Κινούμαι αργά διασχίζοντας την πλατεία Μητροπόλεως κατευθυνόμενος προς το Μοναστηράκι απόγευμα μετά την δουλειά. Το βλέμμα μου καρφώνεται σε μία έντονη στιχομυθία ανάμεσα σε ένα μικρό κορίτσι, γύρω στα 13-14 και σε μία μεσήλικη γυναίκα. Η γλώσσα άγνωστη σε μένα, μάλλον η γλώσσα των ρομά αν διακρίνω από τα χαρακτηριστικά τους.
Παραμένω στάσιμος για λίγο και παρακολουθώ. Η γυναικά φωνάζει στο κορίτσι το οποίο κρατάει κάποια μπρελόκ, και το ωθεί με φωνές προς μία καφετέρια. Το κορίτσι περνά ανάμεσα στα τραπέζια προτείνοντάς τα μπρελόκ. Όμως δεν έχει και πολύ όρεξη και φεύγει χοροπηδώντας λες και βρίσκεται σε μία παιδική χαρά, γρήγορα από την καφετέρια. Η γυναίκα του φωνάζει. Το κορίτσι ανταπαντά έντονα. Κατευθύνεται προς μία παρέα που στέκονται στο μέσο της πλατείας Μητροπόλεως. Τους μιλά για το φεγγάρι, τους δείχνει τα μπρελόκ. Αν θέλουν να αγοράσουν ένα.
Στρέφω το βλέμμα μου στην γυναίκα. Κακοντυμένη, άσχημη, ασουλούπωτη, παρακολουθεί την μικρή από απόσταση κρατώντας μία τσάντα στο χέρι και έχοντας το βλέμμα στραμμένο αδιάφορα κάπου. Σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Με λοξές ματιές παρακολουθεί το κορίτσι. Αν πούλησε κάτι. Ίσως και για να μην κινδυνεύσει. Ποιος ξέρει. Ακόμα και αυτό όμως δεν παύει να την κάνει μία στυγνή εκμεταλλεύτρια του κόπου ενός μικρού και αθώου παιδιού.
Δεν έκανα τίποτα. Δεν της έβαλα μία φωνή. Δεν κάλεσα την αστυνομία. Απλά κατέβασα το κεφάλι και συνέχισα μελαγχολικός τον δρόμο μου. Κάτοικος μίας ασυνείδητης και αδιάφορης πολιτείας.
Παραμένω στάσιμος για λίγο και παρακολουθώ. Η γυναικά φωνάζει στο κορίτσι το οποίο κρατάει κάποια μπρελόκ, και το ωθεί με φωνές προς μία καφετέρια. Το κορίτσι περνά ανάμεσα στα τραπέζια προτείνοντάς τα μπρελόκ. Όμως δεν έχει και πολύ όρεξη και φεύγει χοροπηδώντας λες και βρίσκεται σε μία παιδική χαρά, γρήγορα από την καφετέρια. Η γυναίκα του φωνάζει. Το κορίτσι ανταπαντά έντονα. Κατευθύνεται προς μία παρέα που στέκονται στο μέσο της πλατείας Μητροπόλεως. Τους μιλά για το φεγγάρι, τους δείχνει τα μπρελόκ. Αν θέλουν να αγοράσουν ένα.
Στρέφω το βλέμμα μου στην γυναίκα. Κακοντυμένη, άσχημη, ασουλούπωτη, παρακολουθεί την μικρή από απόσταση κρατώντας μία τσάντα στο χέρι και έχοντας το βλέμμα στραμμένο αδιάφορα κάπου. Σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Με λοξές ματιές παρακολουθεί το κορίτσι. Αν πούλησε κάτι. Ίσως και για να μην κινδυνεύσει. Ποιος ξέρει. Ακόμα και αυτό όμως δεν παύει να την κάνει μία στυγνή εκμεταλλεύτρια του κόπου ενός μικρού και αθώου παιδιού.
Δεν έκανα τίποτα. Δεν της έβαλα μία φωνή. Δεν κάλεσα την αστυνομία. Απλά κατέβασα το κεφάλι και συνέχισα μελαγχολικός τον δρόμο μου. Κάτοικος μίας ασυνείδητης και αδιάφορης πολιτείας.
Σχόλια