Οι μικρές καθημερινές απολαύσεις περιλαμβάνουν σίγουρα το να συναντάς και να διαλέγεσαι με ανθρώπους. Ειδικά δε αν αυτοί είναι λίγο περίεργοι. Η ιστορία είναι λίγο παλία αλλά έχει ένα μικρό ενδιαφέρον. Ιδού λοιπόν το στόρυ. Τετάρτη απόγευμα, Μεγάλη Τετάρτη, μαζί με το Σ. τον Β. και τον Γ. κατηφορίσαμε κατά το Μοναστηράκι να πιούμε ένα καφέ. Ο κόσμος διάβαινε τον πεζόδρομο και όντας σίγουρος για το βέλτιστο στέκι κατεύθυνα τους φίλους μου πρός τα εκεί, στην "'Ωρα την καλή". Αναρχοαυτόνομο καφέ μέσα στον ορυμαγδό των τουριστικο-μάγαζων και των λαιφ σταιλ νεο-ταβερνών μου γυάλισε το μάτι μία πρότερη φορά και αποφάσισα:-> εκεί θα πάμε για καφέ.
Καθόμαστε και έρχεται το παλικάρι να παραγείλουμε. Βλέμμα απλανές, στάση σώματος κλείνουσα προς τα εμπρός, μια φιλοσοφίζουσα αλλά απλοική argo γλώσσα. Η πρώτη ατάκα κατά την παραγελία κάλιστα θα μπορούσε να μπεί σε σενάριο του Περάκη (παλιού καλού Περάκη εννοείται). "Τι θα πάρετε;" "Εναν φραπέ παρακαλώ", λέγω. "Το ίδιο" λέει ο Γ. "Εναν διπλό ελληνικό" συντάσει το Β. "Έναν freedo cappuccino" αντιτάσει ο Σ. Στο άκουσμα αυτού του ξενόφερτου νερο-μπλούμ ο "Θρασύβουλας" (τον ονοματίζω έτσι ορμώμενος από έναν ρόλο καφετή - φιλόσοφου που είχε πάιξει ο Βεγγος σε μία παλιά Ελληνική ταινία) θολώνει. Στρεσάρει το βλέμμα του στον Σ. απλώνει το χέρι του κάνοντας ένα νεύμα άρνησης και εκστομίζει την ατάκα: "Εσύ φιλαράκο έχεις κάνει λάθος μαγαζί. Εδώ έχουμε από ελληνικό μέχρι φραπέ. Οι φίλοι σου κάτι ξέρουν". Ο Σ. έμεινε κάγκελο. Κάγκελο μείναμε και εμείς. Τελικά παρήγγειλε και ο Σ. έναν φραπέ (ξέπλυμα για την ακρίβεια). Οι παρεμβάσεις όμως του "Φρασύβουλα" συνεχίστηκαν, γραφικές, άσχετες με την συζήτηση και εννίοτε κουραστικές. Το τέλος όμως της συνάθροισης μας επιφύλασε μία δυσάρεστη έκπληξη. Όταν πληρώσαμε δεν αφήσαμε μπουρμπουαρ. Έχωντας σηκωθεί και προχωρήσει και αντιλαμβανόμενος ο "Θρασύβουλας" ότι δεν έχει μπουρμπουαρ άρχισε να ωρύεται στον Πεζόδρομο με μία στεντώρια φωνή (απορώ πως του βγήκε μέσα στην νωθρότητα που τον κατείχε): "Τα οδοιπορικά του σερβιτόρου ρε". Μείναμε κάγκελο τον κυττάξαμε, μας κύτταξε κουνώντας το κεφάλι και είπε: "Καλά, άντε και καλό Πάσχα". Αλληλοκυτταχτήκαμε, κουνήσαμε το κεφάλι, δεν μιλήσαμε και συνεχίσαμε να περπατάμε ενώ όλοι, μάλλον, σκεφτήκαμε ότι ένα 50 λεπτο το άξιζε τουλάχιστον για τις ατάκες.
Καθόμαστε και έρχεται το παλικάρι να παραγείλουμε. Βλέμμα απλανές, στάση σώματος κλείνουσα προς τα εμπρός, μια φιλοσοφίζουσα αλλά απλοική argo γλώσσα. Η πρώτη ατάκα κατά την παραγελία κάλιστα θα μπορούσε να μπεί σε σενάριο του Περάκη (παλιού καλού Περάκη εννοείται). "Τι θα πάρετε;" "Εναν φραπέ παρακαλώ", λέγω. "Το ίδιο" λέει ο Γ. "Εναν διπλό ελληνικό" συντάσει το Β. "Έναν freedo cappuccino" αντιτάσει ο Σ. Στο άκουσμα αυτού του ξενόφερτου νερο-μπλούμ ο "Θρασύβουλας" (τον ονοματίζω έτσι ορμώμενος από έναν ρόλο καφετή - φιλόσοφου που είχε πάιξει ο Βεγγος σε μία παλιά Ελληνική ταινία) θολώνει. Στρεσάρει το βλέμμα του στον Σ. απλώνει το χέρι του κάνοντας ένα νεύμα άρνησης και εκστομίζει την ατάκα: "Εσύ φιλαράκο έχεις κάνει λάθος μαγαζί. Εδώ έχουμε από ελληνικό μέχρι φραπέ. Οι φίλοι σου κάτι ξέρουν". Ο Σ. έμεινε κάγκελο. Κάγκελο μείναμε και εμείς. Τελικά παρήγγειλε και ο Σ. έναν φραπέ (ξέπλυμα για την ακρίβεια). Οι παρεμβάσεις όμως του "Φρασύβουλα" συνεχίστηκαν, γραφικές, άσχετες με την συζήτηση και εννίοτε κουραστικές. Το τέλος όμως της συνάθροισης μας επιφύλασε μία δυσάρεστη έκπληξη. Όταν πληρώσαμε δεν αφήσαμε μπουρμπουαρ. Έχωντας σηκωθεί και προχωρήσει και αντιλαμβανόμενος ο "Θρασύβουλας" ότι δεν έχει μπουρμπουαρ άρχισε να ωρύεται στον Πεζόδρομο με μία στεντώρια φωνή (απορώ πως του βγήκε μέσα στην νωθρότητα που τον κατείχε): "Τα οδοιπορικά του σερβιτόρου ρε". Μείναμε κάγκελο τον κυττάξαμε, μας κύτταξε κουνώντας το κεφάλι και είπε: "Καλά, άντε και καλό Πάσχα". Αλληλοκυτταχτήκαμε, κουνήσαμε το κεφάλι, δεν μιλήσαμε και συνεχίσαμε να περπατάμε ενώ όλοι, μάλλον, σκεφτήκαμε ότι ένα 50 λεπτο το άξιζε τουλάχιστον για τις ατάκες.
Σχόλια