Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Χριστιανισμός - Ισλαμισμός: Η συμβολή τους στην Επιστήμη

Εισαγωγή

Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο οι Άραβες και οι Χριστιανοί συνέβαλαν στην συγκρότηση της Μεσαιωνικής Επιστήμης Στα πλαίσια της εργασίας αυτής, γίνεται μία παρουσίαση της εν γένει συμβολής του Ισλάμ και του Χριστιανισμού και ειδικότερα αναλύονται δύο επιμέρους συμβολές των δύο αυτών ισχυρών θρησκειών σε σχέση με την διαμόρφωση της Δυτικής Επιστήμης. Τόσο οι Άραβες όσο και οι Χριστιανοί ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την κατανόηση και την διάδοση της αρχαίας Ελληνικής Επιστήμης και των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, κυρίως του Αριστοτέλη, και επεδίωξαν να καταθέσουν πρωτότυπη σκέψη, άσχετα αν δεν επετεύχθη κάποια ανατροπή. Εν συνεχεία παρουσιάζεται γενικότερα η συμβολή των Αράβων στην επιστήμη, γίνεται μία αναφορά στην συμβολή τους στη μελέτη της Αστρονομίας, αναφέρονται οι λόγοι με βάση τους οποίους δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν τα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα σε πανεπιστήμια. Αυτή η εξέλιξη πραγματοποιήθηκε στην Δυτική Ευρώπη και αποτέλεσε την σημαντικότερη συμβολή του Χριστιανισμού στην επιστήμη η οποία μελετάται στο άλλο σκέλος της εργασίας.

Η ισλαμική συμβολή

Οι Άραβες μέσω των επιδρομών που έκαναν τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα αναδείχθηκαν σε μεγάλη στρατιωτική και κατακτητική δύναμη στην Μεσόγειο αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και έναν πολιτισμό στηριζόμενο στην διδασκαλία και τις αξίες του Ισλάμ. Το εύρος της αυτοκρατορίας των Αράβων σε συνδυασμό με την θρησκευτική ανεκτικότητα απέναντι σε Χριστιανούς και Εβραίους στην Βυζαντινή Ανατολή και στην Λατινική Δύση αποτέλεσαν τρόπο τινά ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους δύο χριστιανικούς κόσμους με την διάσωση, διάδοση και μεταλαμπάδευση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από το Βυζάντιο στην Δύση.

«Η Ελληνική γνώση πέρασε στα χέρια των Αράβων επιστημόνων που, αφού την αφομοίωσαν, την ανέπτυξαν ακόμα περισσότερο[1]». Οι Άραβες της Ανατολής κατά τον 9ο και 10ο αιώνα μελέτησαν και μετέφρασαν στα Αραβικά, Ελληνικά κυρίως αλλά και Περσικά και Ινδικά επιστημονικά έργα, τα οποία και διέδωσαν σε όλον τον αραβικό κόσμο. Οι Άραβες της Ισπανίας από τα μέσα του 10ου αιώνα μετέφεραν τις αραβικές μεταφράσεις όλων αυτών των έργων στη Δύση μεταφράζοντας αρχικά οι ίδιοι στα λατινικά. Μετά την αναχαίτιση των Μουσουλμάνων από την Ισπανία και την Σικελία των 11ο αιώνα «η Χριστιανική Ευρώπη έγινε κάτοχος των μεγάλων κέντρων αραβικής μάθησης[2]» αναλαμβάνοντας το έργο της μετάφρασης με την βοήθεια Αράβων και Εβραίων.

Οι Άραβες δεν ήταν μόνο ικανοί μεταφραστές και διακινητές γνώσεων αλλά ανέπτυξαν και ίδιοι πρωτότυπη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη παρουσιάζοντας σημαντικά επιστημονικά επιτεύγματα. Σημαντικοί Άραβες επιστήμονες κατέχουν διακεκριμένο ρόλο στην Ευρωπαϊκή Επιστήμη όπως οι Αβικέννας (Ibn Sina, 980-1037) στην Ιατρική, ο Αβερρόης (Ibn Rushd, 1126-1198) στην φιλοσοφία και την αστρονομία, ο Al Farabi, ο Al Kvarizmi στα μαθηματικά ως δημιουργός της Άλγεβρας και πολλοί άλλοι. Μεταφράζοντας τους Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους φιλόσοφους και επιστήμονες κατανόησαν και μπόρεσαν να παράσχουν ιατρικές, θεραπευτικές και φαρμακολογικές γνώσεις. Επίσης ανέπτυξαν ναυτικές και χαρτογραφικές δεξιότητες ενώ σημαντικότερη υπήρξε η συμβολή τους στην αστρονομία. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε επίσης η ενασχόληση τους με τα μαθηματικά (αστρολάβος, άβακας, δεκαδικό σύστημα, άλγεβρα), την οπτική, ακόμα δε την μαγεία και την αλχημεία. Σύμφωνα με τον Lindberg η επένδυση των Αράβων στην μετάφραση δεν ήταν για να δημιουργήσουν γνώση με σκοπό να ωφελήσουν, αλλά ως αυτοσκοπός για την «ένταξή τους στον υψηλότερο πνευματικά πολιτισμό της εποχής τους[3]»

Μία σημαντική ισλαμική συμβολή στην ανάπτυξη των επιστημών αναπτύχθηκε στον κλάδο της αστρονομίας που θεωρείτο και η πλέον ανεπτυγμένη επιστήμη την Μεσαιωνική εποχή. Ισλαμιστές αστρονόμοι προχώρησαν σε σημαντικές αστρονομικές μελέτες. «Στόχος πολλών Αράβων αστρονόμων, από το Ιράν ως την Ανδαλουσία, ήταν ο μετασχηματισμός του πτολεμαικού γεωκεντρικού συστήματος, χωρίς όμως να προχωρήσουν στο ηλιοκεντρικό»[4]. Στηριζόμενοι στην μελέτη της Μεγίστης Σύνταξης του Πτολεμαίου (την Αλμαγέστη κατ’ αυτούς) οι ισλαμιστές αστρονόμοι ερεύνησαν την αστρονομία, έκριναν ότι έχριζε διορθώσεων και βελτιώσεων τις οποίες και προσπάθησαν να κάνουν τόσο με την σύνταξη πλανητικών πινάκων, μελετών (σχετικά με τις κινήσεις Ήλιου-Σελήνης, με την μετάπτωση των Ισημεριών) και μοντέλων όσο και με την ανάπτυξη οργάνων παρατήρησης.

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο για την υλοποίηση αυτού του μετασχηματισμού όπως παρατηρεί και ο Ασημακόπουλος[5] υπήρξε το γεγονός ότι οι Άραβες χρησιμοποίησαν παρατηρησιακά δεδομένα προκειμένου να το επιτύχουν, ακριβώς όπως και ο Κοπέρνικος (1473-1543) χρόνια αργότερα. Κύριος εκπρόσωπος της προσπάθειας αυτής ήταν Αβερρόης, που έγινε γνωστός στον δυτικό κόσμο λόγω του σχολιασμού που έκανε στα έργα του Αριστοτέλη. Ο Αβερρόης προσπάθησε ανεπιτυχώς να λύσει το πρόβλημα της πραγματικής κίνησης των πλανητών ακολουθώντας την μεθοδολογία του σχολιασμού των κειμένων του Αριστοτέλη αλλά και χρησιμοποιώντας παρατηρησιακά δεδομένα.

Η αποτυχία του Αβερρόη αλλά και άλλων Αράβων φιλοσόφων να προχωρήσουν να προχωρήσουν στις επιστήμες έχει να κάνει κυρίως με τις απαγορεύσεις, τους φραγμούς που έθετε η ισλαμική θρησκεία σε οτιδήποτε δεν συμβάλει στην διάδοση της. Τα ιδρύματα ανώτατης παιδείας στο Ισλάμ, τα madras, τα οποία είναι θρησκευτικά ιδρύματα, δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν σε αυτόνομους θεσμούς, όντας μόνιμα κηδεμονευμένοι από τις θρησκευτικές αρχές με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επίσημο πρόγραμμα σπουδών που να προάγει τις επιστήμες. Ο Ασημακόπουλος[6] παρουσιάζει και άλλη μία αδυναμία του ισλαμικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η διδασκαλία στηριζόταν στην ανάπτυξη επιχειρηματολογίας με σκοπό την κατάδειξη αδυναμιών και όχι στην παραγωγή γόνιμων και νέων συνθέσεων κάτι που συνέβη με τα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, «που αναντίρρητα ήταν η πιο σημαντική εξέλιξη στο χώρο της παιδείας σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα[7]».

Η Συμβολή του Χριστιανισμού

Η παραπάνω θέση αποτελεί την σημαντικότερη συμβολή του χριστιανισμού στην επιστήμη. Η Χριστιανική Εκκλησία δεν εμπόδισε τον μετασχηματισμό των μοναστηριακών και επισκοπικών σχολών σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα, τα αποκαλούμενα stadium generale (γενικός κύκλος μαθημάτων), διευκολύνοντας την διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για να λειτουργήσουν σαν αυτόνομες συντεχνίες καθηγητών και φοιτητών «[..] οργανωμένες σε νομικό πρόσωπο βάσει του ρωμαϊκού δικαίου[8]». Τουναντίον η παποσύνη βρήκε στο θεσμό του πανεπιστημίου, τα οποία και έλεγχε στην αρχή μέσω του διορισμού επισκόπων ως πρυτάνεων, ένα τρόπο επιβολής στην κοσμική εξουσία. Εξάλλου τα πρώτα πανεπιστήμια έπρεπε να αναγνωριστούν από τον Πάπα ενώ ο ορισμός ενός καθηγητή στο πανεπιστήμιο γινόταν κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του θεσμού από πρύτανη της θεολογικής σχολής, μέλος της ανώτατης ιεραρχίας της Εκκλησίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι μέχρι τα μισά του 13ου αιώνα οι περισσότεροι δάσκαλοι ήταν εκκλησιαστικοί προερχόμενοι από τα επαιτικά τάγματα. Διαδικασίες επόπτευσης και ελέγχου από την Εκκλησία στην διδασκαλία των μαθημάτων των τεχνών υπήρχε πάντα, με αποκορύφωμα την κρίση του 1277 στο πανεπιστήμιο των Παρισίων όπου και απαγορεύτηκαν κάποιες προτάσεις του Αριστοτέλη σε ερμηνεία του Θωμά Ακινάτη, αλλά συναντούσαν την σθεναρή αντίσταση καθηγητών και φοιτητών. Σταδιακά και με βάση την επικρατούσα κοινωνική οργάνωση των επαγγελματικών συντεχνιών, τα πανεπιστήμια απέκτησαν καταστατικό και «[..] το δικαίωμα αυτοοργάνωσης των και το μονοπώλιο της απονομής των τίτλων[9]».

Σε ότι αφορά την διδασκαλία με την διαμόρφωση των πανεπιστημίων πραγματοποιήθηκε «[..] μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην πνευματική ιστορία της Δύσης: η ενσωμάτωση του Αριστοτέλη σε ένα βασικά χριστιανικό πρόγραμμα σπουδών στην Ευρώπη[10]

Η διαμόρφωση των πανεπιστημίων σήμανε μία ανανέωση της σκέψης και καθόρισε έναν συγκροτημένο τρόπο με τον οποίο άρχισε να γίνεται πλέον η διδασκαλία στις επτά ελευθέριες τέχνες «ομαδοποιημένες σε δύο κύκλους: την trivium ή τριττύα (γραμματική, ρητορική, διαλεκτική) και την quadrivium ή τετρακτύα (αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία)[11]». Η διδασκαλία ήταν προφορική με ανάγνωση και σχολιασμό των θεμελιωδών επίσημων κειμένων, κυρίως των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, τα οποία ήταν υπεράνω αμφισβήτησης και εγνωσμένης αυθεντίας, με πρόθεση να καταδειχθεί η σύγχρονη ισχύς τους κυρίως μέσω της μεθόδου του σχολαστικισμού. Σκοπός της μελέτης και ανάλυσης των Ελληνικών και Ρωμαϊκών κειμένων δεν είναι να αποτελέσουν πρότυπα ύφους και γραφής αλλά κυρίως να εντρυφήσουν στο περιεχόμενο τους.

Η ένταξη της διδασκαλίας των έργων του Αριστοτέλη στα προγράμματα σπουδών των Πανεπιστημιακών σχολών επέδρασε καταλυτικά στον τρόπο και το αντικείμενο διδασκαλίας μέσω της μελέτης και της χρήσης της λογικής και της διαλεκτικής. Τα πανεπιστήμια έδωσαν την δυνατότητα σε εξαιρετικούς φιλόσοφους να μελετήσουν τα έργα του Αριστοτέλη και να διαμορφώσουν πρωτότυπη επιστημονική σκέψη, βασικά στην εξήγηση και την επέκταση του έργου του, να διαφωνήσουν, να διατυπώσουν θεολογικά προβλήματα, εδραιώνοντας την βάση για την επερχόμενη εξέλιξη της Δυτικής Επιστήμης. Τέτοιες μορφές αποτέλεσαν σημαντικοί κληρικοί και κοσμικοί δάσκαλοι όπως ο Αλβέρτος ο Μέγας, ο Ρότζερ Μπέικον, ο Γκροσέτεστ, ο Σκώτος Ντάνς και κυρίως οι Θωμάς Ακινάτης και Μποναβεντούρα που με τον κοσμικό δάσκαλο τον Σίζερ της Βραβάντης αποτέλεσαν την φιλοσοφική δύναμη του ισχυρότερου πανεπιστημίου της Ευρώπης στα τέλη του 13ου αιώνα, αυτό των Παρισίων.

Επίλογος

Ο «Σκοτεινός Μεσαίωνας» για την επιστήμη, με βάση τα λεγόμενα του Francis Bacon (1561-1626) και του Βολταίρου (1694-1778) δεν αποτέλεσε τελικά την «μαύρη περίοδο» ανάμεσα στην Ελληνική Αρχαιότητα και την Επιστημονική Επανάσταση του 16ου αιώνα. Οι Άραβες συνέβαλαν τόσο με τις μεταφράσεις των Ελληνικών κειμένων και την διάδοση τους στη Δύση όσο και με τον σχολιασμό και την επιστημονική σκέψη σε διάφορους κλάδους, κυρίως την αστρονομία και τα μαθηματικά. Η δομική αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος τους και η εξάρτηση του από τις θρησκευτικές αρχές δεν τους έδωσε την δυνατότητα να προχωρήσουν περισσότερο στην επιστήμη. Αυτή η αδυναμία δεν υπήρξε για τους Χριστιανούς όπου η θεσμοθέτηση συντεχνιών και η υιοθέτηση του ρωμαϊκού δικαίου οδήγησε στον μετασχηματισμό των επισκοπικών και μοναστικών σχολών σε πανεπιστήμια. Παρά τις κατά περιόδους απαγορεύσεις, οι συναθροίσεις φοιτητών και καθηγητών διεκδίκησαν και κέρδισαν την αυτοδιάθεση και την ελευθερία να διδάσκουν και να διδάσκονται ότι επιθυμούν. Αυτή η ελευθερία οδήγησε μεγάλες μορφές της εποχής να διδάξουν σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και να καταθέσουν πρωτότυπη σκέψη η οποία στο μέλλον υιοθετήθηκε από τους μεγάλους επιστήμονες του 15ου ,16ου και 17ου που όρισαν την σύγχρονη επιστήμη
Βιβλιογραφία

vΑσημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., Η Ιστορία και η θεωρία των Επιστημών κατά τον Μεσαίωνα, Τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

vBerstein Serge, Milza Piere., Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος Α’, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.

vLindberg David., Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Μαρκολέφας Η., Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2003.

vGrant Edward., Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Σαρίκας Ζ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004.

vGuedj Denis., Το θεώρημα του παπαγάλου, μτφρ. Μιχαηλίδης Τ., Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1999.

vNicholas David, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, μτφρ. Τζιαντζή Μ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004



[1] Guedj D.,Το θεώρημα του παπαγάλου, μτφρ. Μιχαηλίδης Τ., Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1999, σ. 99

[2] Grant E., Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Σαρίκας Ζ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004, σ.22.

[3] Lindberg D., Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Μαρκολέφας Η., Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2003, σ.242

[4] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., Η Ιστορία και η θεωρία των Επιστημών κατά τον Μεσαίωνα, Τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σ.53

[5] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ο.π

[6] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ο.π

[7] Nicholas D., H εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, μτφρ. Μ. Τζιανζτή, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σ. 500

[8] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., σ.91

[9] Berstein, Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Δημητρακόπουλος, Τόμος Α, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997,σ.205

[10] Nicholas D., σ. 514

[11] Berstein, Milza, σ.203

Σχόλια

Ο χρήστης Τάσος Ν. Καραμήτσος είπε…
Πολύ εξειδικευμένο κείμενο. Σαν διατριβή για διδακτορικό. Στο blog σου μου άρεσε η παρουσίαση που κάνεις.
Καλησπέρα

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε