Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η απολυταρχία στην Ευρώπη - Μήπως κατευθυνόμαστε σε μία τέτοια μορφή διακυβέρνησης?

«Το κράτος είμαι εγώ»
Λουδοβίκος ΙΔ’ (1643-1715)
Εισαγωγή
Η απόλυτη μοναρχία υπήρξε το μοντέλο διακυβέρνησης που κυριάρχησε στην Ευρώπη από τον 16ο μέχρι και τον 18ο αιώνα.
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά διακυβέρνησης της απολυταρχικών καθεστώτων, τις αμφισβητήσεις και τις εναντιώσεις που προκάλεσαν, καθώς και τις συνακόλουθες πολιτικές εξελίξεις σε τρεις χαρακτηριστικές απόλυτες μοναρχίες:
στην Γαλλία που αποτέλεσε το πρότυπο της απολυταρχικής διακυβέρνησης την περίοδο των Πρώιμων Νέων Χρόνων
[1],
στην Αγγλία που έγινε το πρώτο κοινοβουλευτικό κράτος ως αποτέλεσμα της αδέξιας απολυταρχίας των Άγγλων βασιλέων και στην Πρωσία που οδηγήθηκε στην απολυταρχία μέσα από την ανάγκη επιβίωσης της ως κρατική οντότητα.
Χαρακτηριστικά της απόλυτης μοναρχίας
Το βασικό χαρακτηριστικό της απολυταρχίας είναι η παντοδυναμία του βασιλέα, και συντίθεται από τρία γνωρίσματα:
α) τον περιορισμό της δύναμης της ανώτατης αριστοκρατίας,
β) την τροποποίηση του πολιτικού συστήματος ώστε οι τρεις αρχές, εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική να αποδίδονται από τον βασιλέα και
γ) την ιερότητα του βασιλικού θεσμού και μέσω αυτής την τεκμηρίωση άσκησης απολυταρχικού καθεστώτος.
Το σύστημα διακυβέρνησης της απόλυτης μοναρχίας εδραιώθηκε εν μέσω διαφόρων κοινωνικών και πολιτικών ζυμώσεων από τα τέλη του 16ου αιώνα. Ήδη από τα τέλη του 15ο αιώνα, θεσμοί αντιπροσωπευτικοί για τις πολιτικές σχέσεις στον μεσαιωνικό κόσμο, όπως οι συνελεύσεις των κοινωνικών τάξεων (αστών, εργατών, αριστοκρατών, αγροτών) στις πόλεις και στην επαρχία καταργήθηκαν. Για παράδειγμα, η «Γενική Συνέλευση των Τάξεων», ενός θεσμού που είχε απονεκρωθεί για αιώνες στη Γαλλία[1], συγκλήθηκε το 1614 για τελευταία φορά. Αντίστοιχη αγνόηση των κοινωνικών συνελεύσεων υπήρξε και σε άλλες χώρες (Πρωσία, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ρωσία) με μόνη διαφορά την Αγγλία και το πολύ ισχυρό Κοινοβούλιο της.
Οι ηγεμόνες σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Πρωσία, άρχισαν να συγκεντρώνουν στο πρόσωπο τους πλείστες εξουσίες, γεγονός που θορύβησε τόσο τον αριστοκρατικό όσο και τον ανερχόμενο αστικό πληθυσμό των χωρών αυτών.
Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην εγκαθίδρυση των απολυταρχικών καθεστώτων ήταν τόσο οικονομικοί όσο και κοινωνικοί.
Κύριος οικονομικός παράγοντας που συνέβαλε στην ανάπτυξη της απολυταρχίας υπήρξε η εκμετάλλευση των υπερπόντιων αποικιών που προσέφερε εναλλακτικές πηγές πλουτισμού. Ο πλούτος αυτός αφενός διευκόλυνε την συντήρηση ενός προσαρμοσμένου στην απολυταρχία γραφειοκρατικού μηχανισμού, αφετέρου την διατήρηση ισχυρών και ετοιμοπόλεμων στρατών.
Βασικός κοινωνικός παράγων υπήρξε η Μεταρρύθμιση. Η Μεταρρύθμιση πέρα από την θρησκευτική διαφοροποίηση πυροδότησε και κοινωνικές κρίσεις και εξεγέρσεις. Τόσο στις χώρες που επιβλήθηκε (Γερμανία, Κάτω Χώρες, Αγγλία, Σκανδιναβία) όσο και σε χώρες που δεν μπόρεσε να επιβληθεί (Γαλλία, Ισπανία), έδωσε το έναυσμα και την αφορμή για την επιβολή της κοσμικής εξουσίας των βασιλέων έναντι της θρησκευτικής εξουσίας.
Ταυτόχρονα με την Μεταρρύθμιση σημαντικό ρόλο στην άνοδο της απολυταρχίας είχαν οι συνεχείς πόλεμοι (Τριακονταετής πόλεμος, θρησκευτικοί πόλεμοι), οι οποίοι θεμελίωσαν και στήριξαν την ανάγκη δημιουργίας ισχυρών και σταθερών κυβερνήσεων που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ειρήνη, την ασφάλεια και την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα για τους λαούς των. Στην ανάγκη αυτή στηρίχθηκε η απολυταρχία προκειμένου να αναδειχθεί ως το κύριο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης και με την βοήθεια μίας καλά καταρτισμένης υπαλληλίας διαμόρφωσε τον απαραίτητο γραφειοκρατικό μηχανισμό που συνιστούσε την βάση συγκρότησης ενός οργανωμένου κράτους.
Θεωρητικό πλαίσιο της απολυταρχίας
Η απολυταρχία ως πολιτικό και οικονομικό σύστημα στηρίχθηκε και δικαιολογήθηκε μέσα από ένα ιδεολογικό πλαίσιο.
Το πολιτικό- ιδεολογικό πλαίσιο του απολυταρχικού συστήματος διαμόρφωσαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και σε διαφορετικές χώρες δύο από τους μεγαλύτερους πολιτικούς στοχαστές της εποχής, ο Γάλλος Ζάν Μποντέν (1530-1596) και ο Άγγλος Τόμας Χόμπς (1588-1679). Τα έργα και των δύο συγγράφηκαν σε ύφος που σκοπό είχε να τονώσει και να ενισχύσει τα απολυταρχικά καθεστώτα. Ο Μποντέν υποστήριξε την κατάργηση των νομοθετικών και αντιπροσωπευτικών σωμάτων και την πλήρη υποταγή του υπηκόου στον μονάρχη χωρίς το δικαίωμα εξέγερσης. Ο Χόμπς υποστήριξε τη σύναψη ενός κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στους υπηκόους και στον ηγεμόνα, στον οποίο παραχώρησε πλήρη εξουσία πέρα και έξω από φυσικό ή θεϊκό νόμο με αντάλλαγμα την κοινωνική ασφάλεια.
Εκτός από την πολιτική θεώρηση της απολυταρχίας, τον 16ο αιώνα στη Γαλλία επί βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’ εφαρμόστηκε και το μοντέλο της οικονομικής απολυταρχίας μέσω της αναγκαστικής φορολογίας και του Μερκαντιλισμού (Εμποροκρατίας) με κύριο εκφραστή τον υπουργό οικονομικών Κολμπέρ. Κύριος σκοπός του μερκαντιλισμού είναι η αύξηση των εσόδων του κράτους μέσω της αύξησης των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές. Η επίτευξη αυτής της οικονομικής πολιτικής πραγματοποιείται με δύο τρόπους
α) μέσω της επιβολής δασμών στις εισαγωγές των ξένων προϊόντων, β) στο εσωτερικό της χώρας με την ανάπτυξη μεταποιητικών μονάδων οι οποίες παράγουν προϊόντα με αυστηρότατους, σχεδόν απολυταρχικούς, κανονισμούς κατασκευής, με επιβολή τιμωρίας στις κακοτεχνίες και υποχρεωτική οργάνωση συντεχνιών.
Οι περιορισμοί της απόλυτης μοναρχίας
Θεωρητικά η μοναρχική εξουσία κρινόταν απόλυτη, γεγονός που διαφαινόταν μέσα από τους θεσμούς και την νομοθεσία της. Στην πραγματικότητα όμως η μονάρχες δεν ασκούσαν απόλυτη εξουσία, τουλάχιστον στο βαθμό τον οποίο υποστήριζαν οι θεωρητικοί της απόλυτης μοναρχίας. Οι περιορισμοί στην άσκηση της απολυταρχίας οφείλονται σε διάφορους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες.
Βασικός οικονομικός παράγοντας υπήρξε η αναγκαστική φορολογία για την κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών σε συνδυασμό με την αναγκαστική στράτευση είχε σα συνέπεια τις εξεγέρσεις των πληθυσμών. Οι συνεχείς πόλεμοι επηρέαζαν την οικονομία και την ισχύ της εξουσίας..
Σε πολιτικό επίπεδο οι μονάρχες προσπαθούσαν να καθυποτάξουν τα όργανα αντιπροσώπευσης των κοινωνικών τάξεων (αριστοκρατών, κλήρου και αστών), που είχαν συγκροτηθεί κατά τον μεσαίωνα, μη λαμβάνοντας υπόψη την γνώμη τους, εμποδίζοντας τη λειτουργία τους, υπονομεύοντας και αποδυναμώνοντας τα, τοποθετώντας έμπιστους τους στην διοίκηση τους. Οι κοινωνικές τάξεις αλλά και οι τοπικές κοινωνίες εξεγείρονταν εναντίων της προσπάθειας αυτής των μοναρχών να τους ελέγξουν. Πολλές από τις εξεγέρσεις καταπνίγονταν αλλά σε μερικές από αυτές οι επαναστάτες επιβάλλονταν με αποτέλεσμα την υποχώρηση των μοναρχών. Αναγκάζονταν σε αυτές τις περιπτώσεις οι μονάρχες να σεβαστούν δικαιώματα και νόμους των υπηκόων τους και να λάβουν σοβαρά υπόψη τα συμφέροντα των ισχυρών κοινωνικών τάξεων, κυρίως των αριστοκρατών και των αστών.
Το Παράδειγμα της Γαλλίας.
Παρά το γεγονός ότι νομικά το μοντέλο διακυβέρνησης είναι η απόλυτη μοναρχία στη Γαλλία, και παρά το γεγονός ότι αποτελεί για την σύγχρονη ιστοριογραφία το πρότυπο απολυταρχικής διακυβέρνησης, εν τέλει δεν είναι ένα ολοκληρωμένο απολυταρχικό καθεστώς. Οι παραχωρήσεις του Λουδοβίκου ΙΔ’ σε θεμελιώδεις κανόνες του Γαλλικού κράτους από ιδρύσεως του όπως: υποχρέωση του βασιλιά για τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, κανόνες διαδοχής σύμφωνα με το «σαλικό» νόμο, διατήρηση και ισχυροποίηση της ρωμαιοκαθολικής θρησκείας, σεβασμός στον τρόπο ζωής των υπηκόων, σε συνδυασμό με την δυσκολία ενοποίησης των διαφορετικών ανά περιοχή δικαστικών συνηθειών και φορολογικών πρακτικών καθιστά αμφίβολη την απολυταρχικότητα της μοναρχίας.
Στον οικονομικό τομέα η βαριά φορολογία που βάρυνε τους αστούς και τον φτωχό εργατικό και αγροτικό πληθυσμό σε συνδυασμό με τις απόπειρες των επαρχιωτών αριστοκρατών να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην διακυβέρνηση του κράτους οδηγούν στη μεγαλύτερη κοινωνική εξέγερση των ευγενών της επαρχίας, των αστών του Παρισιού και του φτωχού πληθυσμού, γνωστή και ως εξέγερση της «Σφενδόνης», η οποία συγκλόνιζε την Γαλλία για πέντε χρόνια (1648-1653) πριν κατασταλεί.
Στο θρησκευτικό τομέα ο Λουδοβίκος προσπάθησε να επιβληθεί με δύο τρόπους.
α) Προσπάθησε να ελέγξει την εκκλησιαστική ισχύ και περιουσία της επικράτειας του, μέσω της εκλογής επισκόπων της αρεσκείας του. Με τη «Διακήρυξη των Τεσσάρων Άρθρων» προέβαλε την «ελευθερία της Γαλλικανικής Εκκλησίας» και επέβαλε τον εαυτό του ως επικεφαλή. Έχοντας όμως εμπλακεί σε ένα πόλεμο με την παπική εκκλησία με αμφίβολή έκβαση και έχοντας την ανάγκη της υποστήριξης της στον πόλεμο με τους Ουγενότους, υποχωρεί και ακυρώνει την διακήρυξη.
β) Αποφάσισε την κατάργηση του Διατάγματος της Νάντης που εξασφάλιζε θρησκευτική ανεκτικότητα και αποφασίζει την αναγκαστική μεταστροφή όλων των Γάλλων προτεσταντών (Ουγενότων) στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Ασκεί νομικές πιέσεις (αποκλεισμό από διοικητικές θέσεις, αποκλεισμό από εκμίσθωση φόρων, απαγόρευση εξασκήσεως συγκεκριμένων επαγγελμάτων, κατάργηση μικτών δικαστηρίων, κατάργηση μικτών γάμων) και εφαρμόζει βία (επιτάξεις κατοικιών από το στρατό, λεηλασίες και διωγμούς από σώματα δραγόνων και ιεραποστόλων). Καταφέρνει να επιβάλει μια πλασματική θρησκευτική απολυταρχία. Χιλιάδες ουγενότοι αστοί, κυρίως έμποροι και βιοτέχνες, αναγκάζονται να καταφύγουν στις προτεσταντικές χώρες μεταφέροντας την τεχνογνωσία και την επιχειρηματικότητα τους σε αυτές, στερώντας την από την Γαλλία.
Η περίπτωση της Αγγλίας
Σε αντίθεση με την Γαλλία όπου οι εξεγέρσεις πραγματοποιούνται και με την συμμετοχή των μη προνομιούχων, στην Αγγλία η σύγκρουση αφορά τον Βασιλιά και τις ισχυρές οικονομικές τάξεις, που εκπροσωπούνται μέσω του κοινοβουλίου, και οι οποίες επιθυμούν να διατηρήσουν τα προνομία τους.
Η προσπάθεια επιβολής της απόλυτης εξουσίας των βασιλέων Ιακώβου Α’ (1603-1625) και Καρόλου Α’ (1625-1649) αντιβαίνει στις οικονομικές και θρησκευτικές τάσεις που έχουν επικρατήσει στην χώρα από την εποχή του Μεσαίωνα και έρχονται σε σύγκρουση με τις ισχυρές κοινωνικές τάξεις που τις εκπροσωπούνται από: την εμπορική αστική τάξη των πόλεων και τους γαιοκτήμονες της υπαίθρου. Ο Ιάκωβος Α΄ υιοθετεί το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας εφαρμόζοντας την προς δύο κατευθύνσεις. Εφαρμόζοντας οικονομική απολυταρχία μέσω της επιβολής αυστηρής φορολογίας, προώθησης σε οικονομικές και πολιτικές θέσεις των υποστηρικτών του και αγνόησης των μέχρι τότε ισχυρών οικονομικά υπηκόων του, έρχεται σε σύγκρουση μαζί τους. Εφαρμόζοντας θρησκευτική απολυταρχία προσπαθεί να επιβληθεί στους πουριτανούς (Άγγλους Καλβινιστές) τους οποίους χαρακτηρίζει προδότες. Η σύγκρουση φτάνει στην κορύφωση της την περίοδο της βασιλείας του Καρόλου Α’ ο οποίος καταργεί το κοινοβούλιο. Η δυσαρέσκεια αυξάνει και τα οικονομικά προβλήματα που προκύπτουν τον αναγκάζουν να στραφεί ξανά προς το κοινοβούλιο ζητώντας από τους αστούς και τους γαιοκτήμονες οικονομική βοήθεια. Οι κοινοβουλευτικοί εξαπολύουν ένα δριμύ κατηγορητήριο απαιτώντας κατάργηση της απολυταρχίας σε αντάλλαγμα οικονομικής βοήθειας. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη που οδηγεί σε ένα μακρόχρονο και εξοντωτικό πόλεμο με τους Κοινοβουλευτικούς (1642-1649) που καταλήγει στην νίκη των κοινοβουλευτικών, την κατάργηση της απολυταρχικής μοναρχίας και στην εκτέλεση του Καρόλου Α’. Μετά από μία περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων όπου κυριαρχεί η προσωπικότητα του Όλιβερ Κρόμγουελ, αρχηγού των κοινοβουλευτικών, ανακαλείται στην εξουσία ο Κάρολος Β’ υιός του Καρόλου Α’ το 1660. Η ανάκληση του όμως δε σημαίνει παλινόρθωση της απόλυτης μοναρχίας. Οι άρχουσες κοινωνικές τάξεις μέσω του Αγγλικού κοινοβουλίου ελέγχουν τον βασιλιά και προστατεύουν τα συμφέροντα τους, ενώ ο βασιλιάς είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη του το ρόλο του κοινοβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση οι προσπάθειες των Καρόλου Β’ (1660-1685) και Ιακώβου Β’ (1685-1688) να επιβάλλουν φιλοκαθολικές και αυταρχικές διακυβερνήσεις εξαναγκάζουν τους πολιτικούς ηγέτες μέσω του Κοινοβουλίου να επέμβουν και να καθορίσουν το νέο πλαίσιο διακυβέρνησης το οποίο καθόριζε τα προνόμια και τα όρια εξουσίας του ηγεμόνα μέσω του χάρτη των δικαιωμάτων του 1689.
Σύνοψη
Η επικράτηση του Απολυταρχικού καθεστώτος στην Ευρώπη από τις αρχές του 17ου αιώνα επηρεάζει την δομή των εθνικών κρατών. Η απολυταρχία στηρίζεται στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο του ηγεμόνα ο οποίος κυβερνά με την βοήθεια ενός ανακτοβουλίου που αποτελείται από πιστά στον ηγεμόνα μέλη, προερχόμενα συνήθως από την πλέον ωφελημένη κοινωνική ομάδα του καθεστώτος, τους αριστοκράτες-γαιοκτήμονες. Στα θετικά της απολυταρχίας προσμετράται η οργάνωση του κράτους και του στρατού. Στα αρνητικά προσμετράται η απολυταρχική διακυβέρνηση και η δυσχερής και ανεξέλεγκτη φορολόγηση που έπληττε κυρίως την αγροτική και την εμπορική τάξη, ενώ δεν επιβάρυνε σχεδόν καθόλου τους γαιοκτήμονες – αριστοκράτες. Η αρνητική κατάσταση είχε σα συνέπεια πολλαπλές εξεγέρσεις, οι οποίες είτε καταπνίγονταν (όπως στην Γαλλία με την «Σφενδόνη»), είτε επιτύχαιναν όπως στην Αγγλία με την επανάσταση του Κρόμγουελ. Παρά τα αρνητικά του απολυταρχικού συστήματος πρέπει να τονιστεί ότι αποτέλεσε το πρώτο οργανωμένο μοντέλο διακυβέρνησης το οποίο εξασφάλιζε σταθερότητα των συνόρων. Σταδιακά και με την πάροδο των αιτών το απολυταρχικό σύστημα κατέστη αναξιόπιστο και καταργήθηκε.
Βιβλιογραφία
BERSTEIN, Serge. και MILZA, Pierre. (1997), Ιστορία της Ευρώπης, 3 τόμοι, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
ANDERSON, Perry (1986), Το Απολυταρχικό Κράτος, Αθήνα: Οδυσσέας
[1] Βλ. Anderson, 1986, σ. 85
[1] Βλ. Berstein και Milza, 1997, τομ. 1, σ. 405.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε