Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Εθνικισμός. Επικρατεί πλέον ανοιχτά;

Εισαγωγή.
Ο εθνικισμός ως πολιτικό δόγμα βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης πολιτικής σκηνής σε ευρωπαϊκό επίπεδο κυρίως λόγο της ανόδου της εθνικιστικής ρητορείας. Αν θέλαμε να υποδείξουμε την αιτία ανόδου του εθνικισμού θα την εντοπίζαμε στην συνύπαρξη τριών φαινομένων: της οικονομικής κρίσης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης.
Οι εξελίξεις αυτές λοιπόν κάνουν ενδιαφέρον προς ανάλυση το ιδεολογικό υπόβαθρο του εθνικισμού και αυτό θα επιδιώξουμε να παρουσιάσουμε με την συγκεκριμένη εργασία. Η δομή της παρούσας εργασίας θα χωριστεί σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος θα παρουσιαστούν τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία συνθέτουν την εθνικιστική ιδεολογία. Στο δεύτερο μέρος θα δειχθεί για ποιους λόγους η εθνικιστική ιδεολογία την σημερινή εποχή έχει λάβει έναν συντηρητικό ρόλο στην διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτικής.
2. Εθνικιστική Ιδεολογία: Ορισμός και χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
2.1 Ορισμός του εθνικισμού – Ιστορικό πλαίσιο.
Ο εθνικισμός ως πολιτική ιδεολογία αποτελεί φαινόμενο του νεώτερου κόσμου. Μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα δεν υφίστατο η έννοια του έθνους αλλά μόνο της κρατικής οντότητας. Το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 και η υιοθέτηση των ιδεών του Γάλλου φιλοσόφου Jean-Jacques Rousseau (1712-1778), συνέβαλε ώστε ο όρος έθνος που αφορούσε το νέο δόγμα λαϊκής διακυβέρνησης να εναντιωθεί στο όρο κράτος που μέχρι τότε αφορούσε την βασιλική διακυβέρνηση. «Ο εθνικισμός ήταν κατά συνέπεια ένα επαναστατικό και δημοκρατικό δόγμα και μέσα από το λαϊκό κίνημα αντανακλούσε την ιδέα πως «οι υπήκοοι του στέμματος» θα πρέπει να γίνουν «πολίτες της Γαλλίας. » Την ιδέα του έθνους φρόντισαν ακολούθως να την εξάγουν οι Γάλλοι μέσω των Επαναστατικών και Ναπολεόντειων Πολέμων (1792-1815) σε Γερμανία και Ιταλία βοηθώντας να «σφυρηλατηθεί για πρώτη φορά μία συνείδηση εθνικής ενότητας, η οποία και εκφράστηκε με την νέα γλώσσα του εθνικισμού ». Η έκρηξη όμως της εθνικιστικής ιδεολογίας πραγματοποιήθηκε στο έτος 1848 το οποίο αποτέλεσε «μία μεγάλη κορύφωση των εθνικιστικών αξιώσεων και φιλοδοξιών », μια χρονιά γνωστή και ως «άνοιξη των εθνών».
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ο εθνικισμός απέκτησε μεγάλη λαϊκή απήχηση η οποία ενισχύθηκε με την διαμόρφωση εθνικών στοιχείων αναφοράς όπως ο καθορισμός εθνικών ύμνων και σημαιών, η χρονοθέτηση εθνικών εορτών κλπ. Παράλληλα μέσω της κρατικής υποστήριξης αναπτύχθηκε η πατριωτική ποίηση και λογοτεχνία η οποία έγινε προσβάσιμη στις λαϊκές μάζες «με την ανάπτυξη της βασικής εκπαίδευσης, την εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης και την εξάπλωση των εφημερίδων ».
Προσδιορίζοντας την ουσία του εθνικισμού θα μπορούσαμε να πούμε ότι «το βασικό χαρακτηριστικό του εθνικισμού δεν είναι η στενή του σχέση με την αυτοκυβέρνηση και το έθνος κράτος, αλλά ο ευρύτερος δεσμός του με κινήματα και ιδέες, που κατ’ οποιονδήποτε τρόπο αναγνωρίζουν τη βασική σπουδαιότητα του έθνους .» Ως εκ τούτου ο εθνικισμός δύναται να χαρακτηριστεί περισσότερο ως πολιτικό δόγμα, παρά ως πλήρως ανεπτυγμένη ιδεολογία κάτι που φαίνεται και από το γεγονός ότι εθνικιστικές θέσεις υιοθετήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους από διαφορετικής ιδεολογίας πολιτικά κόμματα. Περιγράφεται δε ως ψυχολογικό κατά βάση φαινόμενο και όχι ως μια θεωρητική κατασκευή ώστε «ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του εθνικισμού είναι η δυναμική της συναισθηματικής ή συγκινησιακής του απήχησης .»
2.2 Ορίζοντας το έθνος σύμφωνα με τους εθνικιστές.
Η βασική αρχή των εθνικιστών είναι ότι το έθνος θα πρέπει να αποτελεί την κεντρική αρχή της πολιτικής οργάνωσης. Άρα κάθε κράτος θα πρέπει να πείσει τους πολίτες του ότι αποτελούν μέλη μίας εθνικής πολιτισμικής ενότητας και έτσι οφείλουν ο ένας στον άλλο ιδιαίτερες υποχρεώσεις. «Εφόσον οι άνθρωποι που ζουν στο ίδιο κράτος δεν είναι μόνο συμπολίτες, αλλά και συμπατριώτες, υπάρχει ένας φυσικός δεσμός αλληλεγγύης και μία φυσική επιθυμία (συλλογικής) αυτοκυβέρνησης. »
Στην εθνικιστική ιδεολογία η ανθρωπότητα χωρίζεται σε έθνη όπου «κατά βάση είναι πολιτισμικές οντότητες, σύνολα ανθρώπων που συνδέονται από κοινές αξίες και παραδόσεις, κοινή γλώσσα, θρησκεία και ιστορία, ενώ συνήθως καταλαμβάνουν και την ίδια γεωγραφική περιοχή. Από αυτήν την άποψη, το έθνος μπορεί να προσδιοριστεί με «αντικειμενικούς» παράγοντές: άνθρωποι που πληρούν ένα απαραίτητο σύνολο πολιτισμικών κριτηρίων μπορεί να λεχθεί ότι ανήκουν σε ένα έθνος .» Κατά συνέπεια «αυτό που κάνει τους πολίτες ενός κράτους να αισθάνονται ότι είναι μέλη του ίδιου έθνους ενέχει την ύπαρξης ενός αισθήματος κοινής ιστορίας και εδαφικής περιοχής, μία κοινή γλώσσα, καθώς και κοινούς εκπαιδευτικούς και πολιτικούς θεσμούς ».
2.3 Η γλώσσα και η θρησκεία
Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο Immanuel Kant (1724-1804) «η φύση δύο μέσα χρησιμοποιεί για να χωρίζει τους λαούς και να τους εμποδίζει να αναμειχθούν: τις διαφορές τις γλώσσας και της θρησκείας ».
«Η γλώσσα συχνά θεωρείται πως είναι το πλέον ξεκάθαρο σύμβολο εθνικής ταυτότητας ενσωματώνοντας ξεχωριστές στάσεις, αξίες και τρόπους έκφρασης, που δημιουργούν μία αίσθηση οικειότητας και ένα αίσθημα του ανήκειν .» Δεν αποτελεί όμως το κρίσιμο συνδετικό στοιχείο ενός έθνους. Υπάρχουν λαοί που μοιράζονται την ίδια γλώσσα χωρίς όμως να έχουν την αίσθηση κοινής εθνικής ταυτότητας όπως οι Αμερικάνοι δεν θεωρούν ότι αποτελούν μέρος του Αγγλικού έθνους, ενώ επίσης υπάρχουν έθνη τα οποία διατηρούν εθνική ενότητα χωρίς να έχουν εθνική γλώσσα, όπως οι Ελβετοί που εν απουσία ελβετικής γλώσσας διαθέτουν τρείς επίσημες γλώσσες (Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά).
«Η θρησκεία επίσης είναι ένα βασικό συστατικό της εθνικής ταυτότητας εκφράζοντας κοινές ηθικές αξίες και πνευματικές πεποιθήσεις ». Ωστόσο επίσης δεν αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο ενός έθνους. Στην Γερμανία οι πολίτες μιλούν την ίδια γλώσσα αλλά διαχωρίζονται θρησκευτικά σε προτεστάντες και καθολικούς χωρίς αυτό να επηρεάζει την σύνδεση τους σε ένα κράτος. Το αντίθετο συμβαίνει στην Βόρεια Ιρλανδία που παρά το γεγονός ότι έχουν την συναίσθηση της κοινής πορείας τους ως έθνος, η θρησκεία αποτελεί διαχωριστικό στοιχείο με τους προτεστάντες να επιθυμούν την ένωση με την Αγγλία και τους καθολικούς με την Ιρλανδία.
2.4 Φυλετική ενότητα και η εθνική ταυτότητα
«Τα έθνη έχουν στηριχτεί πάνω σε μία αίσθηση εθνοτικής ή φυλετικής ενότητας δηλώνοντας τόσο την πολιτισμική ενότητα όσο και τους δεσμούς αίματος. Εντούτοις ο εθνικισμός συχνά έχει περισσότερο πολιτισμική παρά βιολογική βάση. Αντανακλά μία εθνοτική ενότητα, που μπορεί να βασίζεται στη φυλή, αλλά συνηθέστερα αντλεί από κοινές αξίες και κοινές πολιτισμικές πεποιθήσεις. Ωστόσο η εθνοτική ενότητα δεν παρέχει πάντοτε τη βάση για εθνική ταυτότητα και αυτό φαίνεται από τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα των περισσοτέρων σύγχρονων εθνών και είναι ιδιαιτέρως εμφανές στην ιδέα των ΗΠΑ ως έθνος-χωνευτήρι ».
«Η βάση μία κοινής εθνικής ταυτότητας δεν χρειάζεται να είναι μία κοινή αντίληψη περί αγαθού, αλλά μάλλον ένα πιο ισχνό και διάχυτο αίσθημα ότι ανήκουμε σε μία κοινωνία που διατηρεί τη συνέχεια της διάμεσου των γενεών, ότι ζούμε σε κοινή εδαφική περιοχή, ότι έχουμε κοινό παρελθόν και ότι μοιραζόμαστε ένα κοινό μέλλον. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο κατά κανόνα δημιουργούνται και διατηρούνται οι εθνικές ταυτότητες στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. Ωστόσο μία κοινή εθνική ταυτότητα αποτελεί μία ισχνή βάση για μία κοινοτική πολιτική ».
«Τα έθνη συνήθως μοιράζονται μια κοινή ιστορία και κοινές παραδόσεις όπου η εθνική ταυτότητα διατηρείται συχνά μέσα από την ανάμνηση ένδοξων στιγμών του παρελθόντος, την εθνική ανεξαρτησία, των επετείων ηγετών του έθνους ή σημαντικών στρατιωτικών νικών .» Τα δυτικά κράτη χρησιμοποίησαν ένα ευρύ φάσμα εργαλείων προκειμένου να εμφυτεύσουν την αγάπη του κράτους με κυριότερο κανάλι την υποχρεωτική εκπαίδευση. Σημαντικά εργαλεία που μπορούσαν να βοηθήσουν στην παγίωση του εθνικού αισθήματος υπήρξαν τα εθνικά μέσα ενημέρωσης, οι επίσημοι κανόνες γραμματικής και συντακτικού, οι πολιτικές απόκτησης ιθαγένειας, οι εθνικές εορτές και σύμβολα, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία κλπ.
«Η πολιτισμική ενότητα που θεωρητικά εκφράζεται στην εθνική ταυτότητα είναι συνεπώς πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί. Τελικά τα έθνη μπορούν να προσδιοριστούν επομένως μόνο «υποκειμενικά», από τα ίδια τους τα μέλη και όχι από κάποιο σύνολο εξωτερικών παραγόντων. Με αυτή την έννοια το έθνος είναι μία ψυχοπολιτική οντότητα, μία ομάδα ανθρώπων που θεωρούν τους εαυτούς τους ως μία φυσική πολιτική κοινότητα και διακρίνονται από την κοινή τους αφοσίωση ή αγάπη με την μορφή του πατριωτισμού .»
Όλα τα αυτά τα πολιτισμικά στοιχεία (εθνική ταυτότητα, γλώσσα, θρησκεία, εθνοτισμός, ιστορία, παράδοση κλπ) παρά το γεγονός ότι συναντώνται σε ένα μικρό ή μεγάλο βαθμό στην αιτιολόγηση του εθνικισμού ως ιδεολογίας, δεν δομούνται σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά ούτε και αποτελούν «αντικειμενικά κριτήρια που να μπορούν να καθιερώσουν το πού και το πότε υπάρχει ένα έθνος ». «Ο Benedict Anderson στο έργο του «Φαντασιακές Κοινότητες (1983)» επεσήμανε ότι τα έθνη αποτελούν «νοερές κοινότητες» και όχι οργανικές κοινότητες όπως θεωρούν οι εθνικιστές, δηλαδή, φαντασιακές επινοήσεις κατασκευασμένες για εμάς μέσα από την εκπαίδευση, τα μέσα επικοινωνίας και μία διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης .»
3. Ο ρόλος του εθνικισμού σήμερα. Προοδευτικός ή συντηρητικός;
Ο εθνικισμός κατά τον 19ο αιώνα «αντιμετωπιζόταν συνήθως ως προοδευτικό και αριστερό κίνημα » και αν και λαϊκό βρήκε απήχηση στις ανερχόμενες μεσαίες τάξεις, «οι οποίες γοητεύονταν από την ιδέα της εθνικής ενότητας και της συνταγματικής διακυβέρνησης .» Την συγκεκριμένη περίοδο για πολλούς Ευρωπαίους επαναστάτες ο εθνικισμός συνυπήρχε με τον φιλελευθερισμό σε βαθμό που να μην γίνεται διακριτή η διαφορά τους και «η εθνικιστική πίστη σφυρηλατήθηκε σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιώντας φιλελεύθερες ιδέες .»
Με την πάροδο των ετών και την ισχυροποίηση της αστικής τάξης, οι φιλελεύθεροι απέρριψαν την εθνικιστική ιδεολογία η οποία άρχισε να υιοθετείται όλο και περισσότερο από συντηρητικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς. «Η πατριωτική συμπεριφορά δεν πήγαζε πλέον από την προοπτική της πολιτικής ελευθερίας ή δημοκρατίας αλλά έγινε αυξανόμενα σοβινιστικός και ξενοφοβικός ».
Ο Kendurie αναφέρει ότι «η σύζευξη εθνικισμού και προοδευτικότητας δεν αποτελούσε παρά απλή σύμπτωση » για τον 19ο αιώνα, οπότε τον 20ο αιώνα ο εθνικισμός υιοθετήθηκε από τον εξ ορισμού φυσιολογικό του χώρο, τον συντηρητισμό. Ο βασικός λόγος είναι ότι «οι συντηρητικοί ενδιαφέρονται για την υπόσχεση της κοινωνικής συνοχής και της δημόσιας τάξης, που βρίσκεται μέσα στο συναίσθημα του εθνικού πατριωτισμού .» Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτό ήταν ιδιαιτέρως εμφανές στη θριαμβολογική απάντηση της πρωθυπουργού Margaret Thatcher στον πόλεμο των Falklands το 1982, και εκφράστηκε γενικότερα στην αυξανόμενη αντιπάθεια του Συντηρητικού Κόμματος για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Reagan προσπάθησε να αναθερμάνει τον Αμερικάνικο εθνικισμό υιοθετώντας μία περισσότερο επιθετική πολιτική, η οποία οδήγησε στην εισβολή στην Γρανάδα και τον βομβαρδισμό της Λιβύης. Ο αποκαλούμενος «πόλεμος στον τρόμο» του προέδρου Bush 2 προσπάθησε να συνδέσει τη στρατιωτική επιθετικότητα με την υπεράσπιση των εθνικών αξιών και την επίδειξη του εθνικού χαρακτήρα. Για αυτό ο συντηρητικός εθνικισμός βρίσκεται σε ένταση όταν θεωρείται ότι οι άνθρωποι αισθάνονται ότι η εθνική τους ταυτότητα απειλείται ή κινδυνεύει να χαθεί.
Αυτό είναι εμφανές στο θέμα της μετανάστευσης όπου «οι συντηρητικές επιφυλάξεις πηγάζουν από την πίστη πως η πολυπολιτισμικότητα οδηγεί στην αστάθεια και τη σύγκρουση. Από την στιγμή που οι σταθερές και επιταχυμένες κοινωνίες βασίζονται πάνω σε κοινές αξίες και σε έναν κοινό πολιτισμό, η μετανάστευση, ειδικότερα από κοινωνίες με διαφορετικές θρησκείες και άλλες παραδόσεις, θα έπρεπε είτε να περιοριστεί αυστηρά, είτε θα έπρεπε οι μειονοτικές εθνοτικές ομάδες να ενθαρρυνθούν να αφομοιωθούν μέσα στον πολιτισμό της οικοδέσποινας κοινωνίας. » Κατά συνέπεια οι συντηρητικοί όταν αισθάνονται ότι η κοινωνική συνοχή απειλείται από κινήματα όπως ο φεμινισμός, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και η πολυπολιτισμικότητα, εξεγείρονται εναντίον τους θεωρώντας ότι υπονομεύουν το αίσθημα της κοινότητας.
Εκτός από τα κινήματα που ενεργούν στα πλαίσια των κοινωνιών, οι συντηρητικοί εθνικιστές επίσης ανησυχούν για την απειλή που υπερεθνικοί οργανισμοί (Ευρωπαϊκή Ένωση, Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ) θέτουν στην εθνική ταυτότητα και κατά προέκταση στους πολιτισμικούς δεσμούς της κοινωνίας. Πιστεύουν ότι σε μία εποχή πολυπολιτισμικότητας, διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης, η επιβολή υπερεθνικών πολιτικών, όπως η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, θα μπορούσε να υπονομεύσει την εθνική ανεξαρτησία και να αποδυναμώσει την εθνική ταυτότητα. Η συντηρητική αντίδραση στην ομογενοποίηση της κοινωνίας όπως θεωρούν οι συντηρητικοί εκφράζεται έντονα στην Ευρώπη μέσω του κινήματος του Ευρωσκεπτικισμού. «Οι Ευρωσκεπτικιστές προειδοποιούν πως το ‘Ευρωπαϊκό Σχέδιο’ κατανοείται με θανάσιμα λανθασμένο τρόπο, επειδή μία σταθερή πολιτική ένωση δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί μέσα από μία τέτοια εθνική, γλωσσική και πολιτισμική διαφορετικότητα .»
Σε παγκόσμιο επίπεδο δε οι συντηρητικοί εθνικιστές συντονίζουν τα πυρά τους ενάντια στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Η πιθανή εξασθένιση των παραδοσιακών πολιτικών και εθνικών δεσμών λόγω της παγκοσμιοποίησης είναι δυνατό να τροφοδοτήσουν την ανάδυση μορφών εθνοτικού εθνικισμού. «Η παγκοσμιοποίηση είχε δραστικό αντίκτυπο τόσο στο έθνος-κράτος όσο και στα πολιτικά δόγματα που στηρίζονταν στην ιδέα της εθνικής διακριτικότητας. Η εμφάνιση μίας ενοποιημένης παγκόσμιας οικονομίας σήμανε πως η υλική ευημερία δεν καθορίζεται από τις ενέργειες των εθνικών κυβερνήσεων ».
4. Επίλογος.
Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας έγινε μία προσπάθεια να αποτυπωθούν και να περιγραφούν τα βασικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού. Δομικά στοιχεία της εθνικιστικής ιδεολογίας όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η εθνική ταυτότητα, η φυλετική ταυτότητα, οι παραδόσεις κ.α συμβάλουν στην ιδεολογία των εθνικιστών αλλά δεν δύναται να αποτελέσουν από μόνα τους ισχυρά στοιχεία για να προσδιορίσουν ένα έθνος. Ωστόσο την εποχή της παγκοσμιοποίησης όπου τα έθνη τείνουν να ομογενοποιηθούν, η εθνικιστική ιδεολογία δείχνει να αυξάνει την επιρροή της συγχροτιζόμενη με συντηρητικές θέσεις, με σκοπό να προωθήσει την ιδέα της ύπαρξης της ανεξαρτησίας των εθνών.
5. Βιβλιογραφία.
Heywood Andrew, Πολιτικές ιδεολογίες, μτφρ. Κούτρης Χ., Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2007.
Μαρκέτος Σπύρος, Ευρωπαϊκά Ιδεολογικά Ρεύματα κατά το β’ μισό του 20ου αιώνα και την Μετα-σοβιετική Περίοδο – Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τόμος Α, Εισαγωγή στη Μελέτη των Πολιτικών Ιδεολογιών. Εγχειρίδιο Μελέτης, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002
Kymlicka W., H πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας. Mία Εισαγωγή, μτφρ. Μολυβάς Γ., Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005.
Elie Kendurie, Ο Εθνικισμός, μτφρ. Μαρκέτος Σπύρος, Εκδόσεις Κατάρτι, 2005.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε