Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Αναγέννηση στο Βορρά - Ζωγραφική και Μουσική

Εισαγωγή

Η Αναγέννηση αποτελεί ένα πολιτιστικό φαινόμενο με κοινωνικό-πολιτικές συνιστώσες που εμφανίστηκε κατά τον 15ο και 16ο αιώνα στην Δυτική Ευρώπη. Πηγή του φαινομένου υπήρξαν οι ελεύθερες ιταλικές πόλεις προεξάρχουσας της Φλωρεντίας, της οποίας η οικονομική άνθηση και η πολιτική οργάνωση αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν εκεί τα πρώτα βασικά χαρακτηριστικά της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης (1400-1500). Σταδιακά η επίδραση της Ιταλικής Αναγέννησης επεκτάθηκε και προς τις υπόλοιπες περιοχές της Δυτικής Ευρώπης επηρεάζοντας σε διαφορετικό βαθμό και ένταση την κάθε μία. Παράλληλα και ακολούθως εξελίσσονται δύο διαφορετικές συνέχειες της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης: η ώριμη Ιταλική Αναγέννηση (1500 -1527), συνδεδεμένη με το κίνημα της Καθολικής Αντιμεταρρύθμισης και η τέχνη της Αναγέννησης στις χώρες του Βορρά (1440-1525). Η τελευταία θα αποτελέσει το αντικείμενο της εργασίας, όπου στο πρώτο μέρος θα παρουσιαστούν οι προσλαμβάνουσες που ελήφθησαν από την Ιταλική Αναγέννηση όσο και οι ιδιαιτερότητες που αναπτύχθηκαν ενώ στο δεύτερο μέρος θα παρουσιαστεί το έργο του Albrecht Durer ως σημαντικότερου εκπροσώπου της Αναγέννησης στον Βορρά.

Στο τρίτο μέρος θα γίνει αναφορά στην εξέλιξη της μουσικής στον Βορρά και στην επίδραση που είχε στην αντίστροφη πορεία προς τον Νότο, όπου η ανάπτυξη της πολυφωνικής μουσικής στην Φλάνδρα επέδρασε στην μουσική του Νότου εξαλείφοντας την επικρατούσα εκκλησιαστική μονοφωνία.

Οι εικαστικές τέχνες στον Βορρά

Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο

Οι πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στην Γερμανία και την Ιταλία όπως αυτές αποτυπώθηκαν και στις διάφορες εκφάνσεις των εικαστικών τεχνών οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο τρόπο με τον οποίο τα διάφορα πολιτικά γεγονότα της εποχής επέδρασαν στις διάφορες μορφές τέχνης στις χώρες αυτές.

Η φεουδαρχική οργάνωση των κοινωνιών στην αρχή της Αναγέννησης στις περιοχές βορείως των Άλπεων είχε σαν συνέπεια την διατήρηση της μεσαιωνικής νοοτροπίας και της διεθνούς γοτθικής αρχιτεκτονικής που εξυπηρετούσε τα ενδιαφέροντα της αριστοκρατίας και της εκκλησίας, σε αντίθεση με τις πόλεις-κράτη της Ιταλίας όπου η ανερχόμενη τάξη των αστών επένδυσε στην διαφοροποίηση από την πρότερη μεσαιωνική περίοδο, γεγονός που εκφράστηκε και μέσω των τεχνών.

Ωστόσο επίδραση των Ιταλών υπήρξε και το κοινωνικό γεγονός που βοήθησε στην σταδιακή ένταξη της αναγεννησιακής ορμής στο Βορρά ήταν η θρησκευτική διαμάχη, εκφρασμένη με θρησκευτικούς πολέμους και αποκορύφωμα την προτεσταντική μεταρρύθμιση. Η εκκλησία και η αριστοκρατία ενεπλάκησαν σε αυτές τις διαμάχες χάνοντας δύναμη τόσο οικονομικά όσο και πολιτιστικά, δύναμη που απέκτησε πλέον η αστική τάξη. Οι αστοί του βορρά άρχισαν και αυτοί να επενδύουν στις Τέχνες προκειμένου να δηλώσουν την ισχυρή θέση τους έναντι στην αριστοκρατία αξιοποιώντας και τις οικονομικές επαφές του με την Ιταλία.. Στις αρχές του 16ου αιώνα μεγάλα βιοτεχνικά κέντρα της Βόρειας Ευρώπης όπως οι Γάνδη, Μπριζ, Αμβέρσα αποτέλεσαν και καλλιτεχνικά κέντρα συγκεντρώνοντας πλήθος καλλιτεχνών ιδιαίτερα μετά χτυπήματα που δέχτηκε η Ιταλική Αναγέννηση στην Φλωρεντία με τον Σαβοναρόλα και στην Ρώμη με την λεηλασία του Καρόλου του Ε’ Αψβούργου (1527) που σήμανε και το τέλος της Ιταλικής Αναγέννησης.

Η Εξέλιξη των Εικαστικών Τεχνών στον Βορρά

Οι διαφορετικές παραδόσεις των Ιταλών απογόνων του Ρωμαϊκού πολιτισμού από την μία και των Γερμανών απογόνων των κέλτικων και γοτθικών φυλών από την άλλη είχε επίδραση και στο γεγονός ότι οι τελευταίοι παρέμειναν πιο στενά συνδεδεμένοι με την μεσαιωνική παράδοση, ενώ αντίθετα οι πρώτοι αναζητώντας την χαμένη λάμψη του αυτοκρατορικού παρελθόντος ενέσκηψαν στα έργα των Ρωμαίων φιλοσόφων και καλλιτεχνών και μέσω αυτής της επίδρασης, παρουσίασαν μέσα από τα έργα τους μια εικόνα του ανθρώπου «συναισθηματικής αυτάρκειας και υπεροχής». Η στενή σύνδεση με την μεσαιωνική παράδοση για τους βόρειο-Ευρωπαίους ήταν εμφανής και για τις αντιλήψεις τους για τον άνθρωπο και της σχέσης τους με τον Θεό σε αντίθεση με την Ιταλική Αναγέννηση που απομακρύνθηκε από τον τελευταίο και προσέγγισε τον πρώτο «καλλιεργώντας του συναισθήματα αυτάρκειας και υπεροχής».

Η αρχιτεκτονική

Η διαφορά είναι εμφανής στην αρχιτεκτονική και στην γλυπτική όπου στις χώρες του Βορρά η Αναγέννηση δεν έφτασε. Αν ο ρωμανικός ρυθμός εκφράστηκε στα μοναστήρια και ο γοτθικός ρυθμός στους ναούς, δηλαδή στην εκκλησιαστική πλευρά, η ιταλική Αναγέννηση στην αρχιτεκτονική αναφέρεται στην κοσμική ζωή στοχεύει στην κατασκευή πύργων και ανακτόρων επιδεικνύοντας τις αρμονικές αναλογίες του κλασσικού ύφους, ενώ η γερμανική αρχιτεκτονική παραμένει προσκολλημένη στο παρελθόν.

Έτσι ενώ στην Αρχιτεκτονική η Ιταλοί αρχιτέκτονες προεξέχοντος του Filippo Brunelleschi (1377-1446) μελέτησαν τα ερείπια των ρωμαϊκών ναών και των ανακτόρων προκειμένου να εισάγουν στοιχεία της κλασσικής αρχιτεκτονικής και να «διαμορφώσουν νέους κανόνες αρμονίας και ομορφιάς», στον Βορρά, με επίκεντρο τη Γερμανία η αρχιτεκτονική και γλυπτική συνέχισαν την γοτθική παράδοση, την διεθνή γοτθική νοοτροπία.

Οι Ιταλοί αρχιτέκτονες διαφοροποιήθηκαν από τους μεσαιωνικούς μάστορες αποκτώντας κύρος στην κοινωνική ιεραρχία κυρίως λόγω των πολλών ενδιαφερόντων τους και την εμβάθυνση τους σε πλείστα αντικείμενα πέραν της αρχιτεκτονικής, κάτι που δεν έγινε άμεσα με τους Γερμανούς όπου οι αρχιτέκτονες συνέχιζαν να είναι τεχνίτες, μέλη των συντεχνιών με αντίστοιχα δικαιώματα στην κοινωνική διαστρωμάτωση χωρίς να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους.

Η ζωγραφική

Στην ζωγραφική η πρώιμη Ιταλική αναγέννηση σφραγίστηκε από το ενδιαφέρον για τις καλλιτεχνικές μορφές της αρχαιότητας ενώ αντίθετα στον Βορρά και πάρα την ανάπτυξη της ζωγραφικής στην Φλάνδρα με πρωτοπόρο τον Van Eyck (1395-1441), οι μορφές παρέμεναν ανατομικά ατελής και άκαμπτες. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι ο ζωγράφος του βορρά προσπαθούσε να αποδώσει την πραγματικότητα με λεπτομέρεια μέσα από την εμπειρία και την παρατήρηση, με αποτέλεσμα να είναι πιο αποτελεσματικός στην τοπογραφία και στην αποτύπωση των καθημερινών πραγμάτων. Αντίθετα ο Ιταλός ζωγράφος εισάγει τους μαθηματικούς κανόνες της προοπτικής στο έργο του, μελετάει σε βάθος και αποτυπώνει με τρόπο αντικειμενικό την αρμονία, τη χάρη και την ομορφιά του ανθρωπίνου σώματος. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι και οι Βόρειοι και οι Ιταλοί ζωγράφοι ενδιαφέρονται να αναπαραστήσουν όσο πιστά μπορούν την πραγματικότητα σεβόμενοι την φύση και τον άνθρωπο.

Οι πρώιμοι Γερμανοί ζωγράφοι

Για μία μακριά περίοδο του 15ου αιώνα, στη γερμανική γη είχε καθιερωθεί ένα είδος θρησκευτικής ζωγραφικής, η οποία βασιζόταν ακόμα σε πρότυπα προηγούμενων δεκαετιών, και κυρίως στα έργα των πρώιμων Φλαμανδών πρωτοπόρων. Κύριο χαρακτηριστικό των Γερμανών καλλιτεχνών αποτελεί η τάση τους για την αναπαράσταση ενός θρηνητικού χαρακτήρα στις μορφές και δίνει έμφαση στο στοιχείο της οδύνης και της βίας.

Αλλά και ο ρόλος των καλλιτεχνών στην Γερμανία των τελών του 15ου αιώνα και παρά την ακμάζουσα οικονομικά κατάσταση στην οποία βρίσκονταν διάφορες πόλεις δεν ήταν σημαντικός. Πόλεις όπως η Νυρεμβέργη στην οποία έζησε ο Durer, δεν προσέφεραν τις ευνοϊκές συνθήκες για την μετάβαση των χειροτεχνών του Μεσαίωνα, σε ξεχωριστούς καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Ο πλούτος των γερμανικών πόλεων επενδύθηκε κυρίως στις εφαρμοσμένες τέχνες και στη διακόσμηση, ειδικά στην αργυροχοΐα και την χρυσοχοΐα και λιγότερο στην ζωγραφική.

Ο Durer

Ο Albrecht Durer (1471-1528) έφερε την αλλαγή και αποτέλεσε τον κορυφαίο δημιουργό της γερμανικής Αναγέννησης και ανανεωτή της παλιάς και γεμάτης γόητρο Γοτθικής, Ύστερο-Μεσαιωνικής παράδοσης της χώρας εισάγοντας τις επιδράσεις των νέων ρευμάτων που έφταναν από την Ιταλία στο πέρασμα από τον 15ο στον 16ο αιώνα. Στον Durer οφείλεται η μετάβαση από τον 15ο στον 16ο αιώνα στην Γερμανία, είναι δηλ. ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Μεσαίωνα και την νέα εποχή που ανατέλλει στα εδάφη της Γερμανίας, η οποία στο καλλιτεχνικό πεδίο εκφράζεται με το πέρασμα από τον «εξπρεσιονισμό» της επικρατούσας Γοτθικής τέχνης στις νέες τάσεις της Αναγέννησης.

Ζώντας μία εξαιρετικά γόνιμη ζωή ζωγραφικής, χαρακτικής και συγγραφικής δημιουργίας (70 πίνακες, 350 ξυλογραφίες, 100 χαλκογραφίες) σε μία εποχή έντονων κοινωνικό – πολιτικών αλλαγών: θρησκευτική αναταραχή με την Μεταρρύθμιση, τούρκικη απειλή, επιστημονική πρόοδο, ουμανισμό, υπερατλαντικές ανακαλύψεις, κατάφερε να αφήσει έντονο το στίγμα του. Αρκεί να αναλογιστούμε την λίστα των διασήμων με τους οποίους ήταν σύγχρονος θα καταλάβουμε το πόσο σημαντική ήταν η περίοδος στην οποία έζησε: Leonardo Da Vinci (1452-1519), Raphael Sanzio (1483-1520), Michelangelo(1475-1564), Giorgione (π. 1477 – 1510), Titian Vecellio (1485-1576), Sandro Botticelli (1445-1510), Hieronymus Bosch (1450-1586), Λούθηρος (1483-1546), Τόμας Μορ (1478-1535), Έρασμος (1466-1536), Μακιαβέλι (1469-1527), Ραμπελαί (1494-1553), Μέδικοι κ.α.

Στον Durer διαπλέκονται οι ιταλικές επιρροές με την μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και την ωριμότητα των μορφών και ο γερμανισμός με την ποικιλία των χρωμάτων, την έμφαση στις λεπτομέρειες. Κατάφερε να συνδεθεί δημιουργικά με την αρχαιότητα και την Ιταλική τέχνη αποτέλεσμα της διαφορετικότητας των αναζητήσεων του. Οι αναζητήσεις αυτές αποτυπώνονται στην ενασχόληση του με διάφορες μορφές τέχνης: σχεδιαστής, ζωγράφος, χαράκτης χαλκού και ξύλου, καθώς και σαν θεωρητικός της τέχνης γράφοντας μία πραγματεία σχετική με τις αναλογίες του ανθρωπίνου σώματος και την προοπτική. Γνώρισε τεράστια φήμη ως χαράκτης δεδομένου ότι τα χαρακτικά σε ξύλο και χαλκό ήταν πολύ καινούριες μέθοδοι οδηγώντας την χαλκογραφία σε επίπεδα τελειότητας ανώτερα και την ξυλογραφία σε ανώτερη τέχνη που μέχρι τότε περιοριζόταν σε κοινότοπες εικονογραφήσεις βιβλίων.

Τον Durer θα τον απασχολήσουν η αναζήτηση της ιδανικής ομορφιάς και της αρμονίας, καθώς και οι νέες απόψεις της Αναγέννησης για την προοπτική, στοιχεία που προσπαθεί να τα συνδυάσει με την γοτθική γερμανική παράδοση. Διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Γερμανούς τεχνίτες αναγορεύοντας την τέχνη ωε ύψιστη πνευματική εκδήλωση και αποθεώνει τον καλλιτέχνη προσδίδοντας του κοινωνική υπεροχή.

Η μουσική

Η αύρα της Αναγέννησης επιδρά και στην μουσική. Οι εικαστικές τέχνες, ζωγραφική και γλυπτική είναι γεμάτες από μουσικές αναφορές και έργα μεγάλων ζωγράφων περιλαμβάνουν σκηνές με μουσικούς και όργανα όπως των: Durer – «Ο αυλητής και ο τυμπανιστής (1503-1504)», Veronese – «Ο γάμος της Κανά (1563), Tintoretto – « Η συναυλία των Μουσών αλλά και άλλων ζωγράφων της Αναγέννησης. Αλλά και οι ίδιοι οι μουσικοί απολαμβάνουν προνομίων και της στήριξης των βασικών θεσμών της πολιτείας, της εκκλησίας, των διαφόρων μοναρχικών αυλών.

Σε αντιδιαστολή με την από Νότο προς Βορρά επίδραση των εικαστικών τεχνών κατά την περίοδο της Αναγέννησης, στην τέχνη της μουσικής ακολουθείται ο αντίστροφος δρόμος. Ακολούθως παρουσιάζεται μία σύντομη μουσική αναδρομή από την μονοφωνία του Μεσαίωνα στην πολυφωνία της Γαλλο-φλαμανδικής σχολής.

Εν αρχή μία φωνή

Η λιτότητα στις εικαστικές τέχνες όπως αυτές εκφράζονται μέσω των αγιογραφιών στην περίοδο του μεσαίωνα, συναντάται και στην μεσαιωνική μουσική όπως αυτή κληρονομήθηκε από τους τρόπους της αρχαίας ελληνικής μουσικής και απαντάται με την χρήση της μονωδίας τόσο του δυτικού γρηγοριανού μέλους όσο και του βυζαντινού μέλους. Η υμνολογία και οι απαγγελίες υπό μορφές ψαλμωδιών πραγματοποιούνται με την χρήση της μίας φωνής, «στερείται δηλαδή την διάσταση της αρμονίας και της αντίστιξης», τα δε κείμενα στο γρηγοριανό μέλος (μονογραμμική μελωδία) που μας απασχολεί είναι γραμμένα στην λατινική και οι μελωδίες χωρίζονται με μέτρα. Το Γρηγοριανό μέλος που ουσιαστικά επιβλήθηκε από τον πάπα Γρηγόριο στις εκκλησίες που υπάγονταν στην δικαιοδοσία του, δεν υιοθετήθηκε στην πληρότητα του από όλες τις εκκλησίες, στις οποίες οι κατά περιοχή λαϊκές παραδόσεις αλλοίωσαν το Γρηγοριανό μέλος και συνετέλεσαν στην δημιουργία μίας δυτικής εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης, με 3000 περίπου ύμνους δομώντας ένα ανώνυμο μουσικό σώμα.


Εν συνεχεία πολυφωνία

Η εισαγωγή του λαϊκού στοιχείου συνετέλεσε σταδιακά στον παραγκωνισμό των μονοφωνικών κανόνων του Γρηγοριανού μέλους και σε αυτό συνετέλεσε η εμφάνιση και η αλματώδης εξέλιξη της πολυφωνίας, του μουσικού ύφους που επέτρεπε να ακούγονται συγχρόνως περισσότερες από μία μελωδίες, το μουσικό ύφος «...που έμελλε να θεμελιώσει το θαυμάσιο οικοδόμημα του όλου μουσικού πολιτισμού του Δυτικού κόσμου με την ανεκτίμητης αξίας αρμονική μουσική φιλολογία, για ανθρώπινες φωνές και μουσικά όργανα». Ο Machlis τονίζοντας την σημαντικότητα της γέννησης της πολυφωνίας για την μουσική την συγκρίνει με την αλλαγή που έφερε στην ευρωπαϊκή ζωγραφική η εισαγωγή της μαθηματικής προοπτικής σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι με αυτές τις δύο «ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα μπορούσε στο εξής να βλέπει και να ακούει σε βάθος».

Η πολυφωνική μουσική αποτελεί σύνθεση της νότιας μονοφωνικής χριστιανικής μουσικής με τις μουσικές αντιλήψεις των Γερμανικών λαών που στηρίζονταν περισσότερο στην συνήχηση και λιγότερο στην μελωδία. Ουσιαστικά τα πρώτα πολυφωνικά έργα ήταν διφωνίες τα λεγόμενα organum με την προσθήκη μίας δεύτερης παράλληλης φωνής. Η επόμενη μετεξέλιξη είναι το discantus με δύο φωνές τοποθετημένες παράλληλα με την πρώτη να αντιπροσωπεύει το γρηγοριανό μέλος (υψηλή φωνή) και την δεύτερη χαμηλότερη να συνοδεύει εισάγοντας την αρχή της αντίστιξης.

Η πρώτη πολυφωνία – Ars Antiqua

Η άνθιση της πολυφωνίας συντελέστηκε με τις ανακαλύψεις των μουσικών της σχολής της Παναγίας των Παρισίων μεταξύ 12ου και 13ου αιώνα Leonin και Perotin (1180-1210), οι οποίοι και έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η τέχνη της πολυφωνίας εισάγοντας τους κοσμικούς ρυθμούς των τροβαδούρων στην διφωνία με το Perotin να αυξάνει τις φωνές. Σε αυτές τις πρώτες πολυφωνικές μελωδικές εκφράσεις δόθηκε πολύ αργότερα ο χαρακτηρισμός από τους μελετητές ως ars antique (αρχαία τέχνη). Η σημαντικότερη συμβολή της ars-antiqua αποτέλεσε ο ακριβής καθορισμός της αξίας του κάθε φθόγγου μέσω ενός νέου συστήματος ρυθμικής συνέχειας και οργάνωσης το οποίο απαιτούσε την διαμόρφωση ενός συστήματος σημειογραφίας.

Η γαλλο-φλαμανδική αλλαγή

Ένα ιστορικό γεγονός σήμανε την μετακίνηση του κέντρου δημιουργίας της πολυφωνικής μουσικής από την Γαλλία στην Φλάνδρα και αυτό είναι η κατάκτηση τη Γαλλίας από τους Άγγλους στα 1415 με συνέπεια «οι εκτοπισμένοι Γάλλοι συνθέτες ψάχνουν τώρα φιλόξενες στέγες σε άλλες μακρινές περιοχές και πρώτα στην Φλάνδρα». Σηματοδοτείται έτσι η πρώτη περίοδος της Γάλλο-φλαμανδικής σχολής που ουσιαστικά αποτελεί κληρονομία του συνθετικού έργου του Γάλλου Guillaume Dufay (1400-1474) τελευταίου εκπροσώπου της Γαλλικής Ars Nova με σημαντική συμβολή στην προαγωγή της μουσικής σημειογραφίας.

To δεύτερο μισό του 15ου αιώνα κυριαρχούν οι Φλαμανδοί Ockeghem Johannes (π. 1410-1497), Obrecht Jacob (1430-1505) και Josquin de Pres (1450-1521) – μαθητής του πρώτου - με συμβολή στην σύνταξη μουσικών κανόνων και ένταξης στο πολυφωνικό σχήμα της ανθρώπινης έκφρασης. Ο Machlis αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «με τον de Pres ολοκληρώνεται η μετάβαση από τον ανώνυμο συνθέτη του Μεσαίωνα στον αυστηρά ατομο-κεντρικο καλλιτέχνη της Αναγέννησης». Ο Josquin πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Αναγεννησιακή Ιταλία όπως και ο Durer και εργάστηκε στην αυλή των Μεδίκων. Η διαφορά με τον Durer είναι ότι ο de Pres δεν έλαβε στοιχεία σχετικά με την τέχνη τα οποία έφερε στον Βορρά όπως ο Durer αλλά αφομοίωσε στην μουσική του τις κλασσικές αρετές της ισορροπίας και του μέτρου που «σπούδασε» στις εικαστικές τέχνες τα οποία ενσωμάτωσε στην μουσική του.

Ο Φλαμανδός μουσικός που τροφοδότησε την υπόλοιπη Ευρώπη με την πρωτοπορία της Φλαμανδικής σχολής είναι ο Rolland de Lassus (1532-1594). Εργαζόμενος σε αυλές σε όλη την Ευρώπη είναι αυτός «που ενσωμάτωσε στην τέχνη του τα κύρια ρεύματα της αναγεννησιακής μουσικής, τη γαλλική κομψότητα και την πνευματική ευστροφία, την ολλανδική ικανότητα εμβάθυνσης και της πλήρους απόδοσης της λεπτομέρειας και την αισθησιακή ομορφιά των Ιταλών» και το αποτέλεσμα αυτό το μετέφερε στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω

Η Αναγέννηση του Βορρά τροφοδοτήθηκε από την Ιταλική αναγέννηση στην ζωγραφική, αγνόησε τις επιδράσεις της στην γλυπτική και την αρχιτεκτονική και την επηρέασε στην μουσική. Μια διαπλεκόμενη σχέση που διήρκεσε από το 1400 μέχρι και το 1527 όταν ο ηγέτης της Βόρειας Ευρώπης απέκοψε βίαια την Ιταλική Αναγέννηση λεηλατώντας της πρωτεύουσα της Ρώμη.

Το σπουδαιότερο τεχνικό επίτευγμα της Αναγεννησιακής ζωγραφικής αποτελεί η προοπτική – να βλέπεις σε βάθος, και της μουσικής η αρμονία – να ακούς σε βάθος.

Στην ζωγραφική ο πρωτοπόρος Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης Durer υιοθέτησε την προοπτική αλλά και την καλλιτεχνική πνοή της Ιταλικής Αναγέννησης ταξιδεύοντας στην Βενετία στο εργαστήρι του Titian, μεταφέροντας την στον Βορρά, στην Γερμανία και στην Φλάνδρα και τονώνοντας την ήδη ακμάζουσα, αλλά ατελή ζωγραφική σχολή των Φλαμανδών ζωγράφων. Από την Φλάνδρα ακολουθεί σε αντίθετη πορεία η μεταβολή στα μουσικά δρώμενα με την ανακάλυψη του βάθους στην μουσική, της αρμονίας και της πολυφωνίας από τους Φλαμανδούς πρωτοπόρους οι οποίοι την μεταφέρουν στον Νότο, τονίζοντας ότι η Αναγέννηση στον Βορρά δεν ελάμβανε μόνο αλλά προσέφερε επίσης πρωτοτυπία.

Bιβλιογραφία

Αλμπάνη Τ., - Κασιμάτη Μ., Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη Τόμος Α’ – Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από τον Μεσαίων ως τον 18ο Αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.

Gombrich E.H., Το Χρονικό της Τέχνης, μτφ. Κάσδαγλη Λ., Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007.

Luna Juan, «Ντύρερ: μία εξέχουσα ιδιοφυία» στο Μεγάλοι Ζωγράφοι: Ντύρερ, μτφ. Τσολακίδου Κ., Εκδόσεις Η Καθημερινή, 2006

Βασιλειάδης Σ., Φραγκούλη Α., Ασημομύτης Β., Η μουσική μέσα από την Ιστορία της, ΟΕΔΒ, Αθηνά 1991.

Μαμαλης Ν., Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, Τόμος Γ’, Η Μουσική στην Ευρώπη, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

Machlis J., Η απόλαυση της Μουσικής, μτφρ Πυργιώτης Δ., Εκδόσεις Fagotto, Αθήνα 1996.


Σημειώσεις:


Με τον όρο Αναγέννηση προσδιορίζουμε σήμερα την εξαιρετική πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα η οποία παρατηρήθηκε κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα στην Δυτική Ευρώπη και χαρακτηρίζεται από ορθολογισμό και από έντονο ενδιαφέρον για την μελέτη και την ερμηνεία της πνευματικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας. (Αλπάνη Τ., Κασιμάτη Μ.,2001:σελ. 72)

Ο όρος «Αναγέννηση του Βορρά» χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη λαμπρή άνθηση της τέχνης, της φιλολογίας και της μουσικής στις ευρωπαϊκές χώρες βορείως των Άλπεων (Κάτω Χώρες, Γαλλία, Γερμανία) κατά τον 15ο και 16ο αιώνα (Αλπάνη Τ., Κασιμάτη Μ.,2001:σελ. 109)

Προοπτική: Η απεικόνιση των αντικειμένων ανάλογα με την θέση τους στο χώρο.

Μονωδία: το ρεπερτόριο της λειτουργίας γραμμένα για μία φωνή. Διαχωρίζεται από το σόλο που αφορά έναν άνθρωπο. Στην μονωδία όλες οι φωνές ενώνονται σε μία.

Γρηγοριανό μέλος: Οι ύμνοι της τοπικής λειτουργικής παράδοσης του ρωμαιοκαθολικού τμήματος της χριστιανικής εκκλησίας που πήρε το όνομα από τον ανανεωτή πάπα Γρηγόριο το Μέγα (540-604)

Ύμνος: άσμα εγκωμιαστικού περιεχομένου

Μελωδία: η μουσική γραμμή ή καμπύλη που κατευθύνει την ακοή μας διαμέσου μίας σύνθεσης (Machlis 1996: σελ. 25)

Τροβαδούροι ή Τρουβέροι: ποιητές – μουσικοί των βασιλικών αυλών της Ευρώπης, συνθέτες τραγουδιών που υμνούν των ερώτα, την ιστορία και τις τέχνες στηριγμένοι σε λυρικές και επικές φόρμες βασισμένοι σε κείμενα Λατίνων συγγραφέων

Ars nova: Μουσικό ύφος των αρχών του 14ου αιώνα στην Γαλλία που αντικατέστησε την Ars Antiqua δίνοντας έμφαση στο ανθρώπινο στοιχείο εκφράζοντας έναν εκλεπτυσμένο τρόπο μουσικής με καινοτομίες στον ρυθμό, την μετρική, την αρμονία και την αντίστιξη. Κύριος εκπρόσωπος της ο Guillaume de Machaut (1300-1377) (Machlis 1996: σελ.83)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είναι Προσήνεια

Τα άτομα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία χαρακτηρίζονται κυρίως από την αγάπη και το ενδιαφέρον που δείχνουν στον συνάνθρωπο τους. Δείχνουν μεγάλη ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και πάντοτε δείχνουν μεγάλη θέληση για συνεργασία με τους γύρω τους. Εμπιστεύονται εύκολα τους άλλους ενώ πολύ σπάνια κάνουν κακή κριτική για άτομα που γνωρίζουν. Είναι άτομα που προσπαθούν και αποφεύγουν τις συγκρούσεις ενώ όταν έχουν διαφορές με άλλους προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Συνήθως Δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ για τον εαυτό τους καθώς πιστεύουν ότι οι ίδιες τους οι πράξεις είναι αυτές που αναδεικνύουν την προσωπικότητα τους.

Φεουδαρχία, μια μεσαιωνική νοοτροπία

Εισαγωγή Ο J. Le Goff στο κείμενο του για την «Ιστορία των νοοτροπιών» αναρωτιέται: «Η φεουδαρχία, πάλι, τι είναι; Ένα σύνολο θεσμών, ένας τρόπος παραγωγής, ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τύπος στρατιωτικής οργάνωσης; [1] » Ο Κ. Ράπτης αναφέρει ότι «ο όρος φεουδαλισμός χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και όχι από τους Ευρωπαίους του Μεσαίωνα για να δηλώσει ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε προσωπική βάση [2] ». Ο δε D. Nicholas [3] εκφράζει την άποψη ότι η φεουδαρχία δεν μπορεί να οριστεί ως «σύστημα». Αντίθετα προτιμά χρησιμοποιήσει τον όρο «φεουδαρχικές σχέσεις» ή «φεουδαρχικός δεσμός» ως πλαίσιο ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η υποτέλεια, «ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα [4] ». Νοοτροπία τι είναι; Σύμφωνα με την λεξικογραφική ανάλυση στο κείμενο του J. Le Goff η νοοτροπία «δηλώνει το συλλογικό χρωματισμό του ψυχισμού, τον ιδιαίτερο τρόπο που νιώθει και σκέφτεται ένας λαός, μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων [5] ». Σκοπός αυτή

Η σύγχρονη εποχή σύμφωνα με τους Bauman και Giddens

1. Εισαγωγή. Η νεωτερικότητα και η ύστερη νεωτερικότητα (ή κατά άλλους μετανεωτερικότητα ) αποτελούν δύο όρους στην κοινωνιολογική επιστήμη για τους οποίους καταναλώθηκε σημαντική πνευματική εργασία για τον προσδιορισμός τους. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε χρονικά τις δύο περιόδους θα τοποθετούσαμε την νεωτερικότητα από τον 15ο αιώνα έως και το 1945 με δομικά στοιχεία τον Διαφωτισμός, της πολιτικές επαναστάσεις, την βιομηχανική επανάσταση, την επιστημονική επανάσταση και το καπιταλιστικό σύστημα. Η ύστερη νεωτερικότητα αρχίζει από το 1945 και μετά με κύρια στοιχεία την κοινωνία της αφθονίας, την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, την αλλαγή των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων, τις συναλλαγές, την κινητικότητα του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν οι κοινωνιολόγοι Zygmunt Bauman (κεφάλαιο 2) και Anthony Giddens τις δύο αυτές περιόδους (κεφάλαιο 3). 2. Οι θέσεις του Bauman για την νεωτε