τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου,
πάντα ταυτόχρονα ως σκοπό και ποτέ απλά ως μέσο»
«Εμπρός! Εμπρός, λοιπόν! Ώ ανώτεροι άνθρωποι!
Ο Θεός πέθανε: τώρα πια θέλουμε να ζήσει ο Υπεράνθρωπος»
Η έννοια της βούλησης αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και από τους δύο αλλά από διαφορετική σκοπιά. Ο Kant έθεσε την αγαθή βούληση στο κέντρο της ηθικής φιλοσοφίας του στα έργα του Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών και Κριτική του Πρακτικού λόγου, ενώ ο Nietzsche αναφέρθηκε στην δύναμη για βούληση γράφοντας το αφοριστικό έργο του Τάδε Έφη Ζαρατούστρα.
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας θα γίνει μια αναφορά στον τρόπο με τον οποίο οι δύο φιλόσοφοι ενέταξαν την έννοια της βούλησης στην ηθική φιλοσοφία τους χωρίς να γίνει σύγκριση των φιλοσοφικών ιδεών των. Εξάλλου ο ίδιος ο Nietzsche θα απεχθανόταν μία οποιαδήποτε σύγκριση του με τον Kant τον οποίο θεωρούσε έναν «δημόσιο υπάλληλο» ανάξιο να ασχοληθεί μαζί του, πόσο μάλλον να το κάνει ο υπογράφων την εργασία τούτη.
Ορόσημο στην ιστορία της φιλοσοφίας αποτελεί η σκέψη του Γερμανού φιλόσοφου και καθηγητή Λογικής και Μεταφυσικής στο πανεπιστήμιο του Κενιξμπέργκ στην Ανατολική Πρωσία, Immanuel Kant (1724-1804) όπως αυτή αποτυπώθηκε στις Κριτικές του.
Στα πρώτα ακαδημαϊκά του χρόνια ο Kant ασχολήθηκε επί το πλείστον με επιστημονικά και επιστημολογικά ζητήματα δημοσιεύοντας κάποιες εργασίες μέσα από τις οποίες όμως διαφαινόταν η κλίση του προς την φιλοσοφία. Σταδιακά το ενδιαφέρον του μετακινήθηκε σε καθαρά φιλοσοφικά θέματα φτάνοντας σε ώριμη ηλικία να συγγράψει μία σειρά σπουδαίων πραγματειών που αποτέλεσαν ορόσημο στην φιλοσοφική σκέψη, σημαντικές άλλωστε σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει συνώνυμη του έργο του η εποχή του (καντιανή εποχή), αλλά και η φιλοσοφική κληρονομία του: καντιανή διδασκαλία, καντιανοί και νέο-καντιανοί φιλόσοφοι.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω και εκτός από μία σειρά δημοσιεύσεων σε ποικίλους τομείς ο Kant αποτυπώνει την φιλοσοφική του σκέψη σε μια σειρά πραγματειών, τις Κριτικές, που συνέγραψε σε ώριμη ηλικία και που αποτέλεσαν το αποτέλεσμα χρόνιας μελέτης και το απόσταγμα της φιλοσοφικής του σκέψης.
Το αριστούργημα του, Η Κριτική του Καθαρού Λόγου δημοσιεύθηκε το 1781 και αναθεωρημένο το 1787. Ακολούθησαν δύο εξίσου σημαντικά έργα του, Η Κριτική του Πρακτικού Λόγου (1788) και Η Κριτική της Κριτικής Δύναμης (1790).
Διαφορά του Καθαρού από τον Πρακτικό λόγο
Ο Kant συγγράφοντας τις δύο πρώτες Κριτικές σε ξεχωριστά κείμενα το έκανε ακριβώς για να τονίσει εμφατικά τον διαχωρισμό στην λειτουργία του θεωρητικού λόγου (καθαρό τον αποκαλεί) από τη λειτουργία του πρακτικού λόγου.
Ορίζοντας τις δύο προ-αναφερθείσες έννοιες ο θεωρητικός (καθαρός) είναι ο λόγος του οποίου η λειτουργία στοχεύει στην απόκτηση της αλήθειας και της γνώσης ενώ ο πρακτικός είναι ο λόγος που υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου δεν εξαρτάται από την γνώση.
Πρακτικός Λόγος = Η ηθική σκέψη του Kant
Με την συγγραφή του πρακτικού λόγου ο Kant δεν επιχειρεί να προτείνει έναν τρόπο ηθικής συμπεριφοράς αλλά να αναδείξει «τις υποκειμενικές προϋποθέσεις για να συγκροτηθεί μία δυνητική κοινωνία ηθικώς αυτοσυνείδητων όντων». Βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί το παραπάνω είναι να ενεργεί ο άνθρωπος με βάση το καθήκον επειδή το επιβάλει ο καθαρός εαυτός, η αγαθή βούληση του. Σε αυτό το δεδομένο ο άνθρωπος στηρίζει την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμηση του.
Το καθήκον από την στιγμή που θα αναγνωριστεί ισχύει απόλυτα ακόμα και στην περίπτωση που η εκτέλεση του έχει ως φυσική συνέπεια την καταστροφή ολόκληρου του κόσμου.
Η ηθικότητα του ανθρώπου εξαρτάται από την εσωτερική διάθεση του, χωρίς σκοπιμότητες, εξαρτάται από την βούληση του όταν αυτή είναι αγαθή χωρίς να τείνει να εξυπηρετήσει κάποιον σκοπό. Ακόμα και αν δεν επιτυγχάνει τίποτα, η βούληση από μόνη της είναι αυτή που δίνει αξία και αποτελεί την ουσία της ηθικότητας του ανθρώπου.
Ο Kant αρχικώς παρουσιάζει τα βασικά στοιχεία του ηθικού του συστήματος στο έργο του Θεμέλια της μεταφυσικής των Ηθών (1785) όπου έχει σαν αφετηρία ότι το μόνο ανεπιφύλακτα καλό είναι η καλή βούληση. Σε αυτό το έργο του ο Kant σημειώνει ότι όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνθέτουν μία προσωπικότητα (ταλέντα, χαρακτήρας, αυτό-έλεγχος, τύχη) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κακούς σκοπούς εκτός από την βούληση αυτή καθ’ αυτή ακόμα και αν τα αποτελέσματα της δεν εκπληρώνουν τις προθέσεις της.
Ο Kant υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά δεν είναι προϊόν γνώσης και οι ηθικές μας επιλογές καθορίζονται από την βούληση μας που σε καμιά περίπτωση δεν έχει σχέση με ένστικτα, συναισθήματα και πάθη.
Την επιχειρηματολογία του για την ηθική αναπτύσσει ο Kant εκτενέστερα στο επόμενο έργο του την Κριτική του Πρακτικού Λόγου όπου διαφωτίζει την φύση της ανθρώπινης ηθικής κατάστασης με αναφορά στην έννοια της «αγαθής βούλησης». Ο Kant αναφέρει ότι σε μία τέτοια βούληση δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ λόγου και διάθεσης αλλά ο άνθρωπος πράττει πάντοτε όπως οφείλει παρά το γεγονός ότι η αντίθεση ανάμεσα στο λόγο και την επιθυμία είναι αδιάκοπη.
Όπως ακριβώς η διάκριση μεταξύ αίσθησης και νόησης είναι θεμελιακή για την Κριτική του Καθαρού Λόγου, έτσι είναι θεμελιακή για την Κριτική του Πρακτικού Λόγου η διάκριση μεταξύ καθαρής (αγαθής) και εμπειρικής βούλησης όπου η καθαρή βούληση δεν εξαρτάται από τίποτε άλλο παρά από τον ίδιο τον εαυτό της ενώ η εμπειρική βούληση καθορίζεται από παράγοντες πέρα από αυτήν όπως υποκειμενικά στοιχεία. Για τον Kant η ηθική δεν μπορεί να έχει σχέση με την εμπειρία και η οποία θεωρητική διερεύνηση της ηθικής δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στον ορθό λόγο.
Η καντιανή ηθική είναι η ηθική της αγαθής βούλησης, μιας ανιδιοτελούς και μη εγωιστικής βούλησης που δεν προσδιορίζεται από εμπειρικούς παράγοντες και είναι ανεξάρτητη από τους σκοπούς. Η ηθική αξία των πράξεων προσδιορίζεται από το φρόνημα και την εσωτερική βούληση του ανθρώπου. Αρετές όπως το θάρρος, η τόλμη, η ευφυΐα είναι απόλυτα καλές μόνο αν συνοδεύονται από μία απόλυτα αγαθή βούληση. Άρα ο ηθικός νόμος δεν καθορίζεται από παράγοντες εξωγενείς προς τον άνθρωπο αλλά με τον ανθρώπινο καθαρό λόγο έχοντας αποκλειστικό σκοπό την δημιουργία μίας απόλυτα καλής, αυστηρά ανιδιοτελούς και οικουμενικής βούλησης.
Ο Kant λέγει ότι η ηθική μας συμπεριφορά είναι προϊόν της βούλησης της καθαρής. Το κριτήριο που ενώνει την ηθική συμπεριφορά με την καθαρή βούληση είναι η ελευθερία που είναι βασικό στοιχείο για την ηθική συμπεριφορά. Μια πράξη αξιολογείται ηθικά μόνο αν το άτομο που την έπραξε ήταν ελεύθερο για να την πράξει.
Η καθαρή βούληση δεν αναφέρεται σε κάτι πέρα από αυτήν, αναφέρεται και δεσμεύεται σε εκείνο που ίδια έχει θέσει ως επιδίωξη της και είναι δηλαδή μια αυτοδέσμευση που για τον Kant ταυτίζεται με την ελευθερία της βούλησης.
Η εμπειρική βούληση δεν είναι ελεύθερη επειδή η αιτία που κάθε φορά θέλουμε κάτι βρίσκεται έξω από εμάς μόνο η καθαρή βούληση είναι ελεύθερη γιατί η αιτία της κάθε επιδίωξης βασίζεται σε μέσα της , γιατί αυτο-καθορίζεται. Η ελευθερία της βούλησης συνίσταται στην αυτονομία της και αυτό γίνεται μόνο στην καθαρή μορφή της.
Ο Kant λέγει ότι το δεν μπορώ δεν υφίσταται στη περίπτωση της καθαρής βούλησης γιατί στο όνομα της ελευθερίας της έχουμε την δυνατότητα να προβούμε στις επιλογές που κρίνουμε ότι μπορούμε να φέρουμε εις πέρας. Η υπακοή μας στα αιτήματα της καθαρής βούλησης είναι απόλυτη.
Η ηθική μας συμπεριφορά λοιπό ορίζεται με βάση των κανόνων που απορρέουν από την απόλυτη ελευθερία της καθαρής βούλησης και ρυθμίζουμε την συμπεριφορά μας στο πλαίσιο της κατηγορηματικής προσταγής
Ο Kant θεωρεί ότι και η ευτυχία διαφθείρει και θεωρεί την σχέση βούλησης – ευτυχίας όχι αναγκαία. Κρίνει το ένστικτο το πλέον αποτελεσματικό για την επίτευξη της ευτυχίας. Άρα η βούληση είναι το ύψιστο αγαθό, προϋπόθεση όλων των άλλων αγαθών, ακόμα και της ευδαιμονίας.
Το να πράττει κανείς από καθήκον σημαίνει να επιδεικνύει καλή βούληση παρά τις δυσκολίες. Εδώ πρέπει να γίνει σαφής η διάκριση: πράττω σύμφωνα με το καθήκον και πράττω με κίνητρο το καθήκον. Για τον Kant η αξία του χαρακτήρα φαίνεται μόνο όταν κάποιος κάνει καλό από καθήκον και όχι από προδιάθεση ακόμα και όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με την θέληση του. Υπάρχουν περιπτώσεις που το καθήκον κοστίζει στην επίτευξη της ευτυχίας, αλλά για τον Kant σημαντική είναι η οδύνη του καλώς πράττειν όταν αυτό είναι ορθώς πράττειν. Στην οπτική αυτή του Kant έρχεται να εκφράσει την αντίθεση του ο Nietzsche με τρόπο αφοριστικό, μηδενιστικό και ανατρεπτικό.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche (1844 – 1900) υπήρξε μία προσωπικότητα έντονη και μοναχική, γράφοντας με έναν μοναδικά αφοριστικό τρόπο γεμάτο εικόνες και επικλήσεις, ανέπτυξε μία σφοδρή επίθεση ενάντια στην αφηρημένη φιλοσοφία αλλά και στο χριστιανισμό.
Συγκρουσιακή προσωπικότητα δεν διστάζει να αφορίζει και να απορρίπτει την διδασκαλία μεγάλων δάσκαλων, όπως πχ. ο Σωκράτης και ο Ιησούς, αλλά και να διαφωνεί τόσο με τις ιδέες όσο και με τους ίδιους, σύγχρονους και προγενέστερους, μείζονες φιλοσόφους, αξιοποιώντας στο έπακρο την «θρασεία, ασεβή και ασυμβίβαστα διαλυτική σκέψη του». Χαρακτηριστική είναι η απομάκρυνση από το πρώιμο έργο του που το καταδίκασε διότι «μύριζε Hegel» και το «είχε αγγίξει η πτωματώδης οσμή του Schopenhauer», αναφερόμενος για την επίδραση που δέχτηκε στην νεότητα του από τους δύο προγενέστερους συμπατριώτες του και μείζονες φιλόσοφους G.W.F. Hegel (1770-1831) και Arthur Schopenhauer (1788-1860).
Συγγράφοντας στα 1883-1885 το πανηγυρικό, μεγαλοπρεπές και ευαγγελικού ύφους Τάδε Έφη Ζαρατούστρα ο Nietzsche σκόπευε να σημάνει το τέλος μίας παλαιάς και την αρχή μίας νέας εποχής.
Στα έργα του Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο (1876-1880), Αυγή (1880-1881) και Η Χαρούμενη Επιστήμη (1882) ο Nietzsche κατακρίνει την ιδεαλιστική φιλοσοφική σκέψη που επικρατεί και η οποία υποτάσσει τον άνθρωπο σε μία ηθική εχθρική προς την ίδια την ζωή απαξιώνοντας τον εμπειρικό κόσμο προς όφελος ενός κόσμου ιδανικών.
Ο Nietzsche ξεκινά την φιλοσοφική αναζήτηση του αναλογιζόμενος τον ρόλο του φιλοσόφου και συμπεραίνει ασυμβίβαστα: Είναι αυτός που θα ενισχύσει την «θέληση μας για δύναμη».
Η δύναμη για βούληση αποτελεί και την ουσία της ηθικής του Nietzsche όπου απέναντι στην δουλοπρέπεια της Χριστιανικής ηθικής παραθέτει την θέληση για δύναμη του υγιούς ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι ένας πυρήνας εκρηκτικής ενεργητικότητας που ζητά να υποτάξει τον περίγυρό του στο δυναμισμό της βούλησής του.
Η βούληση για τον Nietzsche δεν έχει να κάνει μόνο με την αυτοσυντήρηση αλλά έχει την ορμή της δημιουργίας. Εκφράζεται με το να προσπαθεί το κάθε ον να επιβληθεί στο άλλο και κάθε συγκεκριμένο ον αγωνίζεται να κυριαρχήσει στο σύμπαν και να αντιδρά σε οτιδήποτε αντιστέκεται στην επέκταση του. Η βούληση στον Nietzsche είναι έμφυτη τάση για επικράτηση και περιέχει και δημιουργία γιατί η βούληση είναι η αρχή της δημιουργίας του κόσμου
Ο Nietzsche θεωρεί ότι ο άνθρωπός πρέπει πρώτα να γνωρίσει τον εαυτό του. Η γνωριμία αυτή είναι η πλέον ισχυρή. Ο χριστιανισμός αλλά και η ιδεαλιστική φιλοσοφία διδάσκουν την αποστροφή στο σώμα και την αφοσίωση στο πνεύμα, αλλά ο Nietzsche στρέφεται ενάντια τόσο στους καντιανούς φιλοσόφους της εποχής το όσο και στην χριστιανική ηθική:
«Έπεισαν το πνεύμα σας να περιφρονεί το γήινο, μα όχι και τα σωθικά σας: αλλά αυτά είναι ότι πιο ισχυρό έχετε μέσα σας. Και τώρα το πνεύμα σας ντρέπεται να υποταχθεί στην θέληση των σωθικών σας και φεύγει μπροστά στην ίδια του την ντροπή.»
Στο πρόσωπο του Υπεράνθρωπου ο Nietzsche απορρίπτει τις αρχές της ευσπλαχνίας, της αμοιβαιότητας και της δημοκρατικής ισότητας και προτρέπει στην δράση μέσω των ορμών και των ορέξεων.
Η άποψη ότι τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από μας δεν ισχύει για την φιλοσοφική σκέψη του Nietzsche . Όλα τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου είναι μια δέσμη πληροφοριών της εμπειρίας και των αισθήσεων μας και ο αληθινός κόσμος είναι οι πληροφορίες των αισθήσεων και όχι τα ίδια τα πράγματα γύρω μας. «Δεν υπάρχουν πράγματα λέγει ο Nietzsche αυτά είναι στην φαντασία μας και χειριζόμαστε ανύπαρκτα πράγματα».
Υποστήριξε πως ότι αποκαλούμε «πραγματικότητα» είναι δημιούργημα των προθέσεών μας και επιλογών και προέτρεψε τους φιλόσοφους αν θέλουν να είναι αληθινοί να αντικαταστήσουν την ψευδαίσθηση για την ύπαρξη την αντικειμενικής πραγματικότητας και της βούλησης για αλήθεια με την άποψη ότι η πραγματικότητα είναι προϊόν την δύναμης της βούλησης. Ο καθένας μας στην προσπάθεια να ικανοποιήσει την βούληση του για δύναμη και επικράτηση μπορεί να γίνει αιτία για να προκύψει ένας καινούργιος κόσμος.
Είναι πολύ δύσκολο να συγκρίνεις τις απόψεις δύο φιλοσόφων όταν η διδασκαλία τους δεν συμπίπτει χρονικά και όταν ο μεταγενέστερος (στην περίπτωση μας ο Nietzsche ) αγνοούσε σκόπιμα και δεν σχολίαζε τον Kant. Τον Nietzsche δεν τον ενδιέφερε η διδασκαλία του Kant και των καντιανών διδασκάλων που κυριαρχούσαν στις πανεπιστημιακές αίθουσες της Γερμανίας. Ο Nietzsche ατένιζε με έναν διαφορετικό τρόπο τον κόσμο και ως εκ τούτου τον προσέγγιζε αιρετικά σε σχέση με την δομημένη σκέψη του Kant. Για το θέμα της βούλησης που μας απασχόλησε αντιληφθήκαμε ότι ο Kant έθεσε ως κέντρο της ηθικής του φιλοσοφίας την αγαθή βούληση, μία βούληση ανεπηρέαστη από τους υποκειμενικούς παράγοντες, μία βούληση που θα στηρίζεται σε ηθικούς κανόνες διαμορφωμένους με την χρήση του ορθού λόγου, μία βούληση απεξαρτημένη από την εμπειρία, μία βούληση υπεράνω των ανθρώπινων αναγκών, ικανή να θυσιάσει κανείς την σωματική του ακεραιότητα για αυτήν. Και εδώ είναι το κρίσιμο και διαχωριστικό σημείο. Ο Nietzsche , ένας άνθρωπος άρρωστος δεν μπορεί να αντιληφθεί πως είναι δυνατόν να θυσιαστεί το οπουδήποτε τμήμα της φύσης του ανθρώπου στον βωμό μιας ιδεαλιστικής ηθικής τάξης, στο κάλεσμα μίας αγαθής βούλησης. Ο Nietzsche θεωρεί ότι υπάρχουν πιο ζωτικές διαδικασίες στις οποίες η βούληση άπτετε. Η βούληση για επιβίωση, η βούληση για δύναμη είναι περισσότερο ισχυρές στην φιλοσοφία του Nietzsche από μία αγαθή αλλά πιθανόν ανούσια και άχρηστη για την πραγματική ζωή καντιανή βούληση.
Βαλλιάνος Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη: Νεότερα και σύγχρονα ρεύματα (19ος - 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2004.
Kant I., Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, μτφρ. Γιάννη Τζαβάρα, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννενα 1984.
Kenny A., «Από τον Ντεκάρτ στον Καντ», στο A. Kenny (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δ. Ρισσάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005.
Nietzsche F., «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα», μτφρ. Δικταίος Άρης, Εκδόσεις Καλφάκη, Αθήνα 1958.
Zimmer R., Η Πύλη των Φιλοσόφων, μτφρ. Μπεκιάρη Σ., Εκδόσεις Κονιδάρης, Αθήνα 2006
Σχόλια