Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εξιστορώντας την τέχνη της χαρτογραφίας

Εισαγωγή

Η γεωγραφία και η χαρτογραφία αποτελούν έννοιες συνδεδεμένες στην εξέλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας, που άλλοτε συνέπιπταν και άλλοτε συνυπήρχαν. Ιδιαίτερα η περίοδος από την Ρωμαϊκή Εποχή μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα, οπότε και η γεωγραφία μελετήθηκε με πιο συστηματικό τρόπο τόσο από τις Εθνικές Γεωγραφικές Εταιρίες όσο και μέσω της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, «...η γεωγραφία συγχέεται με την χαρτογραφία ή στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται μία δραστηριότητα περιγραφής και αναπαράστασης.» (Λεοντίδου 2007: σελ. 66). Ο παραπάνω συσχετισμός οφείλεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες στις διάφορες περιόδους έκαναν χρήση των γεωγραφικών γνώσεων.

Στα πλαίσια αυτής της εργασίας θα παρουσιαστούν οι δύο αυτές έννοιες, θα γίνει μια αναφορά στον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται, στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιήθηκαν στα πλαίσια των κοινωνιών και στους λόγους για τους οποίους η χαρτογραφία αποτελούσε την μόνη έκφανση της γεωγραφίας στην Ευρώπης για το χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκε.

Ορίζοντας τις έννοιες

Συνήθως στην αρχή ενός κειμένου ήθισται να δίνονται κάποιοι ορισμοί. Στην περίπτωση της χαρτογραφίας αυτό είναι δυνατό δεδομένου ότι το αντικείμενο και η φύση της είναι τεχνική ενώ η λογική της δεν έχει μεταβληθεί ιστορικά σε μεγάλο βαθμό. Για την γεωγραφία όμως δεν είναι εύκολο να διατυπωθεί ένας επαρκής ορισμός δεδομένης τόσο της διεπιστημονικότητας[1] της, όσο και της ρευστότητας των βασικών εννοιών που την συνθέτουν, έννοιες όπως ο χώρος[2], ο τόπος[3], η τοποθεσία[4], η περιφέρεια, η πόλη των οποίων η ερμηνεία μεταβάλλεται διαχρονικά.

Ιστορικά έχουν διατυπωθεί πλειάδα ορισμών που την περιγράφουν τόσο σε ευρύτερο πλαίσιο, όσο και σε πιο ειδικευμένα πεδία όπως της Ανθρωπογεωγραφίας, της Οικονομικής Γεωγραφίας κ.α., αλλά που κάποια στιγμή ξεπερνιόνται από κάποιον άλλο πιο συνεπή ορισμό.

Εν προκειμένω και δεδομένης της εισαγωγικής μορφής της εργασίας επιλέγεται ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους τυπικούς ορισμούς, δοσμένος το 1959 από τον Hartshorne: «Η γεωγραφία ασχολείται με την ακριβή, συγκροτημένη και ορθολογική περιγραφή και ερμηνεία του διαφοροποιημένου χαρακτήρα της επιφάνειας της γης» (Λεοντίδου, Σκλιας 2001: σελ. 32).

Από την άλλη πλευρά ο ρόλος της χαρτογραφίας και η σχέση της με την γεωγραφία στο ιστορικό πλαίσιο αντιμετωπίζεται από τους σύγχρονους γεωγράφους μάλλον με τρόπο δηκτικό. Η Λεοντίδου αναφέρει ότι «μία διαδεδομένη αντίληψη γύρω από τους γεωγράφους είναι η ταύτιση τους με τον σχεδιασμό και την παραγωγή χαρτών» (Λεοντίδου, Σκλιας 2001: σελ. 31), εννοώντας ότι η χαρτογραφία, που «είναι η τεχνική κατασκευής των χαρτών δηλ. των υπό κλίμακα οριζομένων χαρακτηριστικών της γης» (Πάπυρος-Larousse-Britannica 1994[5]), αντικατέστησε για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα την γεωγραφία στην συνείδηση των ανθρώπων. Δοσμένη σε ένα πλαίσιο ταξιδιωτικών αφηγήσεων και εικαστικής σχεδίασης των χαρτών η γεωγραφία ταυτίστηκε σχεδόν απόλυτα με την χαρτογραφία, δικαιολογημένα αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι για πολλούς αιώνες το μόνο που ενδιέφερε τον άνθρωπο ήταν η χρηστική αξία της γεωγραφίας, δηλ. οι χάρτες. Οι σύγχρονοι γεωγράφοι τον παραπάνω συνδυασμό ταξιδιωτικών εμπειριών και χαρτογραφίας δεν το απέρριψαν αλλά τον έθεσαν κάτω από τον τίτλο Περιγραφική Γεωγραφία των εξερευνητών και ταξιδιωτών οι οποίοι συνέλεξαν και περιέγραψαν τα δεδομένα και τα χαρακτηριστικά της επιφάνειας της γης. Είναι η πιο απλή εκπαιδευτικά μορφή γεωγραφίας και είναι και αυτή που κατά κόρον διδάσκεται στα σχολεία της βασικής και μέσης εκπαίδευσης.

Η χαρτογραφία σε διαπλοκή με την γεωγραφία σε ιστορικό χρόνο

Η χαρτογραφία και η γεωγραφία ως έννοιες αλληλένδετες διατρέχουν τον χρόνο εναλλασσόμενες το κυρίαρχο ρόλο η μία της άλλης ανάλογα με τις πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν. Ξεκινώντας από την αρχαιότητα και φτάνοντας μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα, όπου και η γεωγραφία λαμβάνει την ακαδημαϊκή σφραγίδα ως επιστημονικό πεδίο, θα εξερευνήσουμε αυτήν την διαπλοκή.

Μεσοποτάμιοι και Αιγύπτιοι

Οι πρώτοι χάρτες, κυρίως σκαριφήματα σχεδιασμένα σε πήλινες πλάκες, ευρέθησαν στην περιοχή της Μεσοποταμίας και τοποθετούνται χρονολογικά περίπου στα 2500 π.Χ. Οι χάρτες αυτοί είχαν δημιουργηθεί από την ανάγκη των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν καθημερινά προβλήματα όπως δρομολόγια προς γειτονικές φυλές, σημεία εύρεσης νερού, θέσεις εχθρών και άλλων κινδύνων και βασίστηκαν στην ανθρώπινη εμπειρία, δραστηριότητα και εξοικείωση τους το περιβάλλον τους.

Με την πάροδο των ετών και την αύξηση του πληθυσμού αναπτύχθηκε η ανάγκη μετανάστευσης των λαών προς πιο εύφορα εδάφη, η οποία άλλαξε και το αντικείμενο της χαρτογράφησης που πλέον αποτύπωνε δρομολόγια για το πέρασμα των ερήμων και των ορέων, των τοποθεσιών των θερινών και των χειμερινών βοσκοτόπων, των θέσεων των πηγών και των πηγαδιών. Τέτοια παραδείγματα τοπογραφήσεων απεικονίζονται σε τάφους της Αιγύπτου την περίοδο περίπου στα 1300 π.Χ.

Οι Έλληνες - Δημιουργοί και πρωτοπόροι

Γύρω στα 800 π.Χ ξεκινά μία από τις πλέον σημαντικές περιόδους για την ανάπτυξη της γεωγραφίας και της χαρτογραφίας η περίοδος των Ελλήνων.

Η έλλειψη αρόσιμης γης, ώθησε τους Έλληνες προς την μετανάστευση, κυρίως με ταξίδια μέσω θαλάσσης οδηγώντας τους σε εξερευνήσεις, στην εγκαθίδρυση αποικιών και στην ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ αυτών με τις μητροπόλεις. Οι νεοι δρόμοι που ανοίχθηκαν, θαλάσσιοι και χερσαίοι έπρεπε να καταγραφούν και να αποτυπωθούν προκειμένου να γίνει εφικτή η συχνή επικοινωνία μεταξύ αποικιών και μητροπόλεων. Ωστόσο οι Έλληνες ανέπτυξαν μία διαφορετική σχέση με «το τοπίο, τον τόπο και τον χώρο, με τη φύση, τη χλωρίδα και την πανίδα της – με μία λέξη με την γεωγραφία» (Λεοντίδου 2005:32) από ότι οι προηγούμενοι και σύγχρονοι πολιτισμοί. Γιατί οι Έλληνες δεν ήταν μόνο γεωγράφοι, ήταν ταυτόχρονα και ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος (485-425 π.Χ.), και μαθηματικοί και φιλόσοφοι όπως ο Πυθαγόρας (582-500 π.Χ.), και φυσικοί όπως ο Αναξίμανδρος (610-545 π.Χ.), ήταν πανεπιστήμονες σύμφωνα με τον ορισμό της Λεοντίδου (Λεοντίδου 2005: 35).

Ως πρώτος γεωγράφος αναφέρεται ο Όμηρος (8ος αιώνας π.Χ.), ενώ εν συνεχεία και μέχρι την χρυσή εποχή των Ελλήνων μετά το 600 π.Χ. οι γεωγράφοι εργάζονταν κυρίως με τοπωνύμια για τα οποία δεν είναι γνωστές μέχρι σήμερα αντίστοιχες χαρτογραφικές αναπαραστάσεις.

Γύρω στα 600 π.Χ. στην Μίλητο της Ιωνίας μπαίνουν οι πρώτες βάσεις με τον Θαλή (640/636-546πΧ.), τον Αναξίμανδρο και τον Εκαταίο (549-472π.Χ) οι οποίοι «νοηματοδότησαν και αναπαράστησαν το γεωγραφικό χώρο» (Λεοντίδου 2005:43).

Ο Εκαταίος έγραψε το πρώτο βιβλίο γεωγραφίας το οποίο ο Ηρόδοτος εμπλούτισε μέσα από τα ταξίδια του και τις μελέτες του, εντάσσοντας τις γεωγραφικές αναφορές σε ένα ιστορικό γίγνεσθαι. Κύριο αντικείμενο της γεωγραφίας του υπήρξαν οι τοπογραφικές αναφορές, και η συμβολή του στην χαρτογραφία υπήρξε σημαντική δεδομένου ότι βελτίωσε τα σχεδιαγράμματα της μορφής και της έκτασης των τότε γνωστών περιοχών του κόσμου. Ο Ηρόδοτος ουσιαστικά προσχώρησε για πρώτη φορά σε αυτό που ονοματίζεται ως περιγραφική γεωγραφία.

Ακολούθως σημαντικοί πανεπιστήμονες και ταξιδευτές έδωσαν ώθηση στην γεωγραφία όπως ο Δικαίαρχος ο Μεσσήνιος (340-290 π.Χ.) που επεξεργάστηκε σύστημα συντεταγμένων για τον προσανατολισμό και παρουσίασε έναν χάρτη που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς στην συνέχεια (Λεοντίδου 2005: 47). Ο Πυθέας (4ος αιώνας π.Χ.) και ο Νέαρχος ο Κρης (356-325 π.Χ.) ταξίδεψαν και ανακάλυψαν νέα μέρη τα οποία και κατέγραψαν στις ταξιδιωτικές εμπειρίες τους.

Σημαντικός γεωγράφος ο Ερατοσθένης (275-195 π.Χ.) συγγραφέας των Γεωγραφικών είναι αυτός που έδωσε το όνομα στην νέα επιστήμη. Έκανε μετρήσεις σχετικά με την περίμετρο της γης και σχεδίασε το πρώτο χάρτη που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (Λεοντίδου, Σκλιας 2001: σελ. 36). Αποτέλεσε κατά μία έννοια τον πρώτο ακαδημαϊκό γεωγράφο δεδομένου ότι εργάστηκε στο πρότυπο ακαδημαϊκό περιβάλλον της εποχής του, την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

Ο Στράβων (68 π.Χ. – 24 μ.Χ.) εν συνεχεία συνέγραψε ένα πολύτομο έργο του Τα Γεωγραφικά συνοψίζοντας αλλά και λαμβάνοντας με τρόπο κριτικό το έργο των προγενεστέρων, το οποίο και προσέγγισε φιλοσοφικά διαχωρίζοντας το από τις μαθηματικές επιμείξεις. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του στην χαρτογράφηση.

Η επόμενη σημαντική μορφή στην γεωγραφία και την χαρτογραφία υπήρξε ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (100/125-161/170μ.Χ) για πολλούς ο πατέρας της χαρτογραφίας, το έργο του οποίου κυριάρχησε μέχρι τον 16ο αιώνα.. Ανέπτυξε τις πρώτες βασικές αρχές για την μέτρηση των διαστάσεων της γης, τους υπολογισμούς του μήκους και του πλάτους, τις αρχές για τον σχεδιασμό των χαρτών (Λεοντίδου, Σκλιας 2001: σελ. 36).

Υπήρξε και αυτός ακαδημαϊκός γεωγράφος δεδομένου ότι αφενός όλη η γεωγραφική εργασία του πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και αφετέρου διότι η έρευνα τους ήταν κατά μία έννοια ακαδημαϊκή αφού από την συσσωρευμένη γνώση των προηγούμενων αιώνων έφτασε σε κάποια πρωτότυπα συμπεράσματα και διαμόρφωσε ένα επιστημονικό πλαίσιο για την δόμηση της γεωγραφίας. Στο γεωγραφικό έργο του Γεωγραφίας Υφήγισης που γράφτηκε σε οχτώ τόμους ήταν συνθετικό και αποτελούσε την επιτομή της συσσωρεμένης γνώσης εκείνου του καιρού από εμπειρίες παλαιότερων γεωγράφων και αποτυπώσεις παλιότερων χαρτών δεδομένου του γεγονότος ότι ο Πτολεμαίος ταξίδεψε ελάχιστα και τα στοιχεία από προσωπική του έρευνα ήταν περιορισμένα.

Στο όγδοο τόμο του έργου του ο Πτολεμαίος παρέχει οδηγίες για το σχεδιασμό παγκόσμιων χαρτών, μοντέλα μαθηματικής γεωγραφίας καθώς και θεμελιώδεις αρχές της χαρτογράφησης. Το έργο του Πτολεμαίου είχε σημαντική επίδραση προς την εξειδίκευση της κατασκευής χαρτών και στην απομάκρυνση από τις πιο αφαιρετικές και φιλοσοφικές όψεις της γεωγραφίας όπως είχαν εκφραστεί ατο Στράβωνα.

Τόσο μακροχρόνια υπήρξε η επιρροή του Πτολεμαίου, ώστε 13 αιώνες αργότερα ο Χριστόφορος Κολόμβος υποτίμησε τις αποστάσεις για την Κίνα και τις Ινδίες λόγω των υπολογισμών που είχε κάνει ο Πτολεμαίος, στηριζόμενος στις υποθέσεις του σε σχέση με το μέγεθος της Γης.

Οι Ρωμαίοι Υλιστές

Οι Ρωμαίοι εγκαταλείπουν την μαθηματική προσέγγιση της χαρτογράφησης όπως την δόμησαν οι Έλληνες πανεπιστήμονες και στράφηκαν στην κάλυψη πιο πρακτικών αναγκών. Οι χάρτες σκοπό είχαν να διευκολύνουν τις εκστρατείες τους και την διοίκηση των περιοχών τους. Εγκαταλείφθηκε η μαθηματική λεπτομέρεια και δημιουργήθηκαν μεγάλης κλίμακας χάρτες πιο ευανάγνωστοι και ευνόητοι. Δημιουργήθηκαν χάρτες που κατέγραφαν της βασικές ρωμαϊκές οδούς που διέτρεχαν την αυτοκρατορία, που αποτύπωναν τα υδρευτικά τους συστήματα όπως ο χάρτης του Αγρίππα.

Χριστιανικός Μεσαίωνας

Όπως και σε άλλους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας η πρόοδος στην γεωγραφία και στην χαρτογραφία διακόπηκε απότομα. Η χαρτογραφία στο Μεσαίωνα είτε αναπαράγει την ρωμαϊκή χαρτογραφία είτε την αναπροσαρμόζει προκειμένου να αποτυπώσει την χριστιανοσύνη γεγραφικά όπως η χριστιανική τοπογραφία του Κωνσταντίνου Αντιοχεύς. Ο παλαιότερος σωζόμενος χάρτης είναι ο Carta Pisana (~1275) ο οποίος απεικονίζει την Μεσόγειο θάλασσα και σχεδιάστηκε με σκοπό να βοηθήσει τους σταυροφόρους της Η’ Σταυροφορίας. Ο χάρτης αυτός ανήκει στην κατηγορία των ναυτικών χαρτών (ή αλλιώς portolans – χάρτες πλοήγησης) περιέχοντας πορείες πλεύσης, λιμάνια και αγκυροβόλια που είχαν μεγάλη ζήτηση.

Αναγέννηση, μία εποχή ανακαλύψεων και εξερευνήσεων

Η ανάπτυξη της τυπογραφίας και τα διαθέσιμα μεγάλα φύλλα χαρτιού κατά τον 16ο αιώνα συνέβαλαν στην μαζική αναπαραγωγή χαρτών κάνοντας τους προσπελάσιμους, όχι μόνο για πρακτικούς λόγους, αλλά και για επιστημονική έρευνα στα πλαίσια της γενικότερης αφύπνισης των επιστημών και του ενδιαφέροντος για τις εξερευνήσεις.

Η πρόοδος στην πλοήγηση, στην ναυπηγική, στα όργανα παρατήρησης και αστρονομίας, γενικευμένη χρήση της πυξίδας βελτίωσαν τις υπάρχουσες χαρτογραφικές πληροφορίες και ενθάρρυναν τις ανακαλύψεις αναδιαμορφώνοντας βαθμιαία τους χάρτες της εποχής που ουσιαστικά μέχρι τότε αποτελούσαν επανεκδόσεις του Πτολεμαίου.

Τον 16ο αιώνα παράλληλα με την βελτίωση της χαρτογραφίας εγράφησαν και τα πρώτα εγχειρίδια γεωγραφίας (οι Κοσμογραφίες) με στοιχεία γεωγραφίας αστρονομίας, ιστορίας και φυσικών επιστημών εικονογραφημένα με χάρτες και σχήματα.

Ένα χαρακτηριστικό των χαρτών της περιόδου εκείνης είναι το καλλιτεχνικό. Δεδομένου του γεγονότος ότι οι χάρτες ήταν λεπτομερείς αναφορικά με τις ακτογραμμές υπήρχαν πολλές κενές περιοχές αγεωγράφητες τις οποίες ο χαρτογράφος γέμιζε με διακοσμητικά στοιχεία (λιοντάρια, τέρατα, κ.α. στοιχεία της φαντασίας του χαρτογράφου).

18ος Αιώνας- Αρχή της επιστημονικότητας

Η αναθεώρηση της χαρτογραφίας κατά τον 18ο αιώνα χαρακτηρίστηκε από επιστημονικές τάσεις και πιο ακριβείς λεπτομέρειες. Τα διακοσμητικά χαρακτηριστικά περιορίστηκαν στο κόσμημα της επιγραφής και στο πλαίσιο του χάρτη.

Αλλάζει όμως και το προφίλ του χαρτογράφου. Οι παλαιότεροι χαρτογράφοι δεν είχαν επιστημονική κατάρτιση, απλά σχεδίαζαν σωστά και επιζητούσαν το γρήγορο και κερδοφόρο αποτέλεσμα βασιζόμενοι σε παλαιότερους χάρτες τους οποίους εμπλούτιζαν με αναφορές ταξιδιωτών και εξερευνητών. Οι νέοι χαρτογράφοι δεν είναι χαρτογράφοι. Η ανάπτυξη των Εθνικών Κρατών έδωσε το έναυσμα της τοπογραφικής αποτύπωσης σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια που απαιτούσαν ικανότητες και τεχνικά μέσα που ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτά των ιδιωτών χαρτογράφων. Τα εθνικά κράτη δημιούργησαν Γεωγραφικές υπηρεσίες, ινστιτούτα και εταιρείες που στελεχώθηκαν από στρατιωτικούς, μηχανικούς και επιστημονικό προσωπικό όπου και με δομημένο τρόπο αποτύπωναν τους νέους χάρτες.

Συνοψίζοντας

Γεωγραφία και χαρτογραφία είναι έννοιες αλληλεξαρτώμενες. Η σχέση τους είναι σαφής. Η Γεωγραφία είναι η επιστήμη και η χαρτογραφία είναι το εργαλείο, η εφαρμογή της. Ανάλογα με τις εποχές και τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες υπερισχύει η μία ή άλλη γεγονός που οφείλεται στην «..διαμόρφωση διαφορεικών αντιλήψεων και προσεγγίσεων για το εννοιολογικό περιεχόμενο της Γεωγραφίας σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και ανάλογες χρονικές περιόδους» (Λεοντίδου, Σκλιας 2001: σελ. 36). Οι Έλληνες έδωσαν βάση στην γεωγραφία τόσο αναφορικά με το ιστορικό και το περιγραφικό αλλά και το επιστημονικό ενώ η χαρτογραφία τους ήταν ελλιπής. Εν τούτοις και για πολλά χρόνια από τον Μεσαίωνα μέχρι την Αναγέννηση από την Γεωγραφία το μόνο χρήσιμο τμήμα της ήταν η πρακτική εφαρμογή, δηλ. η χαρτογραφία που βοηθούσε να επιτελεστούν οι υπόλοιπες οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες απαραίτητες για την επιβίωση. Εξάλλου η γεωγραφία ως επιστήμη είναι ενασχόληση μόνο των λαών που έχουν ξεπεράσει το επίπεδο επιβίωσης. Όσο βρίσκονται σε αυτό το μόνο που τους απασχολεί είναι χάρτες για να βρουν νερό, να πάνε τα κοπάδια τους, να εμπορευτούν τα προϊόντα τους, να δομήσουν τα σύνορα τους. Άρα η γεωγραφία αναπτυσσόταν όχι μόνο λόγω της περιέργειας των κοινωνιών για τον περίγυρο τους και την έρευνα για την Γη όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2005:35) αλλά και εφόσον ευνοούσε το κοινωνικό πλαίσιο την γεωγραφική έρευνα, ως επιστημονικό πεδίο κάτι που έγινε με πρώιμο τρόπο την εποχή των Αρχαίων Ελλήνων και με πιο συστηματικό τρόπο μετά τον 18ο αιώνα στην Δυτική Ευρώπη.

Βιβλιογραφία

• Λεοντίδου Λ., Σκλιας Π. 2001, Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης – Εγχειρίδιο Μελέτης, Ανθρωπογεωγραφία, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα.
• Λεοντίδου Λ. 2007 (Γ’ Έκδοση), Αγεωγράφητος Χώρα, Εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα.
• Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Larousse – Britannica 1994, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα.


Αναφορές


[1] «Για να είναι σε θέση ο γεωγράφος να εξασκεί την πολιτισμική του ανάλυση, πρέπει να εντρυφήσει σε πολλούς τομείς της γνώσης από πολλές επιστήμες, φυσικές και ανθρώπινες.» (Λεοντίδου, Σκλιας 2001: σελ. 30)

[2] «...φυσική οντότητα, ως πεδίου σχέσεων και διαδικασιών» (Λεοντίδου 2005: σελ. 69)

[3] «...είναι ένα συγκεκριμένο τμήμα του γεωγραφικού χώρου με ιστορία και νόημα, με μοναδικότητα και υλική υπόσταση» (Λεοντίδου, Σκλιας 2001: σελ. 35)

[4] «Η τοποθεσία ή χωροθέτηση ή θέση (location) είναι το σημείο εγκατάστασης μιας ανθρώπινης δραστηριότητας, μια έννοια αφηρημένη σε σχέση με τον τόπο, που χρησιμοποιείται ιδίως σε συνδυασμό με την γραμμική έννοια της απόστασης.» (Λεοντίδου 2005: σελ. 70)

[5] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – LarousseBritannica, Τόμος 60, στο λήμμα για την χαρτογραφία, σελ. 448


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε