Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκεπτικισμός, ορθολογισμός και φαντασία τον 16ο αιώνα

Από τον Μονταίνιο στον Σαίξπηρ

Εισαγωγή
Η περίοδος από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την εξάπλωση της Αναγέννησης και του ουμανισμού σε όλη την Ευρώπη και την διαμόρφωση νέων τάσεων και μορφών γραμματείας. Βασικό χαρακτηριστικό της εποχής είναι η επικράτηση των εθνικών γλωσσών στις οποίες εγράφησαν τα περισσότερα κείμενα. Η λόγια γραμματεία της εποχής επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό τόσο από τις πολιτικό-θρησκευτικές εξελίξεις (Μεταρρύθμιση – Αντιμεταρρύθμιση), όσο και από την επιστημονική έρευνα και το ορθολογικό πνεύμα. Οι δύο επικρατούσες λογοτεχνικές τάσεις της εποχής, το «μπαρόκ» και ο κλασικισμός, συμβάλουν στην διαμόρφωση του νεώτερου πνεύματος, που θα ολοκληρωθεί τον 19ο αιώνα, από διαφορετική σκοπιά και με διαφορετική ένταση. Το «μπαρόκ» συμβάλει με τα εντυπωσιακά σχήματα, την κίνηση και την φαντασία που εισήγαγε ενώ ο κλασικισμός με την τάξη και την υιοθέτηση κλασσικών προτύπων που επέβαλε στην γραφή. Σε ότι αφορά την γενική γραμματεία εισάγεται αυτήν την περίοδο ένα νέο είδος, στα όρια φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, το δοκίμιο, το οποίο με κυριότερο εκπρόσωπο του τον Μονταίν εισάγει την έννοια του σκεπτικισμού στην φιλοσοφία. Εξελίξεις σημαντικές υπάρχουν και στην θεατρική δραματουργία όπου δεσπόζει η καινοτομική συνεισφορά του έργου του Σαίξπηρ αλλά και στην ποίηση με πιο ενδιαφέρουσα μορφή αυτή της «μεταφυσικής» ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Ντον.

Ο ρόλος του ορθολογισμού και οι λογοτεχνικές τάσεις μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα
Η εμφάνιση του κριτικού ορθολογιστικού πνεύματος αποτέλεσε την σημαντικότερη καινοτομία μεταξύ 16ου -17ου αιώνα. Αποτελεί ένα είδος πολιτισμικής «επανάστασης» που εκδηλώνεται τόσο στον φιλοσοφικό όσο και στον επιστημονικό χώρο «διατυπώνοντας τους νόμους της φυσικής τάξης που διέπουν την πολλαπλότητα των φαινομένων της πραγματικότητας – πραγματικότητας η οποία εξακολουθεί να θεωρείται δημιούργημα θεϊκό»[1] . Σε αντίθεση με τους ουμανιστές που αγνοούσαν τις επιστήμες, είτε λόγω ανεπάρκειας μεθόδων και μέσων παρατήρησης, είτε λόγω σεβασμού στο Αρχαίο πνεύμα, ο ορθολογισμός διέπεται από την έντονη ερευνητική δραστηριότητα στις φυσικές επιστήμες (αστρονομία, μαθηματικά, φυσική) μέσω της δημοσίευσης επιστημονικών εργασιών και εκπροσωπείται από πλήθος επιστημόνων και φιλοσόφων (Κοπέρνικος, Τζορντάνο Μπρούνο, Γαλιλαίος, Καρτέσιος κ.α.).
Η επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων επιδρά και στην λογοτεχνία όπου πλέον μετασχηματίζεται ο λογοτεχνικός χαρακτήρας παλαιότερων έργων όπως η «Κόλαση» του Δάντη και προσδιορίζεται σε ένα πλαίσιο «φαντασίας» σε αντίθεση πλέον με τον ορθολογιστικό και ρεαλιστικό χαρακτήρα που επιβάλει η επιστημονική αλήθεια. Διαχωρισμός καθοριστικός που θα εξελιχθεί αργότερα κατά των 19ο αιώνα στους δύο πυλώνες της σύγχρονης διανόησης δηλ. την νεότερη ιδέα της λογοτεχνίας και τον ακαδημαϊκό λόγο.
Η λογοτεχνία της περιόδου αυτής, όπως ανεφέρθη, αρθρώνεται σε δύο τάσεις το «μπαρόκ», όρος προερχόμενος από τις εικαστικές τέχνες και την αρχιτεκτονική, και τον κλασικισμό. Η βασική διαφορά τους έγκειται κυρίως στο συγγραφικό ύφος και την δομή των λογοτεχνικών δημιουργημάτων. Η τέχνη του «μπαρόκ» έχοντας μία ευρύτατη διάδοση στην Ευρώπη και όντας κατευθυνόμενη από την Αντιμεταρρύθμιση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας απευθύνεται κατά κύριο λόγο στον πιστό, κυρίως λαϊκό αγράμματο άνθρωπο, με σκοπό «.. να τον εντυπωσιάσει με το θεατρικό και δραματικό χαρακτήρα της, να μιλήσει τόσο στις αισθήσεις και την φαντασία του όσο και την λογική του, να τον κάνει να προσχωρήσει στα δόγματα μέσω της συγκίνησης»[2]. Το «μπαρόκ» λογοτεχνικό κείμενο χαρακτηρίζεται από την χρήση εντυπωσιακών σχημάτων λόγου, εναλλαγών ύφους, σύζευξη κωμικού και τραγικού στοιχείου, έμφαση στο παράδοξο, στην εντυπωσιακή, μυστηριώδη ατμόσφαιρα με την χρήση θεατρικότητας, όπου η φαντασίωση, συχνά αχαλίνωτη, παίζει ένα κυρίαρχο ρόλο. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare, 1564-1616), «Άμλετ» (1601), όπου το φανταστικό στοιχείο εκφράζεται με την συνάντηση του Άμλετ με το φάντασμα του νεκρού πατέρα του.
Στον κλασικισμό εν αντιθέσει, βάση γραφής κάθε νέου έργου αποτελούν ως πρότυπα το παλαιότερο διαχρονικά έργα το οποίο μελετούνται συστηματικά προκειμένου να τεθούν συγγραφικοί κανόνες σύμφωνα με αυτά. Περιορισμένος στον γεωγραφικό χώρο της Γαλλίας ο κλασικισμός και υποστηριζόμενος από την επαρχιακή αστική τάξη, παρουσιάζει μία αμφίδρομη εννοιολογία. Τόσο σαν μεθοδολογία γραφής όσο και σαν θεωρητικό μοντέλο θεωρητικής, ιστορικής και κριτικής ανάλυσης της λογοτεχνίας. Σκοπός του κλασικιστικού έργου είναι η ωφέλεια και η απόλαυση και όχι ο εντυπωσιασμός. Η γραφή χαρακτηρίζεται από αρμονία και τάξη σε αντίθεση με την ανισορροπία του «μπαρόκ». Τα λογοτεχνικά είδη διαχωρίζονται αυστηρά και ταξινομούνται σε κατηγορίες, σε αντίθεση με την ανάμιξη ειδών που παρατηρήθηκε στο «μπαρόκ». Η λογοτεχνία σύμφωνα με τον κλασικισμό αποτελεί αναπαράσταση της πραγματικότητας, αληθοφανής και διαυγής και δεν στηρίζεται στην φαντασίωση που είναι δομικό στοιχείο του «μπαρόκ». Χαρακτηριστικό κλασικιστικό έργο είναι θεατρικό έργο «Φαίδρα» (1677) του Γάλλου συγγραφέα Ρακίνα (Jean Racine, 1639-1699).

Ο σκεπτικισμός του Μονταίν
Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται και από τον μετασχηματισμό και την δημιουργία νέων ειδών στον χώρο της γενικής γραμματείας. Έτσι οριοθετείται ένα νέο είδος γραμματείας, κάτι μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, το δοκίμιο, με κυριότερο εκπρόσωπο του τον Γάλλο Μονταίν (Michel de Montaigne, 1533-1592). Ο Μονταίν εκφράζοντας ένα πνεύμα κριτικής για την εποχή του διαμορφώνει έναν όρο που ονομάζεται σκεπτικισμός και μεταφέροντας τον στα γραπτά του ορίζει το δοκίμιο. Ο ίδιος αυτοβιογραφούμενος στα Δοκίμια του και συγκεκριμένα στο «Περί της τέχνης της συζήτησης» αναφέρει για τον σκεπτικισμό του: «Η σκέψη μου έρχεται η ίδια σε τόσο συχνό αντίλογο με τον εαυτό της κι αυτοκαταδικάζεται...»[3]
Μέσω του Μονταίν ορίζεται ένα νέο μοντέλο καλλιεργημένου ανθρώπου, με το οποίο όμως δεν ταυτίζεται ο ίδιος, αυτό του καλλιεργημένου έντιμου και ευπρεπή σε πνεύμα και τρόπους honnête homme που αντικαθιστά το πρότυπο του ουμανιστή λόγιου: «Συστατικό στοιχείο της ουμανιστικής θεώρησης είναι το ιδανικό μία παιδείας η οποία καθιστά τον άνθρωπο ικανό να ασχοληθεί με τις τέχνες και τα γράμματα αλλά και με τον δημόσιο βίο και τις επιστήμες, να συνομιλεί με σύνεση αλλά και να πράττει επιδέξια»[4]. Σύμφωνα με την λογική των σκεπτικιστών ο ιδανικός άνθρωπος των ουμανιστών με την ολοκληρωτική παιδεία του θεωρείται μη συμβατός με τη τρέχουσα κοινωνική δομή. Αναγνωρίζεται η ανάγκη απόκτησης γενικής παιδείας αλλά υποχωρεί η ιδέα της λόγιας έκφρασης της.
«Με τα Δοκίμια του ο Μονταίν εκφράζει βαθιά αμφιβολία για τις σίγουρες αλήθειες, τις βεβαιότητες της γνώσης»[5] που προκρίνουν τα διδάγματα των Αρχαίων και υιοθετούν οι ουμανιστές. Ο σκεπτικισμός εκφράζεται μέσα από τον κριτικό προβληματισμό για τις αξίες που διέπουν τον άνθρωπο του οποίου ο χαρακτήρας αναδεικνύεται σε κυρίαρχη μορφή στα διάφορα είδη δοκιμιακής γραφής: αποφθέγματα, επιστολογραφία, προσωπογραφία, αυτοβιογραφία. Σε αντίθεση με τους ουμανιστές που θεωρούσαν την μελέτη ως σημαντικότερο τρόπο απόκτησης γνώσης ο Μονταίν θεωρούσε την συζήτηση και αναφέρει σχετικά: «Η πιο καρποφόρα και φυσική άσκηση του πνεύματος μας είναι, κατά την γνώμη μου, η συζήτηση»[6] . Ενώ πιο κάτω στο «Περί τέχνης της συζήτησης» εκφράζει την αποδοκιμασία του για το διάβασμα: «Η μελέτη των βιβλίων είναι μία δοκιμασία άτονη κι αδύναμη, που δεν εξάπτει διόλου»[7]
Ο σκεπτικισμός του Μονταίν συσχετίζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό με τον ορθολογισμό που διέπει την εποχή εκείνη. Από την γραφή του Μονταίν αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο μελέτης του είναι ο άνθρωπος όπως ακριβώς και για τον ορθολογιστή λόγιο. Την μελέτη του αυτή την κάνει μέσα από μία προσωπική εμπειρική διαδικασία με σκοπό να ανακαλύψει την αλήθεια. «Η αναζήτηση και το κυνήγι [της αλήθειας] είναι καθαρά δική μας δουλειά»[8]. Ξεκινάει από το γεγονός ότι καθετί είναι καινούριο και πρέπει να το διερευνήσει. «... “Τι ξέρω;” αποτέλεσε το έμβλημά του!»[9]. Παρόμοια στοιχεία παρουσιάζονται από τους ορθολογιστές συγγραφείς κυρίως σε ότι αφορά την ανάγκη διερεύνησης μίας γνώμης, ενός φυσικού φαινομένου όπου η περιέργεια οδηγεί στο πείραμα και από εκεί στην αλήθεια, την γνώση και την εμπειρία. Ο ίδιος βέβαια κατακρίνει τους ορθολογιστές θεωρώντας ότι η γνώσεις τους δεν είναι χρήσιμες και αμφιβάλει αν αποτελούν όφελος για την ζωή του μέσου ανθρώπου: «Ποιος απόκτησε μυαλό από την λογική; Πού είναι οι ωραίες της υποσχέσεις; Δεν χρησιμεύει ούτε για να ζεις καλύτερα, ούτε για να σκέφτεσαι περισσότερα»[10].
Ο σκεπτικιστής του Μονταίν παρά το γεγονός ότι μελετά τους παλαιότερους κλασικούς συγγραφείς, οδηγείται σε «άρνηση ακόμα και του ενδεχόμενου γενικού κύρους μίας οποιασδήποτε γενικής μεθόδου στοχασμού και γραφής»[11] σε αντίθεση με τον κλασικισμό που θεωρεί ότι πρότυπα γραφής θεωρούνται συγκεκριμένα κλασικά λογοτεχνικά έργα και ως εκ τούτου οποιαδήποτε απόπειρα γραφής θα πρέπει να ακολουθεί τις κανονιστικές δομές τους.
Ο Μονταίν στα Δοκίμια του στρέφεται εναντίον των κλασικιστών που τους αναπαριστά στην μορφή ενός δάσκαλου των ανθρωπιστικών επιστημών. Τους θεωρεί υπαρμένους που σκοπό έχουν να εντυπωσιάσουν και να γοητεύσουν «... τι γυναίκες και τους αδαείς σαν εμάς...»[12] με τις γνώσεις, την τάξη, την μέθοδο και τα επιχειρήματα τους. Θεωρεί ότι είναι ψεύτικοι και κάτω από την επιτηδευμένη γνώση, τον διδακτισμό, το καλό ντύσιμο και τους καλούς τρόπους κρύβεται «... ένας από εμάς ή και χειρότερος.»[13]

Η «μεταφυσική» ποίηση του Ντον
Ο ορθολογισμός της εποχής επηρεάζει και την ποίηση επιφέροντας καινοτομίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «μεταφυσική» ποίηση, καινοτόμα μορφή λυρικής ποίησης εμφανιζόμενη στην Αγγλία τον 17ο αιώνα. Σε αυτό το είδος ποίησης εντάσσονται νέα σχήματα λόγου κατά τα οποία χάνεται η έννοια του λυρικού έρωτα όπως ορίσθηκε από τον Πετράρχη, ενώ χάνεται και η ρεαλιστικότητα μέσα από μεταφορές που προβληματίζουν τον αναγνώστη και τον αναγκάζουν να σκεφτεί τι θέλει να πει ο ποιητής με αυτούς τους στίχους. Χαρακτηριστικός «μεταφυσικός» ποιητής είναι ο Τζον Ντον (John Donne, 1572-1631) όπου στο έργο του Τραγούδια και Σονέτα(1633) και συγκεκριμένα στο ποίημα «Αποχαιρετισμός απαγορευτικός του πένθους» ο ποιητής υιοθετεί μαθηματικά στοιχεία και σύμβολα που αφορούν τον κύκλο και δομικά στοιχεία του όπως το σημείο και το κέντρο, επηρεασμένος από το νεωτερικό πνεύμα του ορθολογισμού και την ερευνητική δραστηριότητα που πραγματοποιείται στον τομέα των μαθηματικών την εποχή του. Παρομοιάζει ένα ερωτευμένο ζευγάρι με τα σκέλη ενός διαβήτη:
«Κι αν οι ψυχές μας είναι δύο, μοιάζουν δύο
σκέλη του άκαμπτου διαβήτη...»[14]

Ο σκεπτικιστικός μονόλογος του «Άμλετ»
Ο κλασικισμός της περιόδου αυτής επηρέασε ένα άλλο είδος γραμματείας που άνθησε και εξαπλώθηκε από την συγκεκριμένη εποχή και έπειτα, το θέατρο. Παρακαταθήκη της κλασσικής Ελλάδας το θέατρο διαμορφώθηκε σε δύο διακριτές μορφές: την λόγια κλασσική με γραφή στα λατινικά κυρίως και η οποία είναι επηρεασμένη από τον κλασικισμό και το λαϊκό θέατρο όπου κυριαρχεί η συγγραφή σε εθνικές γλώσσες, με θεματική από την καθημερινότητα, με χρήση αλληγορικών και έντονων δραματικών στοιχείων έντονα επηρεασμένο από το «μπαρόκ».
Πέρα από τις θεατρικές παραδόσεις που διαμορφώνονται την συγκεκριμένη εποχή σαφής είναι η διάκριση της ύπαρξης νέων τάσεων που συνδυάζουν στοιχεία των δύο θεατρικών παραδόσεων του λόγιου και της λαϊκής θεατρικής παράδοσης. Οι τάσεις αυτές διαφαίνονται στην Ιταλική commedia dell’ arte, το θέατρο του ισπανικού μπαρόκ, το γαλλικό κλασικισμό αλλά κυρίως στο ελισαβετιανό θέατρο με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο τον Σαίξπηρ. Στο θεατρικό έργο του «Άμλετ» ο Σαίξπηρ δομεί ένα χαρακτήρα που αυτοαναλύεται «... παρατηρώντας ή κρυφακούγοντας, κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του» [15] στο μονόλογο της Πράξης Δ’, Σκηνή 4. Ο σκεπτικισμός που εκφέρει ο Άμλετ παρουσιάζει κοινά στοιχεία με αυτόν του Μονταίν. Ο Άμλετ «.. φιλοσοφεί, αλλά με τρόπο που προβάλει τις αντιφάσεις και τις μεταπτώσεις των στοχασμών του[16]». Θέτει ερωτήματα σχετικά με την φύση του ανθρώπου, με την αναζήτηση της αλήθειας και δίνει απεγνωσμένες απαντήσεις: « Τι είναι ο άνθρωπος, αν μόνη του ευτυχία κι απασχόληση έχει φαΐ και ύπνο; Είναι ένα χτήνος, τίποτα άλλο[17]». Η προβληματική του Άμλετ σχετικά με την δυσκολία του να εκδικηθεί είναι έκδηλη στον μονόλογο του. Ο Άμλετ ασκεί κριτική στον εαυτό του: «... επειδή σκέφτομαι πάρα πολύ, ψιλολογώντας τις συνέπειες,- σκέψη που το ένα τέταρτο της είναι φρόνηση και τ’ άλλα τρία δειλία»[18], αυτό-βιογραφείται και βασανίζεται προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια. Ο κόσμος του Άμλετ είναι ένας κόσμος σε αταξία, στην οποία ο ήρωας προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια αμφισβητώντας τα πάντα και αυτό ακριβώς είναι το πρότυπο του ήρωα του Μονταίν, δηλ. του ανθρώπου που αμφισβητεί.

Σύνοψη
Η περίοδος ανάμεσα στον 16ο και τον 17ο αιώνα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του ορθολογικού πνεύματος οριζόμενου μέσα από τις επιστημονικές ανακαλύψεις και υποστηριζόμενου από την παιδεία και την λόγια γραφή της εποχής. Όσον αφορά τα λογοτεχνικά κινήματα της εποχής παρατηρείται έντονη λογοτεχνική δημιουργία σε πολλές χώρες της Ευρώπης επηρεασμένη από το κίνημα του «μπαρόκ» που δίνει έμφαση στα εντυπωσιακά σχήματα λόγου, στις αναπαραστάσεις, στο φανταστικό στοιχείο. Σε περιορισμένο χωρικά πλαίσιο, στην Γαλλία κυρίως, και σε αντίθεση με την ελευθεριότητα του «μπαρόκ» αναπτύσσεται στα τέλη του 17ου αιώνα ο γαλλικός κλασικισμός με βασικά χαρακτηριστικά την αξιολόγηση των λογοτεχνικών έργων με βάση τα παλαιότερα κλασικά έργα ως πρότυπα, την διαμόρφωση της έννοιας της κριτικής της λογοτεχνίας, την διαμόρφωση κανόνων γραφής με βάση τους ανθρώπινους και γλωσσικούς νόμους.
Χαρακτηριστικό της εποχής αποτελεί το γεγονός ότι τα περισσότερα κείμενα γράφονται στις εθνικές γλώσσες γεγονός που έδωσε την δυνατότητα στην ανάπτυξη νέων μορφών γραμματείας όπως το δοκίμιο με κυριότερο εκπρόσωπο τον Μονταίν. Ο Μονταίν εισήγαγε ένα κριτικό πνεύμα στην γραφή αναζητώντας την αλήθεια μέσω της αμφισβήτησης, εισήγαγε τον σκεπτικισμό. Ο Μονταίν δέχεται, απορρίπτει και συνδυάζει στοιχεία από τις τρέχουσες και παλαιότερες γραμματειακές τάσεις όπως ο ορθολογισμός, ο κλασικισμός και ο ουμανισμός.
Στο πεδίο της ποίησης νέες μορφές προκύπτουν, μετασχηματίζοντας παλαιότερες μορφές ποίησης όπως η λυρική και μπολιάζοντας αυτές με στοιχεία νεωτεριστικά λαμβάνοντας τα από το κίνημα του «μπαρόκ» και τον ορθολογισμό της εποχής. Αυτό το διακρίνουμε καθαρά στους Άγγλους «μεταφυσικούς» ποιητές με κυριότερο εκπρόσωπο τον Ντον.
Στην λογοτεχνική εξέλιξη της εποχής συμβάλει και η άνθηση της θεατρικής τέχνης εκφραζόμενη με διάφορες μορφές δραματουργίας με κυριότερη και πιο επιδραστική αυτής του ελισαβετιανού θεάτρου με κυριότερο εκπρόσωπο τον Σαίξπηρ. Στο έργο του «Άμλετ» διακρίνουμε έντονα στοιχεία σκεπτικισμού από την πλευρά του συγγραφέα που θέτει τον ήρωά του σε μία κατάσταση αβεβαιότητας, αμφισβήτησης της ανθρώπινης αξίας και πραγματικότητας και αέναης αναζήτησης της αλήθειας.

Βιβλιογραφία
Βάρσος Γιώργος , Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Benoit-Dusausoy Annick. & Fontaine Guy (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Ζήρας κ.ά., τ. Α΄ και τ.Β’, Σόκολη, Αθήνα 1999.
BERSTEIN, Serge. και MILZA, Pierre, Ιστορία της Ευρώπης, A’ Τόμος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
Μονταίν Μισέλ (Michel de Montaigne) , Δοκίμια, μτφρ. Φ. Δρακονταείδης, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 1985.
Σαίξπηρ Ουίλλιαμ (William Shakespeare), Άμλετ, μτφρ. Β. Ρώτα, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1969
[1] Γ. Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Α’, σελ. 181, ΕΑΠ, Πάτρα 1999
[2] S.Berstein – P.Milza, Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος Α’, σελ. 357, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997
[3] Μονταίν, «Περί της τέχνης της συζήτησης» (1588) στο: Δοκίμια(Βιβλίο Τρίτο),σελ. 179, μτφρ Φ. Δρακονταείδης, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1985
[4] Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας,Τόμος Α, ό.π. σ.114
[5] S.Berstein – P.Milza, Ιστορία της Ευρώπης,Τόμος Α, ό.π. σ.355
[6] Μονταίν, «Περί της τέχνης της συζήτησης» (1588) στο: Δοκίμια(Βιβλίο Τρίτο, ό.π. σ.176
[7] Μονταίν, «Περί της τέχνης της συζήτησης» (1588) στο: Δοκίμια(Βιβλίο Τρίτο),ό.π. σ.176
[8] Μονταίν, «Περί της τέχνης της συζήτησης» (1588) στο: Δοκίμια(Βιβλίο Τρίτο, ό.π. σ.183
[9] Α. Benoit-Dusausoy,.G. Fontaine , Ευρωπαϊκά Γράμματα, Τόμος Α’, ό.π. σ.515
[10] Μονταίν, «Περί της τέχνης της συζήτησης» (1588) στο: Δοκίμια(Βιβλίο Τρίτο, ό.π. σ.181
[11] Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Α’, ό.π. σ.195
[12] Μονταίν, «Περί της τέχνης της συζήτησης» (1588) στο: Δοκίμια(Βιβλίο Τρίτο, ό.π. σ.182
[13] Μονταίν, «Περί της τέχνης της συζήτησης» (1588) στο: Δοκίμια(Βιβλίο Τρίτο, ό.π. σ.182
[14] Από το ποίημα «Αποχαιρετισμός απαγορευτικός του πένθους»(1633) όπως μεταφράζεται από το Διονύση Καψάλη, στο Μπαλάντες και Περιστάσεις, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1977, σ.69 και αναφέρεται στο Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Α, ό.π. σ.208
[15] Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Α’, ό.π. σ.233
[16] Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Α’, ό.π. σ.233
[17] Σαίξπηρ, Άμλετ Πράξη Δ’, Σκ.4(1600-1601),σελ. 107, μτφρ Β. Ρώτας, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1969.
[18] Σαίξπηρ, Άμλετ Πράξη Δ’, Σκ.4(1600-1601), ό.π. σ.107.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε