Πάλι βάρδια στην ΧΤ έχει ο Δ. Έφτασε κατά τις 8 με το μετρό και ανέβηκε την ΧΤ, εκεί που στέκεται η κλούβα… «φρουρώντας τους Σοσιαλιστές». Σκεπτόμενος τη συγκεκριμένη έκφραση χαμογέλασε πικρά φέρνοντας στο μυαλό του την μορφή του πατέρα του. Ατύχησε ο πατέρας του να μεγαλώσει σε δεκαετίες άγριες, το 50 και το 60. Θέλησε και αυτός όπως και οι άλλοι να αγωνιστούν για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Φυλακίστηκε, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, είδε με χαρά την αλλαγή του 1981 και απογοητεύτηκε ολοκληρωτικά έπειτα. «Όλοι ίδιοι γίνονται με την εξουσία. Όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν» έλεγε. Και τώρα ο γιος του υπηρετεί αυτούς που κυνηγούσαν τον πατέρα του και φρουρεί αυτούς που παλαιότερα ήταν κυνηγημένοι. Δεν του πάει αυτή η δουλειά, αλλά τι να κάνει. Στις πανελλαδικές δεν μπόρεσε να γράψει καλύτερα. Την έβαλε την σχολή αστυφυλάκων. Λέει δεν βαριέσαι. Τουλάχιστον θα έχω ένα μισθό. Αλλά δεν την μπορεί την στολή. Τον βαραίνει. Τον βαραίνουν και οι διηγήσεις του πατέρα του. Αλλά αυτός έφυγε νωρίς και ο γιός του έπρεπε να βρει μία εργασία να επιβαρύνει όσο μπορεί λιγότερο την οικογένεια. Το πήρε απόφαση δεν θα ξαναέδινε πανελλαδικές και γράφτηκε στην σχολή. Και τώρα εδώ φυλά σκοπιά εδώ και μήνες στην ΧΤ, μην πάθουν κακό οι λιμουζίνες των Σοσιαλιστών.
Η αποπνικτική δυσοσμία της κλούβας τον αποσυντονίζει. Φοράει τις επιγονατίδες και το κράνος. Το χέρι του τον πονάει στο ύψος του αγκώνα. Έχει πάθει τενοντίτιδα από τις τόσες μέρες που κουβαλάει την ασπίδα. Πήγε στον γιατρό. Του έδωσε έναν νάρθηκα και ένα «κάρο» χάπια. Αναγκάστηκε να τα πληρώσει από την τσέπη του. Το ταμείο του Δημοσίου χρωστάει λεφτά στα φαρμακεία και αυτά δεν συνταγογραφούν πλέον. Τρεις και εξήντα αμείβεται, πληρώνει και τα έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης. Σου λένε μετά να διοριστείς, να εξασφαλιστείς. Ζωή και αυτή. Κατέβηκε από την κλούβα και πήγε μέχρι την γωνία με την Βαλτ. Σαββάτο βράδυ σκοπιά, εύχεται να είναι ήσυχα, χαζεύει τον κόσμο να πηγαινο-έρχεται στα μπαρ και τα εστιατόρια. Έχουν μειωθεί και αυτά. Τα διέλυσαν τα Εξάρχεια. Τα μετέτρεψαν σε γκέτο. Ποιοι; Δεν τον ενδιαφέρει. Αυτός έχει δύο διαστάσεις στην ζωή: εργαζόμενος και κάτοικος. Τα υπόλοιπα δεν τον απασχολούν. Απλά διαπιστώσεις κάνει. Μία ομάδα κοριτσιών τον βλέπουν με την στολή στην γωνία και αποστρέφουν το βλέμμα τους. Πως φορές έχει ακούσει την έκφραση: «Μπάτσος είσαι; Χμ!!!» Άλλο πρόβλημα και αυτό. Όλες έναν επιχειρηματία θέλουν να παντρευτούν. Αγναντεύει στο βάθος την πλατεία. Η εικόνα αυτή του προκαλεί ενδόμυχα ένα φόβο. «Το Άβατο» ψελλίζει. Βυθίζεται πάλι στις σκέψεις του. Μακάρι να μπορούσε να φύγει τώρα. Άλλα τι να κάνει, που να πάει. Είναι απελπισμένος. Σκέφτεται κάθε φορά ένα διαφορετικό επάγγελμα και μία διαφορετική πορεία. Αν είχα κάνει αυτό, αν είχα κάνει το άλλο....
Και ξαφνικά δέχεται μία πέτρα, και μετά άλλη μία. Σηκώνει την ασπίδα να προστατευθεί και οπισθοχωρεί. Μένει άναυδος, έχει μπερδευτεί. Τι συμβαίνει, ποιος επιτίθεται. Τον βρίζουν χυδαία: «Δολοφόνε, δολοφόνε, γουρούνι. Σκοτώσατε το άοπλο παιδί.». Δεν καταλαβαίνει, δέχεται επίθεση... για πιο λόγο; Έρχονται συνάδελφοί του και με βόμβες λάμψης-κρότου τους απωθούν. Βγάζει το κράνος και ρωτά «Τι έγινε; Τι έγινε;» «Ο μαλ.. ο Ραμπο, αυτός ο τρελάρας πυροβόλησε έναν πιτσιρικά στα Εξάρχεια. Είμαστε σε ετοιμότητα. Προετοιμάσου. Έρχεται μεγάλη νύχτα. Δεν πρέπει να πάθουν τίποτα οι Πασ...». Το κράνος έπεσε από τα χέρια του. Έγειρε και το μάζεψε. Βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του. «Εγώ, για πιο λόγο να συμμετάσχω σε αυτό, γιατί να λοιδορούμαι και να βρίζομαι, γιατί να δολοφονηθεί ένα παιδί, γιατί να παίζονται πολιτικά παιχνίδια στην πλάτη μας, γιατί να πρέπει να χτυπάμε και να μας χτυπούν... γιατί; »
Η αποπνικτική δυσοσμία της κλούβας τον αποσυντονίζει. Φοράει τις επιγονατίδες και το κράνος. Το χέρι του τον πονάει στο ύψος του αγκώνα. Έχει πάθει τενοντίτιδα από τις τόσες μέρες που κουβαλάει την ασπίδα. Πήγε στον γιατρό. Του έδωσε έναν νάρθηκα και ένα «κάρο» χάπια. Αναγκάστηκε να τα πληρώσει από την τσέπη του. Το ταμείο του Δημοσίου χρωστάει λεφτά στα φαρμακεία και αυτά δεν συνταγογραφούν πλέον. Τρεις και εξήντα αμείβεται, πληρώνει και τα έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης. Σου λένε μετά να διοριστείς, να εξασφαλιστείς. Ζωή και αυτή. Κατέβηκε από την κλούβα και πήγε μέχρι την γωνία με την Βαλτ. Σαββάτο βράδυ σκοπιά, εύχεται να είναι ήσυχα, χαζεύει τον κόσμο να πηγαινο-έρχεται στα μπαρ και τα εστιατόρια. Έχουν μειωθεί και αυτά. Τα διέλυσαν τα Εξάρχεια. Τα μετέτρεψαν σε γκέτο. Ποιοι; Δεν τον ενδιαφέρει. Αυτός έχει δύο διαστάσεις στην ζωή: εργαζόμενος και κάτοικος. Τα υπόλοιπα δεν τον απασχολούν. Απλά διαπιστώσεις κάνει. Μία ομάδα κοριτσιών τον βλέπουν με την στολή στην γωνία και αποστρέφουν το βλέμμα τους. Πως φορές έχει ακούσει την έκφραση: «Μπάτσος είσαι; Χμ!!!» Άλλο πρόβλημα και αυτό. Όλες έναν επιχειρηματία θέλουν να παντρευτούν. Αγναντεύει στο βάθος την πλατεία. Η εικόνα αυτή του προκαλεί ενδόμυχα ένα φόβο. «Το Άβατο» ψελλίζει. Βυθίζεται πάλι στις σκέψεις του. Μακάρι να μπορούσε να φύγει τώρα. Άλλα τι να κάνει, που να πάει. Είναι απελπισμένος. Σκέφτεται κάθε φορά ένα διαφορετικό επάγγελμα και μία διαφορετική πορεία. Αν είχα κάνει αυτό, αν είχα κάνει το άλλο....
Και ξαφνικά δέχεται μία πέτρα, και μετά άλλη μία. Σηκώνει την ασπίδα να προστατευθεί και οπισθοχωρεί. Μένει άναυδος, έχει μπερδευτεί. Τι συμβαίνει, ποιος επιτίθεται. Τον βρίζουν χυδαία: «Δολοφόνε, δολοφόνε, γουρούνι. Σκοτώσατε το άοπλο παιδί.». Δεν καταλαβαίνει, δέχεται επίθεση... για πιο λόγο; Έρχονται συνάδελφοί του και με βόμβες λάμψης-κρότου τους απωθούν. Βγάζει το κράνος και ρωτά «Τι έγινε; Τι έγινε;» «Ο μαλ.. ο Ραμπο, αυτός ο τρελάρας πυροβόλησε έναν πιτσιρικά στα Εξάρχεια. Είμαστε σε ετοιμότητα. Προετοιμάσου. Έρχεται μεγάλη νύχτα. Δεν πρέπει να πάθουν τίποτα οι Πασ...». Το κράνος έπεσε από τα χέρια του. Έγειρε και το μάζεψε. Βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του. «Εγώ, για πιο λόγο να συμμετάσχω σε αυτό, γιατί να λοιδορούμαι και να βρίζομαι, γιατί να δολοφονηθεί ένα παιδί, γιατί να παίζονται πολιτικά παιχνίδια στην πλάτη μας, γιατί να πρέπει να χτυπάμε και να μας χτυπούν... γιατί; »
Σχόλια