Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ευρωπαϊκή Ένωση των Οικονομιών και όχι των Πολιτών - Η Αρχή


Διάβασα πρόσφατα το συγκεκριμένο άρθρο στην Καθημερινή αναφορικά με το Σχέδιο Shuman και την έναρξη της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Αν και ιστορικά σωστό, το βρήκα ρηχό και ανούσιο. Βιώνοντας την παρούσα κρίση αντιλαμβάνομαι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να είναι μία ΕΟΚ και σε καμία περίπτωση μία Ευρώπη των Πολιτών. 

1. Εισαγωγή.
Η Ευρωπαϊκή ένωση ως ιδέα αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου αποτελώντας όραμα σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων που δεν επιθυμούσαν να δουν ξανά μία κατεστραμμένη Ευρώπη αλλά μία Ευρώπη των Πολιτών, μία Ευρώπη της Ειρήνης. Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου υπήρξαν προσπάθειες να διαμορφωθεί μία συνεργατική μορφή μεταξύ των κρατών της Ευρώπης που όμως έβρισκε διάφορα εμπόδια. Αυτό τελικά επετεύχθη μέσα από τις προσπάθειες του Γάλλου Jean Monnet και υλοποιήθηκε μέσα από το σχέδιο Shuman, την ιδρυτική συνθήκη της Ενωμένης Ευρώπης.
Στην παρούσα εργασία και πιο συγκεκριμένα στο δεύτερο κεφάλαιο θα αναδείξουμε τα βασικά στοιχεία του σχεδίου Shuman, το πλαίσιο αναφοράς, τους λόγους που έκαναν αναγκαία την δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής κοινότητας. Στο τρίτο κεφάλαιο θα αναφερθούμε στα κράτη που συμμετείχαν, στους λόγους για τους οποίους το έκαναν αλλά και στους λόγους για τους οποίους ήταν μόνο αυτά τα έξι και όχι περισσότερα. Επίσης θα σταθούμε και στις ευρύτερες πολιτικές συνθήκες και στον τρόπο που επηρέασαν και επιτάχυναν την ιδρυτική συνθήκη για την ΕΚΑΧ.
   
2. Το βασικό περιεχόμενο του σχεδίου Shuman. 
Το σχέδιο Shuman αποτελεί πνευματικό τέκνο του Γάλλου πολιτικού και οικονομολόγου Jean Monnet (1888-1979) το οποίο παρουσίασε την 9η Μαΐου 1950 ο υπουργός των Εξωτερικών της Γαλλίας Robert Shuman (1886-1963) από τον οποίο πήρε το όνομα του.
Το βασικό περιεχόμενο του σχεδίου Shuman αφορά την δημιουργία μίας κοινής αγοράς που θα διαχειρίζεται το σύνολο της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα της Γερμανίας και της Γαλλίας. Σκοπός του συγκεκριμένου εγχειρήματος ήταν να ελεγχθεί η παραγωγή και διάθεση των δύο αυτών αγαθών τα οποία κρίνονταν απαραίτητα για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας και ειδικότερα της πολεμικής. Επί της ουσίας στόχος του σχεδίου ήταν να ελεγχθεί η γερμανική παραγωγή αυτών των προϊόντων ώστε να αποτραπεί ένας μελλοντικός εξοπλισμός της Γερμανίας ο οποίος θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη στην Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο η Γαλλία θα μπορούσε να ελέγξει την Γερμανία χωρίς να την έχει στο περιθώριο και ταυτόχρονα να αρχίσει να δομείται η γαλλογερμανική συμφιλίωση που κρινόταν απαραίτητη για την σταδιακή ενοποίηση της Ευρώπης όπως την φαντάζονταν οι Monnet και Shuman. Οι νικητές του πολέμου δεν ήθελαν να επαναλάβουν τα λάθη μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου οι επαχθείς όροι και η απομόνωση που επιβλήθηκαν στην Γερμανία οδήγησαν στον οικονομικό στραγγαλισμό της και στην άνοδο του Ναζισμού. Έτσι «το καλύτερο που είχαν να κάνουν οι Γάλλοι είναι να διαπλέξουν τόσο πολύ τα δυτικογερμανικά και γαλλικά συμφέροντα, ώστε η σύγκρουση μεταξύ των δύο παλαιών εχθρικών αντιπάλων να καταστεί πλέον αδύνατη ». Ο Monnet θεωρούσε ότι η προσπάθεια ενοποίησης της Ευρώπης δεν θα μπορούσε να γίνει με την μία και έχοντας βιώσει τις προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες (ΟΕΟΣ , Συμβούλιο της Ευρώπης), πρότεινε την λύση της σταδιακής προσέγγισης και όλο αυτό κάτω από το πλαίσιο της οικονομικής συνεργασίας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα. Το σχέδιο Shuman αναπτύχθηκε με βάση την πρακτική του λειτουργισμού «που επέμενε ότι η ολοκλήρωση θα έπρεπε να επιδιωχθεί σε ορισμένες σαφώς καθορισμένες περιοχές (ή τομείς) της οικονομίας, όπου τα οφέλη της αμοιβαίας συνεργασίας θα ήταν εξασφαλισμένα ». 
Αποτέλεσμα της δεκάμηνης διαπραγμάτευσης του σχεδίου Shuman ήταν η υπογραφή της ιδρυτικής συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) στις 18 Απριλίου 1951 στο Παρίσι η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1952. Το βασικό σημείο της συνθήκης αποτελεί η δημιουργία μίας κοινής αγοράς για τα δύο αυτά αγαθά «με την κατάργηση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών, την απαγόρευση των διακρίσεων και των επιδοτήσεων ή κρατικών επιχορηγήσεων».
Η δομή της ΕΚΑΧ περιλάμβανε την Ανώτατη Αρχή με εννέα μέλη τα οποία ορίζονταν από τις συμμετέχουσες χώρες αλλά ήταν πλήρως ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις αυτών. Παράλληλα θεσπίστηκαν και άλλα όργανα όπως η Κοινή Συνέλευση, το Δικαστήριο, το Συμβούλιο Υπουργών. Το τελευταίο δεν προβλεπόταν στο σχέδιο Shuman αλλά δημιουργήθηκε μετά από απαίτηση των τριών μικρότερων κρατών (Βελγίου, Λουξεμβούργου και Ολλανδίας) με σκοπό να μετριαστεί «η υπέρ-εθνικότητα της Ανώτατης αρχής » και να προασπίζονται τα δικαιώματα των μικρών έναντι των μεγάλων (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία).
Η Ανώτατη Αρχή ήταν η πρώτη δομή με υπέρ-εθνικό χαρακτήρα της οποίας οι αποφάσεις ήταν ανεξάρτητες από τις εθνικές κυβερνήσεις αλλά άμεσα εκτελεστές από τις συμμετέχουσες χώρες. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα «ισχυρό μη εθνικό σώμα το οποίο μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι τριβές μεταξύ των κρατών – μελών ». Τα μέλη της Αρχής ορίζονται από τις συμμετέχουσες χώρες και οι αποφάσεις τους υπάγονται στον έλεγχο ενός δικαιοδοτικού οργάνου. 
Η Κοινή Συνέλευση είχε 78 μέλη διορισμένα από τα κοινοβούλια των συμμετεχόντων κρατών και είχε δυνατότητα παρέμβασης στην αποφάσεις της  Ανωτάτης Αρχής αξιοποιώντας την δυνατότητα της πρότασης μομφής στις ετήσιες εκθέσεις. Το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία σε θέματα που άπτονταν «της ερμηνείας και εφαρμογής της ιδρυτικής συνθήκης με αποφάσεις υποχρεωτικές για τις κυβερνήσεις, τις εταιρίες και τα όργανα της ΕΚΑΧ ».  

3. Σε ποιους απευθύνεται και γιατί μόνο έξι κράτη. 
Στο σχέδιο Shuman επισημαινόταν ότι η συγκεκριμένη Αρχή ήταν ανοικτή στην συμμετοχή και των άλλων χωρών της Ευρώπης «θέτοντας τις βάσεις για την δημιουργία μίας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας .» Σκοπός του Monnet ήταν να δημιουργηθεί η ευρωπαϊκή ένωση όχι «με μία κίνηση αλλά με συγκεκριμένες πραγματώσεις που θα δημιούργησαν μία αληθινή αλληλεγγύη ». Η πρώτη πραγμάτωση ήταν μία οικονομική ένωση, μία κοινή αγορά των χωρών που παρήγαγαν χάλυβα και άνθρακα με σκοπό την άρση των εμποδίων για την διακίνηση τους, ενώ ταυτόχρονα περιόριζε την εθνική κυριαρχία σε αυτά τα αγαθά και δημιουργούνταν οι «υλικές βάσεις μίας νέας ομοσπονδιακής τάξης ». Το μικρό αυτό βήμα ενοποίησης έδειχνε πιο σταθερό και πιο επιτυχημένο από την παράλληλη προσπάθεια αμυντικής ενοποίησης μέσω Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ) του σχεδίου Pleven το οποίο και απέτυχε. 
Η πρώτη χώρα που αγκάλιασε την πρόταση του σχεδίου Shuman υπήρξε η  Γερμανία με πρωτοβουλία του Γερμανού καγκελάριου Konrad Adenauer (1876-1967) ο οποίος «πίστευε ότι μόνο αν συνδεόταν η Γερμανία με τις άλλες φιλελεύθερες δημοκρατικές χώρες θα ήταν δυνατό να ισχυροποιηθεί η νεογέννητη δημοκρατία της χώρας ». Εκτός από την Γερμανία και την Γαλλία στην πρόσκληση του Shuman ανταποκρίθηκαν η Ιταλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία. 
Θετική ήταν και η Βρετανία θεωρώντας ότι το σχέδιο αποτελούσε ένα βήμα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά τελικά δεν συμμετείχε. Οι λόγοι ήταν πολλοί αλλά ο βασικός λόγος ήταν ότι δεν ήθελαν να εκχωρήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στα δύο αυτά αγαθά σε μία ανώτατη αρχή στην οποία θα είχαν ελάχιστη παρέμβαση. Οι Βρετανοί μετά τον πόλεμο έδωσαν έμφαση στην δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας όπως είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση των Εργατικών (Attlee Labor) που ανέλαβε την εξουσία και ήθελε να εκμεταλλευτεί τα ανθρακωρυχεία για να το χρηματοδοτήσει. Η ΕΚΑΧ θα τους αφαιρούσε το δικαίωμα να τιμολογούν όπως αυτοί επιθυμούσαν και έχοντας την μεγαλύτερη παραγωγή άνθρακα στην Ευρώπη δεν έβλεπαν τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να εκχωρήσουν την εκμετάλλευση στην ΕΚΑΧ. Εκτός από τους οικονομικούς λόγους υπήρχαν και άλλοι δύο σημαντικοί λόγοι. Πολιτικά οι Βρετανοί είχαν στραφεί στρατηγικά σε στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ οπότε δεν τους απασχολούσε τόσο η ευρωπαϊκή συνεργασία. Ιδεολογικά και ψυχολογικά συνέχιζαν να αισθάνονται αυτοκρατορία λόγω της Κοινοπολιτείας και θεωρούσαν μειωτική την ιδέα της οποιαδήποτε εξάρτησης από τις κυβερνήσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης. 
Ποια ήταν όμως τα στοιχεία τα οποία συνέδεαν αυτές τις χώρες και διευκόλυναν την ένταξης τους στην ΕΚΑΧ και όχι και άλλες;
1. Η βιομηχανική ανάπτυξη. Οι συγκεκριμένες χώρες ήταν τεχνολογικά και βιομηχανικά ανεπτυγμένες και διέθεταν ικανή παραγωγή στα δύο αυτά προϊόντα. 
2. Η ομαλή πολιτική κατάσταση. Σε αυτές τις χώρες έχει ομαλοποιηθεί η πολιτική κατάσταση και τα κράτη «ήταν οργανωμένα στην βάση της ελεύθερης οικονομίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. » Χώρες με προβλήματα διακυβέρνησης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) θα ήταν δύσκολο να ενταχθούν σε ένα τέτοιο μηχανισμό την δεδομένη χρονική στιγμή.
3. Η αίσθηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Στις συγκεκριμένες χώρες τα ενοποιητικά στοιχεία όπως η  δημοκρατία, ο φιλελευθερισμός, η ελεύθερη αγορά είχαν διαχρονικές βάσεις. Ήδη πριν από την ΕΚΑΧ Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο είχαν προχωρήσει σε τελωνειακή ένωση, την Benelux.
4. Η χριστιανική θρησκεία. Αποτέλεσε ενοποιητικό στοιχείο εκφραζόμενη σε πολιτικό επίπεδο μέσα από τα Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα που σχηματίστηκαν σε διάφορες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης μετά το 1945. Τα σημαντικότερα ήταν το Γερμανικό και το Ιταλικό τα οποία «μοιράζονταν μία σειρά κοινών αξιών και τοποθετήσεων, καθώς και μία ιδιαίτερη σχέση με έναν κατεξοχήν υπέρ-εθνικό θεσμό: την Καθολική Εκκλησία. ». Οι ηγέτες των κομμάτων αυτών την συγκεκριμένη εποχή Konrad Adenauer και Alcide de Gaspari «μοιράζονταν την κοινή τοποθέτηση για μια στενότερη ευρωπαϊκή συνεργασία ως όχημα εισόδου των χωρών τους στην διεθνή σκηνή ». Η Χριστιανοδημοκρατία γεφύρωσε τις προπολεμικές πολιτικές διαφωνίες, την πολιτική αδυναμία των εθνικών κρατών και διαμόρφωσε σταθερές κυβερνήσεις με μετριοπαθές ρεαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα και έμφαση στο κράτος πρόνοιας. Ειδικά ο ρόλος του Adenauer υπήρξε καθοριστικός για την σφυρηλάτηση της γαλλογερμανικής φιλίας.
5. Οι μεταπολεμικές οικονομικές δυσχέρειες. Η καταστροφή της Ευρώπης είχε σαν συνέπεια να κατανοήσουν οι χώρες τις Δυτικής Ευρώπης ότι «δεν θα μπορούσαν να ανακάμψουν με τις δικές τους μεμονωμένες προσπάθειες » και μόνο αν ενώνονταν θα μπορούσαν «να επωμιστούν το βαρύ φορτίο της οικονομικής ανασυγκρότησης μετά τον πόλεμο ».
6. Οι σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές σε αυτές τις χώρες. Σε αντίθεση με άλλες χώρες που είτε εντάχθηκαν στο κομμουνιστικό μπλοκ είτε βρίσκονταν σε εμφύλιο πόλεμο (Ελλάδα), στις χώρες αυτές τα σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα συμμετείχαν ενεργά στην δημιουργία κυβερνήσεων συνεργασίας. Ο διεθνιστικός χαρακτήρας τους ευνοούσε την συμμετοχή σε υπερεθνικούς θεσμούς.
7. Η Σοβιετική Ένωση. «Το Μάρτιο του 1944 στο Φούλτον του Μισούρι, ο Βρετανός πρωθυπουργός Winston Churchill (1874-1965) δήλωσε ότι ένα “σιδηρούν παραπέτασμα” είχε απλωθεί κατά μήκος της Ευρώπης και ότι έπρεπε να συγκροτηθεί μία αγγλοαμερικανική συμμαχία για να σταματήσει τους Σοβιετικούς .» Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν ραγδαία. «Το Σεπτέμβριο του 1949 η δυτική Γερμανία επέλεξε κυβέρνηση γεγονός που οδήγησε τον Στάλιν να σχηματίσει το δικό του γερμανικό κράτος στην Ανατολική. Από τότε η Ευρώπη και η Γερμανία διαιρέθηκαν απόλυτα σε ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό κι στρατιωτικό επίπεδο » γεγονός που σήμανε την έναρξη του Ψυχρού πολέμου και την Σοβιετική Ένωση να αντικαθιστά την Γερμανία ως την απειλή για την φιλελεύθερη Δυτική Ευρώπη. 
8. Οι ΗΠΑ. Το 1947 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Harry Truman (1884-1972) ανακοινώνει το Δόγμα του που συνοψιζόταν στην έκφραση «πρέπει να βοηθήσουμε τους λαούς να διαμορφώσουν την δική τους μοίρα με το δικό τους τρόπο. » Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου δόγματος οι ΗΠΑ ενεργοποιούν το 1948 το Σχέδιο Marshall (Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανοικοδόμησης) για την περίοδο 1948-1952. Προκειμένου να επιτύχουν έναν συντονισμό για την καλύτερη διαχείριση του προγράμματος οι Ευρωπαϊκές χώρες που ωφελούνταν από το σχέδιο Marshall δημιούργησαν τον ΟΕΟΣ. Μέσω αυτού του οργανισμού δημιουργήθηκαν οι πρώτες δομές ενοποίησης καθώς «πέτυχε να μειωθούν οι εμπορικοί φραγμοί και να εξομαλυνθούν οι ενδοευρωπαϊκές πληρωμές ». Οι Αμερικάνοι αν και ενοχλήθηκαν από τον ΟΕΟΣ ως δομή «ήταν κάθε άλλο παρά αντίθετοι προς την ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση  καθώς άρχισαν να την αντιμετωπίζουν ως το μόνο τρόπο για να δημιουργηθεί ένας σταθερός φραγμός στην κομμουνιστική επέκταση .» 

4. Συμπεράσματα
Η Ευρώπη μετά το πόλεμο βγήκε διχασμένη. Η επικράτηση των Σοβιετικών στην Ανατολική Ευρώπη και ο διαχωρισμός της Γερμανίας σήμανε την έναρξη της ψυχροπολεμικής περιόδου. Στην Δυτική Ευρώπη η κυριαρχία των Αμερικάνων ήταν δεδομένη. Πρώτα με το Δόγμα Truman (1947), μετά με το σχέδιο Marshall (1948) και τέλος με την ίδρυση του ΝΑΤΟ (1949) οι Αμερικάνοι πήραν υπό τον έλεγχο τους τον δυτικοευρωπαϊκό φιλελεύθερο κόσμο. Η Σοβιετική επικράτηση την Ανατολή και η Αμερικάνικη εξάρτηση στην Δύση ανάγκασε του Ευρωπαίους να ενεργοποιηθούν στην προοπτική της ενοποίησης για να μπορούν να αντιδράσουν απέναντι στις δύο αυτές υπερδυνάμεις. Έναρξη της προσπάθειας αυτής ήταν η δημιουργία της ΕΚΑΧ ως αποτέλεσμα του σχεδίου Shuman που εμπνεύστηκε ο Monnet και υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προς την υπερεθνική συνεργασία που «συνένωσε αρκετές χώρες κάτω από ένα κοινό όργανο που έλεγχε σημαντικούς τομείς της οικονομίας » ενώ παράλληλα συνέβαλε στην γαλλογερμανική προσέγγιση απαραίτητη για την ενοποίηση της Ευρώπης. Η πρόσκληση ήταν προς όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά ουσιαστικά μόνο λίγες μπόρεσαν να συμμετάσχουν σε πρώτη φάση προεξεχόντων της Γαλλίας και της Γερμανίας. Σκοπός του σχεδίου ο έλεγχος της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας από τους Γάλλους, αλλά απώτερος στόχος υπήρξε η πρώτη πραγμάτωση ενοποίησης το οποίο και επετεύχθη.

5. Βιβλιογραφία
Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος 1923-2004, Εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2004.
Λάβδας Kων/νος. Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ΕΑΠ, Πάτρα 2001
Hobsbawm Eric, Η Εποχή των Άκρων, μτφρ. Κεπατανγιάννης. Β., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004
Young John, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου 1945-1991,μτφρ Δεμερτζίδης Γ., Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006
Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου. Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη, 2001
  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε