Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Οικονομική Κρίση του 17ου αιώνα στην Ευρώπη

Εισαγωγή
Για την Ευρώπη η περίοδος 1580-1640 είναι μία περίοδος γενικευμένης κρίσης η οποία συντίθεται σε μία σειρά επιμέρους κρίσεων σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Με κύρια χαρακτηριστικά τις συνεχείς κακές σοδειές, την επανεμφάνιση επιδημιών και λιμών, την κακή οικονομική διαχείριση, την άνοδο των τιμών και την νομισματική υποτίμηση, οι κρίσεις οδηγούν σε φτώχεια μεγάλα τμήματα του λαού προκαλώντας εξεγέρσεις. Οι κρίσεις ποικίλλουν σε βαθμό και ένταση στις διάφορες χώρες καθώς και η κυκλικότητα και η συχνότητα κατά την οποία εμφανίζονται με ενδιάμεσες πρόσκαιρες σταθεροποιήσεις. Σύμφωνα με τον Cippola ο 16ος και ο 17ος αιώνας αποδίδονται με παραλλαγές του άσπρου και του μαύρου[1].
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας θα γίνει μία προσπάθεια προσέγγισης κρίσεων και των αιτιών που τις προκάλεσαν, των χαρακτηριστικών που τις συνθέτουν και των επιπτώσεων που αυτές είχαν στις διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Η οικονομική κρίση
Στην Ευρώπη μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα παρατηρείται σχετική ευημερία που εκφράζεται με την αύξηση της γεωργικής παραγωγής, την άνοδο των τιμών των προϊόντων, την δημογραφική αύξηση, σε σημείο που να αποκαλείται «ο ωραίος 16ος αιώνας».
Από τα μέσα όμως του 16ου αιώνα τα ευρωπαϊκά κράτη στο σύνολο τους, αλλά σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, εντάσσονται σε μία περίοδο συνεχών οικονομικών κρίσεων με πρόσκαιρες σταθεροποιήσεις, ως αποτέλεσμα α) των λιμών και β) των ακραίων μεταπτώσεων των τιμών που οδηγούν σε απόγνωση τους μικροπαραγωγούς και τους φτωχούς των πόλεων.
Η άνοδος των τιμών τιμών στα έτη 1500-1600 για τα αγαθά καθημερινής κατανάλωσης ώθησε τους ιστορικούς να υιοθετήσουν την έκφραση «επανάσταση των τιμών» προκειμένου να περιγράψουν την οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώνεται τον 16ο αιώνα. Ο όρος κρίνεται κάπως υπερβολικός σύμφωνα με τον Γαγανάκη[1] δεδομένου ότι η αύξηση των τιμών υπήρξε ανομοιογενής αν ληφθούν υπόψιν οι στατιστικές μελέτες για τον πληθωρισμό και τον τιμάριθμο σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Ωστόσο κρίνεται επαρκής αν ληφθούν υπόψιν οι επιπτώσεις που έχουν οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων στην απλή οικονομία του 16ου αιώνα[2].
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αποκαλούμενης «επανάστασης των τιμών» αποτελούν: α) η αδυναμία προσαρμογής των κρατών στις οικονομικές μεταβολές, β) η απουσία φθηνής εναλλακτικής τροφής, γ) οι συνεχείς διακυμάνσεις των μισθών και των ενοικίων της γης και δ) οι νομισματικοί χειρισμοί.
Τα αίτια της οικονομικής κρίσης είναι δυσδιάκριτα. Εν γένει υπάρχουν δύο διαφορετικές εκτιμήσεις για το τι προκάλεσε την «επανάσταση των τιμών».
Η πρώτη αναφέρει ότι τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν στις συνεχείς υποτιμήσεις της αξίας των ευρωπαϊκών νομισμάτων από την πλευρά των κυβερνώντων από τα τέλη του 16ου αιώνα. Δεδομένου ότι η ευημερία των Ευρωπαϊκών κρατών οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην αφθονία των πολύτιμων μετάλλων από την Αμερική, η μείωση των εισαγωγών από το 1620 και μετά είναι αυτή που προκαλεί την οικονομική στενότητα. Οι κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών κρατών αναγκάζονται να προβούν στην ελάττωση της ποσότητας των κυκλοφορούντων νομισμάτων και ταυτόχρονα στην νομισματική υποτίμηση τους. Αυτό σημαίνει την μείωση της περιεκτικότητας σε ασήμι των μικρότερης αξίας νομισμάτων και την αύξηση της περιεκτικότητας σε χαλκό. Τα νομίσματα αυτά κατά κύριο λόγο τα κατείχαν κυρίως τα φτωχότερα στρώματα τα οποία έγιναν ακόμα πιο φτωχά και εξαθλιωμένα, ενώ οι έμποροι από την άλλη μεριά, στα πλαίσια ενός φαύλου κύκλου, αύξαναν της τιμές για να αντισταθμίσουν τις ζημίες από την νομισματική υποτίμηση.
Λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι η «επανάσταση των τιμών» εκδηλώθηκε σε κάποιες χώρες (Ισπανία, Πολωνία) πριν από την υποτίμηση των νομισμάτων ο Γάλλος πολιτικός στοχαστής Jean Bodin εξέφρασε την διαφοροποίηση του σχετικά με την σύνδεση της ανατίμησης των τιμών και της υποτίμησης των νομισμάτων. Ο Bodin το 1560 καυτηριάζοντας το ρόλο των κερδοσκόπων και των μονοπωλιακών συμφερόντων επισημαίνει ότι η βασική αιτία της ανόδου των τιμών και κατ’ επέκταση της κρίσης εκδηλώνεται πιο νωρίς και είναι αυτή καθ’ αυτή η υπεραφθονία χρυσού και ασημιού από τις εισαγωγές από Αμερικάνικες κτήσεις προς την Ευρώπη.
Η υποτίμηση των νομισμάτων δεν επηρεάζεται μόνο από την αφθονία τους αλλά και από τους λανθασμένους νομισματικούς χειρισμούς των κρατών. Η εισαγωγή του αμερικάνικου ασημιού υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό τις κρατικές οικονομίες οι οποίες πριν την εισαγωγή του κερδοσκοπούσαν παίζοντας με τις συναλλαγματικές αξίες των νομισμάτων τους. Επιπλέον οι δαπάνες για την συντήρηση τόσο των διοικητικών μηχανισμών όσο και των πολέμων κατέληξε σε δανεισμούς. Για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν οι κυβερνήσεις οδηγήθηκαν στην υποτίμηση. Με την σειρά του το πληθωριστικό και μειωμένης αξίας νόμισμα έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους κερδοσκόπους να κατακλύσουν την αγορά με κίβδηλα νομίσματα, τα οποία καταλήγοντας στα χέρια κυρίως των φτωχών επέτειναν την δυσχερή τους κατάσταση.
Η οικονομική κρίση δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο και τον ίδιο βαθμό σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, έχει όμως σημαντικές επιδράσεις σε εμπορικό επίπεδο. Παρατηρείται διαταραχή του διεθνούς εμπορίου που επιδρά στις οικονομίες της εποχής με κύριο χαρακτηριστικό τη μετατόπιση του κέντρου των εμπορικών συναλλαγών της Ευρώπης από την λεκάνη της Μεσογείου στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας και του Ατλαντικού. Η οικονομική δυσχέρεια των Ισπανών που προκαλείται α) από την μείωση των εισαγωγών ασημιού, β) από τις επιδημίες και γ) από την βιοτεχνική υπανάπτυξη τους, συμπαρασύρει και την παρακμή του εμπορικού κέντρου της Ευρώπης το 1580, της Αμβέρσας (υπό Ισπανική κατάκτηση τότε όπως και όλη η περιοχή των Νοτίων Κάτω Χωρών – Φλάνδρα). Τροποποιούνται οι παραδοσιακές εμπορικοί οδοί, παρακμάζουν σημαντικά οικονομικά κέντρα όπως η Βενετία, η Γένοβα, η Φλωρεντία, η Νυρεμβέργη, η Αμβέρσα κ.α. και την θέση τους λαμβάνουν εμπορικά κέντρα της Βόρειας Ευρώπης όπως το Άμστερνταμ και το Λονδίνο. Παράλληλα το εμπόριο επηρεάσθηκε και από τις συνεχείς συγκρούσεις των χωρών μεταξύ τους που όταν δεν μάχονταν στα πεδία των μαχών, συγκρούονταν στο εμπόριο με αλληλο-αποκλεισμούς (εμπάρκο), εμπορικές συμμαχίες, δασμολογήσεις, απαγορεύσεις εισαγωγών και εξαγωγών.
Εκτός από τις νομισματικές υποτιμήσεις σημαντική επίδραση στην άνοδο των τιμών είχαν και οι κακές σοδειές που οφείλονται σε δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες που επικράτησαν στην Ευρώπη από το 1560 ως το τέλος του 17ου αιώνα και είχαν σαν συνέπεια την μείωση της αγροτικής παραγωγής. Δεδομένης της υπανάπτυκτης αγροτικής τεχνολογίας, οι αγρότες στην πρόσπαθεια τους να ανακάμψουν στρέφονται προς την εκχέρσωση των δασών που αφενός δεν αυξάνει την παραγωγή λόγω της κακής ποιότητας του εδάφους, αφετέρου προκαλεί διάβρωση των ήδη υπαρχόντων γεωργικών εκτάσεων. Η μεσογειακή Ευρώπη πλήττεται σε μεγάλο βαθμό και κυρίως η Ισπανία με αποτέλεσμα να εξαρτώνται από τις εισαγωγές σιτηρών από την Βόρεια Ευρώπη.
Στις παραπάνω οικονομικές συγκυρίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν και οι συγκρούσεις που ρημάζουν την Ευρώπη από τον 1580 και μετά, με σημαντικότερο τον Τριακονταετή πόλεμο. Το τεράστιο οικονομικό κόστος διεξαγωγής των πολέμων και συντήρηση των πολεμικών μηχανών το ανέλαβαν οι φορολογούμενοι. Παράλληλα οι ίδιες οι μάχες και οι επιδρομές ερήμωσαν χωριά και καλλιέργειες, αφάνισαν μεγάλο τμήμα του ενεργού πληθυσμού και είχαν δυσάρεστες επιδράσεις υπήρξαν στην αγροτική παραγωγή, στο εμπόριο με την μείωση των εξαγωγών αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό.

Επιπτώσεις της κρίσης σε κοινωνικό επίπεδο
Οι προαναφερθείσες αιτίες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση λειτούργησαν συσσωρευτικά και παρουσίασαν πλείστες κοινωνικές εκφάνσεις.
Η αιτιολόγηση της ανόδου των τιμών δεν εξαντλήται μόνο στα πλαίσια των οικονομικών κρίσεων τουλάχιστον για χώρες για τις οποίες προηγήθηκε της εισαγωγής του ασημιού από την Αμερική όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Αγγλία. Κρίνεται κατά συνέπεια σκόπιμο να αναφερθεί αλλά και να επισημανθεί έντονα το γεγονός ότι από τα τέλη του 15ου αιώνα παρατηρείται έντονη δημογραφική επέκταση στην Ευρώπη. Η αύξηση του πληθυσμού αύξησε την ζήτηση των αγαθών τα οποία δεν επαρκούσαν και τα οποία προκάλεσαν με την σειρά τους την άνοδο των τιμών.
Η αύξηση του πληθυσμού απαιτούσε να εκχερσωθούν περιθωριακά εδάφη τα οποία σε συνδυασμό με την καθυστέρηση του εκσυγχρονισμού της γεωργίας δεν αύξησαν την γεωργική παραγωγή και ως εκ τούτου δεν συνέβαλαν στην μείωση των τιμών.
Τον 17ο αιώνα παρουσιάζεται βίαιη ανακοπή της δημογραφικής επέκτασης που οφείλεται α) σε μία σειρά επιδημιών όπως η ατλαντική πανώλη και β) στο γεγονός ότι δεν υπάρχει πρόοδος στις αγροτικές τεχνικές που θα βελτίωνε την αποδοτικότητα των γαιών. Η έλλειψη βασικών ειδών διατροφής επιβραδύνει με αυτόν τον τρόπο την πληθυσμιακή αύξηση της ηπείρου. Στα πλαίσια ενός ακόμα φαύλου κύκλου η επιβράδυνση της δημογραφικής ανάπτυξης με την σειρά της επιδρά στην πτώση της αγροτικής παραγωγής λόγω α) της μείωσης των διαθέσιμων εργατικών χεριών από τους λιμούς και τις αρρώστιες, β) της μείωσης της απόδοσης των κτημάτων, γ) της ερήμωσης των κτημάτων λόγω των πολεμικών συγκρούσεων.

Η φτώχεια και οι εξεγέρσεις
Οι δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, οι πόλεμοι, η επανεμφάνιση των επιδημιών λειτούργησαν συσσωρευτικά προκαλώντας με την σειρά τους κοινωνική κρίση που εκφράζεται σε δύο μορφές, την επανεμφάνιση της φτώχειας και την ύπαρξη μίας σειράς λαϊκών εξεγέρσεων σε όλη σχεδόν την Ευρώπη που επισύρουν σκληρά κατασταλτικά μέτρα από τις αρχές.
Οι οικονομικές συγκυρίες του 16ου και 17ου αιώνα επιδρούν στο βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών. «Οι μικροί παραγωγοί έχουν περιέλθει σε κατάσταση πείνας και τα μέλη των λαϊκών τάξεων των πόλεων, που υφίστανται την άνοδο των τιμών και την πίεση της φορολογίας, καταλήγουν να επαιτούν από εκείνους οι οποίοι έχουν πλουτίσει από το εμπόριο, τις πολεμικές προμήθειες η την κερδοσκοπία από τα σιτηρά».[3]
Στην άνοδο των τιμών προστίθεται κατά συνέπεια και η επιβολή σκληρής φορολογίας η οποία επιβαρύνει κυρίως τα στερημένα στρώματα της κοινωνίας. Το πρόβλημα της φτώχειας εκδηλώνεται πλέον με αποκρουστικές όψεις όπως η ληστεία, η επαιτεία, η αλητεία η εγκατάλειψη των παιδιών, η παιδοκτονία, η εκδίωξη των γερόντων η εκμετάλλευση των αναπήρων[4].
Η Εκκλησία και οι κατά τόπους κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της φτώχειας και προσπαθούν να λάβουν μέτρα ενάντια της, τα οποία όμως δεν κρίνονται ικανά να ανατρέψουν τις κοινωνικές εξεγέρσεις που ξεσπούν.

Οι Εξεγέρσεις ως έκφραση αντίθεσης.
«Από τα τέλη του 15ου αιώνα ξεκίνησε μία σειρά αγροτικών εξεγέρσεων που κορυφώθηκαν τον 16ο αιώνα και συγκλόνισαν την Ευρώπη»[5]. Οι εξεγέρσεις, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποκληθούν επαναστάσεις, ήταν κατά κανόνα αγροτικές αλλά συστράτευσαν και άλλα τμήματα της κοινωνίας όπως τους αστούς αλλά και αρκετούς ευγενείς και εκδηλώθηκαν σε πλείστες χώρες της Ευρώπης όπως στην Ισπανία, Αγγλία, Γερμανία, Βοημία, Ουγγαρία. Βέβαια ο ριζοσπαστισμός των κινημάτων αυτών απομάκρυνε γρήγορα τους αστούς από τον επαναστατικό στρατό, αφήνοντας τους αγρότες να πολεμούν και να υποστούν στο τέλος την βίας των κρατούντων κερδίζοντας ελάχιστα από τις διεκδικήσεις τους. Η σημαντικότερη εξέγερση του 16ου αιώνα υπήρξε ο «Πόλεμος των χωρικών» στην Γερμανία (1524-1526). «Οι πόλεμοι αυτοί δεν ήταν παρά η κορύφωση ενός μακροχρόνιου κινήματος αγροτικών εξεγέρσεων που εμπνέονταναπό ένα γενικευμένο πνεύμα αντίδρασης, αφ’ ενός στην οικονομική εξαθλίωση και αφ’ ετέρου στον συγκεντρωτισμό και τον απολυταρχισμό των Γερμανών πριγκήπων»[6]. που επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και αποτέλεσε την σύγκρουση των αγροτικών κοινοτήτων που διεκδικούσαν το αυτοδιοίκητο τους με τους ισχυρούς περιφερειακούς ηγέτες κάτω από το πρίσμα της παρερμηνείας της λουθηρανικής διδασκαλίας για ελευθερία και ισοπολιτεία. Η ηγεμόνευση του κινήματος από τον ηγέτη των Αναβαπτιστών[7] Thomas Muntzer και τον ακραίο πρωτο-κομμουνιστικό λόγο του, σύμφωνα με τον Γαγανάκη[8], για κοινωνική εξίσωση, κοινοκτημοσύνη, και κατάργηση της δουλοπαροικίας προκάλεσαν την αποστασιοποίηση του Λούθηρου, την καταδίκη της εξέγερσης, την πτώση του ηθικού των εξεγερθέντων και τελικά την καταστολή της επανάστασης με τρομερές συνέπειες για τον αγροτικό πληθυσμό.
Η οικονομική ένταση των αρχών του 17ου αιώνα προκαλεί την περίοδο 1620-1650 μία σειρά εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη. «Αυτές οι εξεγέρσεις έχουν την αφετηρία τους σε μία σιτοδεία ή ένα νέο φόρο.[9]»
Σημαντικές εξεγέρσεις εκδηλώνονται στην Νορμανδία – το κίνημα των «ξυπόλυτων» (1639) λόγω της φορολογίας του αλατιού, στις Ηνωμένες Επαρχίες (σημερινή Ολλανδία) το κίνημα των ναυτεργατών εναντίον των αστών, ενώ στην Γαλλία το κίνημα της Σφενδόνης (1648-1653) εναντιώνεται στα φορο-εισπρακτικά μέτρα του Λουδοβίκου ΙΓ’ και του πρωθυπουργού του καρδινάλιου Ρισελιέ. Η σιτοδεία ωθεί τους φτωχούς σε ακρότητες και η αστική τάξη παρά το γεγονός ότι είναι φοβισμένη από την βασιλική αυθαιρεσία αποδέχεται την κρατική καταστολή ως μόνη ικανή να αποκαταστήσει την τάξη. Το απολυταρχικό κράτος αναδύεται μέσα από την περίοδο αυτή ως το μόνο ικανό πολίτευμα να επαναφέρει σε τάξη τα εξεγερθέντα αγροτικά πλήθη.
Σημαντικό ρόλο σε διάφορα κινήματα έπαιξε και η θρησκευτική κρίση που προκλήθηκε στην δυτική Ευρώπη με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση η οποία «στέλνοντας ένα μήνυμα στους καταπιεσμένους της αγροτικής υπαίθρου[10]» αλλά και αυτών τον πόλεων προκάλεσε εξεγέρσεις και θρησκευτικούς πολέμους όπως στην Γαλλία (1560-1620). Στις περιοχές που επικράτησε ή προσπάθησε να επικρατήσει ο προτεσταντισμός ευαγγελίστηκε την διακοπή της καταβολής φόρων στην Καθολική Εκκλησία. «Όταν οι νέες προτεσταντικές εκκλησίες, σε συνεργασία με τους ευγενείς, έκαναν σαφές πως η καταβολή των φόρων έπρεπε να επαναληφθεί οι αγροτικές προτεσταντικές κοινότητες εξεγέρθηκαν[11]», διότι προδόθηκαν.
«Πέρα από τις τοπικές εξεγέρσεις, η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφραζόταν και με την προσφυγή στο οργανωμένο έγκλημα»[12]. Η ληστεία σύμφωνα με τον Γαγανάκη παρουσιάζεται με δύο μορφές ριζικά διαφορετικές: α) την αριστοκρατική που αποτελεί ένα τρόπο αντίδρασης των αριστοκρατών στο εν διαμόρφωση απολυταρχικό κράτος και β) στην λαϊκή ληστεία που «εξέφραζε την λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην οικονομική κρίση και στην εξαθλίωση των αγροτικών κοινοτήτων».[13]


Επίλογος
Η περίοδος από το 1580-1650 χαρακτηρίζεται από βαθιές και αλληλοδιαπλεκόμμενες κρίσεις σε όλες τις πλευρές της οικονομικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής. Η οικονομική κρίση που εκφράζεται με την αύξηση των τιμών, την υποτίμηση των νομισμάτων και το πάγωμα των μισθών προκαλεί κρίσεις σε δημογραφικό, κοινωνικό, θρησκευτικό επίπεδο οι οποίες οδηγούν σε μία σειρά εξεγέρσεων οι οποίες καταπνιγήκανε από την βίαιη αντίδραση των κυβερνώντων. Οι περίοδος των κοινωνικών αναταραχών εκδηλώνεται σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης και προκαλεί την μετάβαση από την παραδοσιακή διακυβέρνηση της φεουδαρχικής κοινωνίας στην απολυταρχία του 17ου και του 18ου αιώνα.
Βιβλιογραφία
Βλάχος Γεώργιος, Η συνείδηση ενάντια στον Νόμο Επαναστατικές σέκτες και ουτοπιστικές αιρέσεις στον 16ο και 17ο αιώνα, Εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα
Γαγανάκης Κώστας, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Berstein Serge, Milza Piere., Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος Α’, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
Cippola Carlo, Η Ευρώπη πρίν από την βιομηχανική επανάσταση, μτφρ. Σταμούλης Π., Εκδόσεις Θεμέλιο, 1988, Αθήνα
Hauptmeyer C.H., Νέες περιθωριακές ομάδες και κατώτερες τάξεις στον συλλογικό τόμο Οι Ευρωπαίοι των Αρβελέρ - Aymard, μτφρ Πάρης Μπουρλάκης, τόμος Β’, Εκδόσεις Σαβάλλας, Αθήνα 2003

[1] Γαγανάκης Κ., Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ.145
[2] Γαγανάκης, ο.π
[3] Berstein S., Milza P., Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Δημητρακόπουλος Α.,Τόμος Α, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997,σ.354
[4] Hauptmeyer C.H., Νέες περιθωριακές ομάδες και κατώτερες τάξεις στον συλλογικό τόμο Οι Ευρωπαίοι των Αρβελέρ - Aymard, μτφρ Πάρης Μπουρλάκης, τόμος Β’, Εκδόσεις Σαβάλλας, Αθήνα 2003, σελ. 158
[5] Γαγανάκης, σελ. 152
[6] Βλάχος Γ., Η συνείδηση ενάντια στον Νόμο Επαναστατικές σέκτες και ουτοπιστικές αιρέσεις στον 16ο και 17ο αιώνα, Εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα, σελ. 15
[7] Ο όρος «Αναβαπτισμός» δημιουργήθηκε και αποδόθηκε από την πολιτικοθρησκευτική εξουσία, την περίοδο που το κίνημα άρχισε να παίρνει επικύνδυνες διαστάσεις, με σκοπό να μπορέσει να εφαρμοστεί μία Ιουστιάνεια διάταξη που τιμωρούσε την επανάληψη του βαπτίσματος με θάνατο, Βλάχος Γ., σελ.13.
[8] Γαγανάκης, σελ. 153
[9] Berstein S., Milza P., sel. 354
[10] Γαγανάκης, σελ. 157
[11] Γαγανάκης, σελ. 158
[12] Γαγανάκης, σελ. 159
[13] Γαγανάκης, ο.π.
[1] Cippola C., Η Ευρώπη πρίν από την βιομηχανική επανάσταση, μτφρ. Σταμούλης Π., Εκδόσεις Θεμέλιο, 1988, Αθήνα, σ.322

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε