Goethe, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου
Είναι κάτι μέρες που είναι ίδιες με τις υπόλοιπες, απαράλλακτες δημιουργώντας ένα αίσθημα ρουτίνας. Περπατάω κάθε μέρα την ίδια διαδρομή, πηγαίνοντας στο ίδιο κτήριο, κάθομαι στο ίδιο γραφείο, έχω το ίδιο αντικείμενο, την ίδια θέα, όλα τα ίδια. Απελπισμένος και αναλογιζόμενος ότι τίποτα δεν αλλάζει στην ζωή μου καταπνίγω τα συναισθήματα, βυθίζομαι σε μία μελαγχολία, επιδιώκω την εσωστρέφεια.
Είναι κάτι μέρες που προσπαθώ να είναι διαφορετικές από τις υπόλοιπες. Η Κυριακή ως ημέρα είναι διαφορετική από τις άλλες, είναι μία μέρα που θέλω να την ζω από την αρχή της μέχρι το τέλος της όλη, γεμάτη, πλούσια, ζωντανή. Και το βράδυ της αναπολώντας τον στίχο "... δεν θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδυα", να ηχεί τόσο παράτερος.
Την Κυριακή το αποφάσισα και βγήκα από νωρίς μία βόλτα, με παρέα διότι τον τελευταίο καιρό την έχω βαθιά ανάγκη την διαδικασία κοινωνικοποίησης. Ανεβαίνοντας την οδό Δράκου από τον Σταθμό του μετρό στο Φιξ σε 5 λεπτά βρισκόμουν στο πάρκο του Φιλοπάππου. Η μικρή πεζοπορία μέχρι το Θησείο ήταν εξαιρετική. Φτάνοντας στο Θησείο έκανα δεξιά και κατέβηκα προς την Σύναξη των Μικροπωλητών του Κυριακάτικου Παζαριού της Πλατείας της Κορεάτικης Αγοράς (!!! απίστευτος τίτλος για πλατεία στο Κέντρο της Αθήνας). Περιεργάστηκα διάφορα παλαιά πράγματα, αραδιασμένα παράταιρα πάνω σε μουσαμάδες, βιβλία παλιά, αφίσες αλλά και περιοδικά, κινητά και οτιδήποτε μπορεί να βάλει ο νους του σύγχρονου ανθρώπου. Περιεργαζόμενος έπεσε το μάτι μου πάνω σε ένα βιβλίο.
Ο Διάλογος:
"Πόσο κάνει αυτό;" είπα κρατώντας στο χέρι ένα αντίτυπο του "Τάδε έφη Ζαρατούστρα" του Νίτσε.
"Αυτό; είναι δερματόδετο. κάνει 3 Ευρώ. το πήρα 2 στο πουλάω 3",
αποκρίθηκε ο μικροπωλητής προφανώς αγνοώντας την λογοτεχνική και οποία άλλη αξία του έργου του Νίτσε. (Και γιατί να την ξέρει άλλωστε; Δεν συμβάλει στην καθημερινότητα του, δεν κερδίζει από την γνώση αυτή.)
Μέσα μου ξαφνικά άστραψε το διαολάκι των comics που σε προτρέπει να γίνει τσιγκούνης "Δώσε 2 Eura και πάρτο. Για αυτόν είναι ένα αντικείμενο προς πώληση"... Ακούω τον εαυτό μου να εκστομίζει: "Θέλεις 2 Ευρώ;"
Ο μικροπωλητής μου το ζητάει, το ανοίγει και το περιεργάζεται. "Είναι του 1958, φίλε μου. άντε δώσε 2.5 Ευρώ". Ικανοποιημένος για το παζάρι μου του έδωσα 2.5 ευρώ αποκτώντας ένα δερματόδετο αντίτυπο του "Τάδε έφη Ζαρατούστρα" του Νίτσε, έκδοσης 1958 σε μετάφραση Αρη Δικταίου. Τώρα θα πρέπει να το διαβάσω. (λίγο δύσκολο μου φαίνεται αυτό).
Συνεχίσαμε την Πειραιώς προς το Μουσείο Μπενάκη. Αναδρομική έκθεση του ζωγράφου Πανιάρα. Το Μπενάκη μου προκαλεί αντικρουόμενα αισθήματα. Ένας τσιμεντένιος γίγαντας που φιλοξενεί τόσο ενδιαφέροντα έργα. Ο Πανιάρας δεν με ενθουσίασε τόσο. Η πρώτη περίοδος του (1950-1970) ήταν όντως εξαιρετική, καλοδουλεμένα έργα, προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια. Η δεύτερη και σύγχρονη περίοδος του δεν μου είπε τίποτα. Θα τον χαρακτήριζα "ελαιοχρωματιστή" και όχι ζωγράφο. Μάλλον εκμεταλλευόμενος την πρότερη φήμη του και γνωρίζοντας ότι θα "πουλήσει" έτσι και αλλιώς έφτιαχνε πίνακες στο πόδι. Ο ίδιος που ήταν στην έκθεση υποστήριξε ότι τα κάνει γρήγορα για να βλέπει γρήγορο αποτέλεσμα. Δεν τον πίστεψα. Έκανα και μία βόλτα και στις άλλες δύο εκθέσεις, το "Χρατς" με τα χάρτινα ρούχα το οποίο με άφησε αδιάφορο και την έκθεση του αρχιτέκτονα Τομπάζη την οποία δεν μπόρεσα να κατανοήσω. http://www.benaki.gr/
Το βράδυ πλησίαζε και ένιωθα να με κυριεύει η μελαγχολία της εβδομάδας που έρχεται. Πρότεινα ένα θέατρο. Μία μελαγχολική παράσταση ήταν ότι έπρεπε. Θέατρο Αττις να δω την παράσταση του Τερζοπουλου Φαλλιμέντο. Εξαιρετική σκηνοθεσία, χορογραφία, ερμηνείες. Σίγουρα από τις καλύτερες παραστάσεις τις χρονιάς.
Και ένα μελαγχολικό συναίσθημα να με καταπνίγει. Η Δευτέρα έρχεται.
Σχόλια
Ευχαριστώ και για το link.
grhomeboy