντεβούσκιν για το δωμάτιο του Μάρκοβιτς – ενός τοκογλύφου από τον οποίο πάει να δανειστεί χρήματα: «... δεν ήταν και πολύ άσχημο, στους τοίχους κρέμονται ζωγραφιές, όλο πορτραίτα κάποιων στρατηγών, είχε και ένα ντιβάνι, ένα στρογγυλό τραπέζι, μία ρεζεντά, βαλσαμινάκια..», καθώς και για τον ίδιο τον Μάρκοβιτς: «... δε μπορούσες να τον πεις και σπουδαίο πρόσωπο, γκριζομάλλης, τα ματάκια του ήταν πονηρούτσικα, φόραγε μία λιγδωμένη ρόμπα και αντίς για ζώνη είχε ένα σκοινάκι.»[4]

Οι Φτωχοί διαπνέονται και από νατουραλιστικά στοιχεία. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει η Βαρβάρα για το χωριό στο οποίο μεγάλωσε όπου περιγράφει το σπίτι της και τα τοπία.[5]

Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων

Το επιστολικό μυθιστόρημα δίνει την δυνατότητα προβολής διαφορετικών απόψεων μέσα από τις επιστολές των ηρώων αποφεύγοντας την διέξοδο ενός παντογνώστη αφηγητή. Μέσα από το μυθιστόρημα η σκιαγράφηση των δύο ηρώων γίνεται με δύο τρόπους. Τόσο μέσα από την εικόνα που δίδει ο κάθε ήρωας για τον εαυτό του μέσα από τις επιστολές του, όσο και από τα στοιχεία που παρέχονται για τον άλλο επιστολογράφο. Ο Ντοστογιέφσκι χαρακτηρίζεται από «την ψυχολογική διεισδυτικότητα»[6], αποδομώντας τους χαρακτήρες του, παρουσιάζοντας κάθε πλευρά της προσωπικότητας τους, δίνοντας έμφαση στις αδυναμίες τους.

Μέσα από της επιστολές τους παρουσιάζονται αρκετές πληροφορίες για την ζωή τους και το παρελθόν τους, αν και πολλά από αυτά που αναφέρουν υπονοούνται και δεν ξεκαθαρίζονται επαρκώς. Ο κόσμος των Φτωχών είναι βαρύς και δύσκολος και οι ήρωες τελματώνουν μέσα «από εφιάλτες και βασανιστικές ονειροπολήσεις»[7]: της Βαρβάρας για τα παιδικά της χρόνια[8], τον αποτυχημένο έρωτα της με τον Ποκρόβσκη[9] και του Ντεβούσκιν για την δύσκολη υπαλληλική ζωή του, τον ανεκπλήρωτο έρωτα του για την θεατρίνα. Οι φοβίες, η φτώχια, η έλλειψη κοινωνικής υπόληψης, η ανυπαρξία καριέρας εξαναγκάζουν τους ήρωες να κινηθούν προς το τελευταίο εναπομείναν καταφύγιο ζωής, τον έρωτα. Ο Ντοστογιέφσκι σκιαγραφεί έναν συμπαθή στον αναγνώστη χαρακτήρα για τον Ντεβούσκιν μέσα από τον αγώνα του κάτω από αντίξοες συνθήκες για να ικανοποιήσει και να υπηρετήσει την αγαπημένη του Βαρβάρα. Ο Ντεβούσκιν φοβάται το κοινωνικό περιβάλλον μη τον κατακρίνει, μήπως μάθει για τον ερωτά του για την Βαρβάρα: «Ένα μόνο φοβάμαι: φοβάμαι τα κουτσομπολιά.»[10], ενώ πιο κάτω σε ένα σχόλιο ενός συναδέλφου του αναρωτιέται μήπως έχει μαθευτεί κάτι στην δουλεία του που μπορεί να του κάνει κακό: «... μα πάλι όπως και να το κάνεις σε πιάνει ανησυχία κι αρχίζουν να σου περνάνε δυσάρεστες σκέψεις. Μήπως μάθανε αλήθεια τίποτα;»[11]

Η Βαρβάρα από την άλλη πλευρά είναι ένα αδύναμο πλάσμα, που δεν ξέρει την να κάνει με την ζωή της και που θεωρεί ότι ευτυχία είναι ο πλούτος και όχι η αγάπη. Ένα σημαντικό ζήτημα που αναδεικνύεται πίσω από αυτήν την ιστορία είναι οι συνθήκες που οδηγούν στην αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα της ηρωίδας Βαρβάρας. Η ειρωνεία αφθονεί τελικά στο έργο και ο βασικός αρωγός αυτής είναι η Βαρβάρα. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να περιμένει ότι οι δύσκολες συνθήκες, οι στερήσεις, η φτώχια θα μπορούσαν να φέρουν κοντά τους δύο πρωταγωνιστές, να αποτελέσουν στήριγμα ο ένας για τον άλλο. Όμως η αναπάντεχα καλή οικονομική συγκυρία για την Βαρβάρα δείχνει ότι η σχέση της με τον Μακάρ είχε να κάνει πιο πολύ από την απεγνωσμένη της ανάγκη για έναν προστάτη παρά για αγάπη και αφοσίωση.

Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια για τον ήρωα Ντεβούσκιν.

Ο ήρωας Ντεβούσκιν δίνει μεγάλη σημασία στην αξιοπρέπεια. Για τον Ντεβούσκιν αναξιοπρέπεια μπορεί να θεωρηθεί και η παραμικρή παρασπονδία όπως το μην μπορείς να πιεις τσάι: «Ήταν μέρες που δεν έπινα τσάι. Τώρα όμως μου περισσεύουνε και παίρνω τσάι και ζάχαρη. Και να σας πω, καλούλα μου, όπως και να το πάρεις είναι, είναι ντροπής πράγμα να μην πίνεις τσάι»[12]. Για τον Ντεβούσκιν η αξιοπρέπεια συνδέεται στενά και με το ντύσιμο: «Όχι πέστε μου, τι θακανα τότες εγώ λόγου χάρη με τα παπούτσια μου, είναι πάντοτε μπαλωμένα, μανίτσα μου, μα και οι σόλες για να λέμε την αλήθεια, είναι καμιά φορά ξεκολλημένες, κατά τρόπο εντελώς ανάρμοστο»[13].

Θεωρεί ότι είναι κοινωνικά μη αποδεκτό το γεγονός ότι μπορεί να έχεις φθαρμένο ντύσιμο και μπορεί να φτάσει στην υπερβολή: «Και τι έχει να κάνει δηλαδή, μανίτσα μου, που εγώ, ε, ναι ας πούμε κι εγώ σαν βλέπω ναναι χαλασμένο το λιθόστρωτο, περπατάω φορές-φορές στα νύχια των ποδιών μου για να μην χαλάσω τα παπούτσια μου;»[14] Ο Ντεβούσκιν φοβάται ότι τα φθαρμένα του ρούχα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία για χειρότερα δεινά όπως μία απόλυση: «Μα κι η αυτού εξοχότης, τυχαίνει καμιά φορά να περάσει μπρος από το τραπέζι μας ε,- θεέ μου φύλαγε!- Τι θα γίνει αν μου ρίξει κάνα βλέμμα και δει πως δεν είμαι ντυμένος ευπρεπώς; Κι αν δίνει σε κάτι σημασία η αυτού εξοχότης, είναι η καθαριότητα και η κόσμιος εμφάνισις.»[15] Ενώ πιο κάτω στο βιβλίο ο Ντεβούσκιν γίνεται πιο αποκαλυπτικός για την σχέση ρούχων και υπόληψης: «Τα παπούτσια σε μία τέτοια περίπτωση, μου χρειάζονται για να κρατήσω την τιμή μου και για να διατηρήσω την καλή μου υπόληψη.» [16]

Ο Ντεβούσκιν δεν δίνει καμία σημασία στο χρήμα. Για αυτό το χρήμα είναι ένας τρόπος για να δείξει την αγάπη του προς την Βαρένκα και όχι για να καλύψει τις υλικές ανάγκες του. Ο Ντεβούσκιν συνειδητοποιεί την φτώχια του και μαζί με αυτήν τα συνεπακόλουθα της: γκρίνια: «Οι φτωχοί είναι γκρινιάρηδες, αυτό πια έτσι έχει κανονισμένο η φύση. Αυτό το αισθανόμουνα και πρώτα και τώρα βεβαιώθηκα ακόμα περισσότερο»[17], απώλεια αξιοπρέπειας: «Κι ο καθείς το ξέρει Βαρβάρα, πως ο φτωχός είναι χειρότερος από κουρέλι και καμία εκτίμηση δεν μπορεί να περιμένει από κανέναν»[18].

Ο Ντεβούσκιν αντιλαμβάνεται ότι η φτώχεια του δεν εμπνέει σεβασμό στους γύρω του. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην οποία προσπαθώντας να πείσει τον συνάδελφο του Πέτροβιτς να του δανείσει λεφτά, αυτός το αγνοεί προκλητικά όταν ο Ντεβούσκιν του αναφέρει ότι δεν έχει τίποτα ενέχυρο να του δώσει. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι ο ίδιος ο Ντεβούσκιν δεν κατακρίνει την συμπεριφορά του συναδέλφου του, θεωρώντας της κοινωνικά αποδεκτή, αντιθέτως τον δικαιολογεί επιρρίπτοντας την ευθύνη στον εαυτό του: «Βλέπετε, μανίτσα μου, μπορεί να είναι άξιοι άνθρωποι όλοι τους, δε λέω, μα είναι περήφανοι, πολύ περήφανοι! Τι είμαι εγώ μπροστά τους!»[19] Ο Ντεβούσκιν συνειδητοποιεί ότι πιο κάτω από εκεί που έχει φτάσει δεν δύναται να πάει, μόνο πάνω και αυτό υπόσχεται να το παλέψει: «Βλέπετε, περιστερούλα μου, εγώ είμαι ένας άνθρωπος για πέταμα και το ξέρω και μόνος μου πως είμαι για πέταμα, μα θα δείτε που θα τα καταφέρω και θα φανώ χρήσιμος!»[20]

Η σχέση τους με την λογοτεχνία

Οι ήρωες μέσα από την ανταλλαγή των επιστολών δείχνουν το ενδιαφέρον τους για την λογοτεχνία τόσο μέσα από αλληλο-προτάσεις για το διάβασμα βιβλίων όσο και μέσα από την κριτική που ασκούνε για την γραφή τους. Ο Ντεβούσκιν σε μία επιστολή του προς την Βαρβάρα αναφέρει στίχους από κάποιο βιβλίο που διάβασε[21], ενώ πιο κάτω νιώθοντας άβολα για αυτούς τους στίχους που έγραψε, λοιδορεί τον εαυτό του άλλα και την στιχουργία: «Όσο για τα στιχάκια, ..., θάτανε ντροπής πράμα, τώρα στα γεράματα να καταπιαστώ με ασκήσεις στιχουργίας. Οι στίχοι είναι σαχλαμάρες!»[22]. Ο Ντεβούσκιν νιώθοντας μειονεκτικά για το γεγονός ότι δεν σπούδασε: «...είμαι ένας γέρος και αγράμματος άνθρωπος, σαν ήμουν παιδί δε σπούδασα και τώρα πια, από τόνα αυτί θα μπαίνουν και από το άλλο θα βγαίνουν...»[23] και πιο κάτω αναφέρει: «Οι σπουδές μου δεν αξίζουν μήτε ένα κάλπικο παρά»[24], έχει για πρότυπο τους ανθρώπους που διαβάζουν πολύ και αναφέρεται με καλά λόγια για ένα συγκάτοικο του λογοτέχνη: «Έχουμε έναν υπάλληλο,..., πολύ διαβασμένος άνθρωπος, μιλάει και για Όμηρο και για Μπραμπάους και για διάφορους άλλους συγγραφείς – που να τους ξέρω!»[25].

Η Βαρβάρα στην ιστορική αναφορά που κάνει για την ζωή της[26] αναφέρεται και στην επίδραση που είχε στην πνευματική καλλιέργεια της ο φοιτητής Ποκρόβσκη. Η αγάπη που ένιωσε για αυτόν και η προσπάθεια της να τον κάνει να ενδιαφερθεί για αυτήν, την παρακίνησε να ασχοληθεί με το μόνο πράγμα που λάτρευε ο Ποκρόβσκη, τα βιβλία. Έμαθε να ξεχωρίζει το καλό από το κακό λογοτεχνικό βιβλίο μέσα από τις παιδεία του Ποκρόβσκη, γεγονός που φαίνεται και από την κριτική που ασκούσε στον αδαή περί λογοτεχνίας Μακάρ σχετικά με βιβλία που της πρότεινε ή της έδινε.


Σύνοψη

Ο Ντοστογιέφσκι αποτυπώνει σε μία έκφραση στο τέλος της ζωής του αυτό που έμελλε να διερευνήσει από τον πρώτο του κιόλας έργο τους Φτωχούς, το γεγονός δηλαδή του ρεαλισμού: «Παραμένοντας ολότελα ρεαλιστής, προσπαθώ να βρω τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο»[27]. Εμπνευσμένο από ένα διήγημα του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ (Gogol, 1809-1852) Το Παλτό(1842), αυτό το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με την μορφή αλληλογραφίας μεταξύ των χαρακτήρων, παρουσιάζοντας τις δυσκολίες και την φτώχια καθώς και των ανεκπλήρωτο έρωτα των δύο ηρώων. Η ψυχολογική σκιαγράφηση των δύο ηρώων μέσα από τις περιγραφές τόσο της πρότερης ζωής τους όσο και της καθημερινότητας τους είναι ρεαλιστική με έντονα ρομαντικά και νατουραλιστικά στοιχεία. Η καθημερινές δυσκολίες, η φτώχια, ο εξευτελισμός αποτυπώνονται ρεαλιστικά εντείνοντας το αίσθημα της δυσκολίας δημιουργίας μίας σχέσης μεταξύ των δύο ηρώων με κατάληξη την φυγή της Βαρβάρας και την καταστροφή του Μακάρ.


Βιβλιογραφία

* Βάρσος Γιώργος , Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

* Benoit-Dusausoy Annick. & Fontaine Guy (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Ζήρας κ.ά τ.Β’, Σόκολη, Αθήνα 1999.

* Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoevsky), Οι Φτωχοί, μτφρ. Α. Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1990.

Σχετικοί Ιστοχώροι

* http://www.fmdostoyevsky.com/

* http://www.fyodordostoevsky.com/



[1] Γ. Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Β’, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 32

[2] Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Β, ο.π. σ.80

[3] Φ. Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί (1846), μτφρ Α. Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1990, σελ.17

[4] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.165

[5] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, σελ. 162 έως 164

[6] Α. Benoit-Dusausoy, G. Fontaine, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Τόμος Β’, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1992, σελ 536

[7] Benoit-Dusausoy, Fontaine, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Τόμος Β’, ό.π. σ.537

[8] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, σελ. 45 έως 52

[9] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, σελ. 52 έως 87

[10] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.138

[11] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.146

[12] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.19

[13] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.108

[14] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.131

[15] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.151

[16] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.162

[17] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.144

[18] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.144

[19] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.152

[20] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σ.156

[21] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σελ.16

[22] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σελ.26

[23] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σελ.29

[24] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σελ.37

[25] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, ό.π. σελ.17

[26] Ντοστογιέφσκι, Οι Φτωχοί, σελ. 52 έως 87

[27] Benoit-Dusausoy, Fontaine, Ευρωπαϊκά Γράμματα, Τόμος Β’, ό.π. σ.540


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε